Ε Ρ Ω Τ Ι Κ Ο
του Κώστα Ουράνη
Δὲν μπορῶ νὰ ξέρω, δὲν μπορῶ νὰ πῶ
ἂν θὰ σ᾿ ἀγαπῶ
ἴσαμε νὰ φτάσω στὴ στερνὴ τὴν ὥρα
ὅπως, κι ὅσο, τώρα·
Οὔτ᾿ ὁ ἔρωτάς μου ποὺ σὰ ρόδο ἀνθεῖ,
ἂν θὰ μαραθεῖ
πάλι σὰν τὸ ρόδο ποὺ τὸ καίει τὸ θέρο,
δὲν μπορῶ νὰ ξέρω.
Ὅ,τι ξέρω εἶναι πώς, ἀπ᾿ τὴν ἡμέρα
πού ῾γινες δική μου
ἄνοιξαν κλεισμένες πύλες -καὶ τὸ θαῦμα
μπῆκε στὴ ζωὴ μου·
Ὅλα ἀλλάξαν ὄψη ἀπ᾿ τὸ φῶς ποὺ ἐντός μου
σκόρπισε ἡ χαρά,
σὰν στὰ βαλτοτόπια ποὺ τὰ πλυμμυρίζουν
ζωντανὰ νερά.
Ἔχω πιὰ ξεχάσει ὅσα νοσταλγοῦσα
κι ὅ,τι εἶχα ποθήσει:
Τώρα μὲ φτερώνει μία καινούρια νιότη
ποὺ δὲν εἶχα ζήσει.
Τὴ ζωὴ τὴ βλέπω σάμπως μέσ᾿ ἀπό ῾να
μαγικὸ γυαλὶ
κι ἀπ᾿ ὅ,τι ζητοῦσα μοῦ ῾δωσ᾿ ἡ ἀγάπη
τόσο πιὸ πολύ,
ποῦ νὰ λέω ἂν ὅπως ἦρθε μίαν ἡμέρα
φύγει πάλι πίσω
κι ἀπομείνω μόνος, κι ὅπως ἤμουν πρῶτα,
-κάλλιο νὰ μὴν ζήσω.