Την Δευτέρα το βράδυ (19:30) θα παρουσιαστεί στο βιβλιοπωλείο Φωταγωγός (Κολοκοτρώνη 59Β) το βιβλίο της Γεωργίας Σ. Σκοπούλη, Στ’ απόσκια της ιστορίας. Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Το Ροδακιό. Συντονίστρια θα είναι η ηθοποιός Ρηνιώ Κυριαζή. Κεντρικός ομιλητής θα είναι ο Ομότιμος Καθηγητής του Πάντειου Πανεπιστημίου Θεοφάνης Πάκος. Το βιβλίο είναι αποθησαυρισμένο πολύτιμο υλικό από αυτοβιογραφικές αφηγήσεις ανδρών από την Ήπειρο που καλύπτουν ολόκληρο τον περασμένο αιώνα, ενώ πολλές φορές η αναφορά και στους γονείς τους και στους παππούδες τους μας πηγαίνει και σε χρόνους που μπαίνουν και στο 19ο αιώνα. Μαθαίνουμε από τις λιτές όσο και πυκνές εξιστορήσεις των αφηγητών την ανθρώπινη ιστορία, «τη δική τους και του τόπου τους. Την ιστορία που έτσι ποτέ δεν την είδαμε στα βιβλία τα σχολικά· ούτε και στις εγκυκλοπαίδειες τις μεγάλες. Εξήντα τρεις αγρότες, κτηνοτρόφοι και χτιστάδες της Ηπείρου. Εκατόν τρία χρονών ο μεγαλύτερος, εξήντα οχτώ ο μικρότερος. Παιδιά των πολέμων οι περισσότεροι με την ψυχή σημαδεμένη». Η Γεωργία Σκοπούλη γεννήθηκε το 1950 στην Πεδινή Ιωαννίνων, όπου και ζει από το 1989. Ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία για περισσότερα από είκοσι χρόνια. Τούτο είναι το τέταρτο βιβλίο της. Τα προηγούμενα ήταν: Μα, πρέπει να έχεις κάτι να πεις (Δωδώνη 2003), Αυτές που γίναν ένα με τη γη (Δωδώνη 2007, 2007, 2008), Ο Γιατρός (Δωδώνη 2009).
Ακολουθεί αυτοτελής μια ιστορία. Διαβάζεται με μια ανάσα.
ΑΝΤΩΝΑΚΗΣ ΣΙΜΟΣ
84 χρονών
Δροσοπηγή Κόνιτσας
23 Μάη 2009
Χτυπάω τα κυπριά και τα κουδούνια και λέω:
Ε! Πώς έφυγε η ζωή…
ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ ΤΟ 1925 ΣΤΟ ΚΑΝΤΣΚΟ, ΕΤΣΙ ΤΟ ‘ΛΕΓΑΝ ΤΟΤΕΣ, ΤΩΡΑ ΔΡΟΣΟΠΗΓΗ.Μεγάλωσα εδώ. Είχα δυο αδέρφια. Όταν έφτασα στα έξι χρόνια με πήγαν οι γονείς στο σχολείο. Έβγαλα το Δημοτικό στα δεκατρία. Στα δεκατέσσερα με πήρε ο πατέρας μου ταξίδι. Πήγαμε κάτω στη Λαμία με άλλες παρέες με τα ζώα φορτωμένα εργαλεία, πριόνια και παπλώματα για να ξεχειμάσουμε εκεί. Ήταν χτίστες. Εγώ κουβαλούσα λάσπη σε ζευγάρια κτιστάδων. Ήμουν πολύ σβέλτος και εργατικός.
Φύγαμε Οκτώβριο και γυρίσαμε Ιούνιο. Σε κάτι χωριά που λέγονταν Αχινός, Παλιάχλαδο, Σπάρτια και Τσερνοβίτι. Το καλοκαίρι ήρθαμε εδώ για να βοηθήσουμε τις γυναίκες στο θέρο και στα καλαμπόκια. Αυτό που γράφουμε τώρα είναι το 1938-’39. Το 1939 δουλεύαμε εδώ γύρα. Το 1940 φύγαμε με άλλη παρέα και πήγαμε Χαλκιδική, στο Λάκωμα. Αρχίσαμε δουλειά. Δεν πέρασαν καλά-καλά δέκα μέρες, έρθε ο πόλεμος! Βομβάρδισαν τη Θεσσαλονίκη. Όσοι χτιστάδες ήταν νέοι, τους πήραν στο στρατό. Οι γέροι και τα παιδιά γυρίσαμε στο χωριό. Με τα πόδια ξεκινήσαμε. Από Χαλκιδική Θεσσαλονίκη, ήρθαμε στα Βέργια, Βέροια. Από κει είχε τρένο και βγήκαμε στο Σοροβίτσι (Αμύνταιο). Δρόμο πάνω δρόμο κάτω, Καστοριά, Λέχοβο, Νεστόριο, στο βουνό Γκουρούσια και ήρθαμε στο χωριό. Μόλις φτάσαμε στη Ζέρμα, οι Ιταλοί μάχονταν στο δικό μας Προφήτη Ηλία! Όταν ριχτήκαμε δώθε, είδαμε ζώα σκοτωμένα…
Εγώ τότες, σαν μικρός που ήμουν, έμενα εδώ στο σπίτι με τ’ αδέρφια δέκα και έξι ετών.
Οι Ιταλοί πολεμούσαν πάνω στο βουνό γερά. Μαθαίναμε πως προχωρούσαν προς Σαμαρίνα. Ήρθε δύναμη στρατού από Θεσσαλία. Έγιναν μάχες γερές, τους πήραν κατακέφαλα οι δικοί μας προς την Κόνιτσα. Συνεχώς, συνεχώς πόλεμος. Επιστράτεψε κι άλλους, και τους έδιωξε ο ελληνικός στρατός προς την Αλβανία.
Μετά ήρθαν οι Γερμανοί. Πέρασαν στο χωριό, εμείς εκείνη την εποχή ήμασταν κρυμμένοι σε ρέματα και τους είδαμε. Αλλά δεν τους χτύπησε ο στρατός, γιατί θα καίγαν τα σπίτια. Το Επταχώρι τό ’καψαν γιατί τους χτύπησε ο στρατός.
Πείνα μεγάλη. Δεν είχαμαν να φάμε τίποτε. Ζητιανεύαμαν. Η Ελλάδα εδώ ψωμί δεν είχε. Πάειναμαν στην Αλβανία, είχε πολύ ψωμί. Μας έσωσε η Αλβανία! Μας έδιναν ψωμί και λεφτά· εν τσικ μπουκ; λίγο ψωμί· εν τσικ λεκ; λίγα λεφτά. Πηγαίναμε με άλλα πέντε-έξι παιδιά παρέα, μπλούκι, από βατό μονοπάτι. Ζέρμα, Χρυσή, Βύσαντσκο (Πευκόφυτο), Σελίμιτσα, πίσω από τα παλιά χωριά και φτάναμε στα αλβανικά χωριά. Και μέχρι την Κορυτσά φτάναμε. Η Κορυτσά, που λες, η καλύτερη πόλη! Είχε πολλούς Έλληνες. Έχουμε πάει και με τον πατέρα το ’41-’42 για χτίσιμο. Εμείς ζητιανεύαμε και δίναμε και στους μεγάλους να φάνε, όσο να πιάσουνε δουλειά. Μετά μας ταΐζανε οι Αλβανοί όσο δουλεύαμε εκεί.
Το 1942 εγκαταλείψαμε τη ζητιανιά. Μόλις ήρθαν οι Γερμανοί, ο στρατός μας εξαφανίστηκε καθώς και οι Ιταλοί. Εγώ, απ’ λες, το 1942 με τρία παιδιά, νεαροί μαστόροι, πήγαμε στη Νάουσα για δουλειά. Έπιασε χειμώνας και δουλειά δε βρήκαμε και οι μαστόροι έφυγαν για το χωριό. Εγώ, λέω, στο χωριό δε γυρίζω! Αφού γνωρίζω εδώ τον κόσμο να μείνω να βοσκήσω πρόβατα, είπα.
Πήγα τσομπάνος σε ογδόντα πρόβατα, σε τρία νοικοκυριά. Πέρασα ζωή καλή. Καλά φαγητά για κείνη την εποχή. Εκεί, σ’ αυτ’νούς, βρήκα κι ένα άλλο παιδί, Νίκος Καρούλης, από τα μέρη μας. Βγάλαμε το χειμώνα, έξι-εφτά μήνες, κι έφυγα. Γιατί ήρθε κάποιος φίλος, ο Νίκος Μακρής, και με πήρε. Με γύρευε ο πατέρας. Με είχαν χάσει. Νόμισαν ότι με σκότωσαν οι Γερμανοί!
Εδώ στα μέρη μας ήταν ο ΕΛΑΣ. Εγώ ούτε ταυτότητα δεν είχα. Με παίρνει ο φίλος και πάμε στη Σφενδάμη Κατερίνης και όλο το καλοκαίρι δουλέψαμε χτιστάδες. Το Δεκαπενταύγουστο έπρεπε νά ’ρθουμε γιατί είχε πανηγύρι εδώ. Φεύγουμε. Πώς να περάσουμε από τους Γερμανούς, που εγώ δεν είχα ταυτότητα; Αλλά είχαν τα παιδιά και με πέρασαν κι εμένα. Βέργια, Κοζάνη, Νάπολη, Τσοτύλι: Γερμανοί. Από κει ο ΕΛΑΣ! Κι εκεί είχαμε φόβο μεγάλο. Μας λεν στο Τσοτύλι: Εδώ είναι νεκρά ζώνη, βάλουν από πέρα οι αντάρτες. Μη σκοτωθείτε! Τι σας νοιάζει εσάς; είπαμε μεις.
Πήραμε από ένα ξύλο, μεγάλο, και δέσαμε μαντίλια άσπρα να φαίνονται από μακριά και τα τινάζαμε, για να μη μας χτυπήσουν. Μόλις κατεβήκαμε στο ρέμα κατέβηκαν και οι αντάρτες. Μας αγκάλιασαν, μας ρωτούσαν τι είδαμε, τι ακούσαμε, αν είδαμε στρατό. Τους είπαμε ότι είδαμε Παοκτζήδες Έλληνες που συνεργάζονται με τους Γερμανούς! Ήταν αυτοί που μας είπαν να μην έρθουμε προς τα δω. Φτάσαμαν στον Πεντάλοφο, πάλι αντάρτες. Χάρηκαν που μας είδαν, μας αγκάλιασαν, μας τάισαν — τι νά ’χαν; Κι αυτοί ψοφούσαν από την πείνα! Λίγο ψωμί και κασέρι μάς έδωσαν. Εκεί ήθελαν να μας ντύσουν να μας πάρουν στον ΕΛΑΣ. Τους είπαμε εμείς θα πάμε στον ΕΛΑΣ, αλλά σε τμήματα ηπειρώτικα, όχι στα μακεδονικά. Θα πάμε να δούμε τους γονείς μας και μετά.
Όταν ήρθαμε εδώ στο χωριό, μετά από λίγο καιρό οι τρεις πήγαν στον ΕΛΑΣ. Ο Κώστας ο Μακρής του Χαραλάμπου είκοσι τριών ετών σκοτώθηκε μετά στην Κόνιτσα· ο Νικούλης Ευάγγελος είκοσι ετών· και ο Νίκος Μακρής δεκαοκτώ ετών. Ξεκίνησα κι εγώ, αλλά ήρθε η μάνα μου, αόμματη, και μου άρχισε: Πού πας; Τι θα γίνω εγώ; Και γύρισα πίσω. Αλλά ήμουν εδώ στην ΕΠΟΝ. Μ’ έστελναν σύνδεσμο με έγγραφα από δω κι από κει. Είχαμε κάτι σαν σχολείο, μας έκαναν μαθήματα, μας καθοδηγούσαν, κάναμε γιορτές.
Ύστερα από τον πόλεμο με τους Γερμανούς, έγινε η συνθηκολόγηση. Παρέδωσαν τα όπλα οι Ελασίτες. Οι μεγάλοι αξιωματικοί δεν τα παρέδωσαν γιατί το ’45-’46 βγήκαν πάλι στο κλαρί.
Το 1947 μας έμασε ο πρόεδρος όλους τους χτιστάδες να φυλάξουμε το χωριό. Είχαμε έρθει για να βοηθήσουμε τις γυναίκες να θερίσουν. Το Σεπτέμβρη ήρθαν αντάρτες, χτυπήσανε τη θέση Ταμπούρι και το κατέλαβαν. Εμείς τα παιδιά, δεκαοχτώ-είκοσι χρονών, μείναμε κρυμμένα δεκαπέντε μέρες για να μη μας πάρουν οι αντάρτες. Ρωτούσαν τους γέρους: Πού είναι οι νέοι; Δε βλέπουμε νέους, πού είναι; Εμείς δεν πειράζουμε κανέναν, αν θέλουν ας έρθουν. Αλλά κι εμείς δεν μπορούσαμε άλλο να κρυβόμαστε! Αλλά ούτε και να φύγουμε. Είχαν πιασμένα τα καρτέρια…
Αφού βγήκαμε έξω, σε λίγες μέρες βαράνε οι καμπάνες. Γενική επιστράτευση! Από δεκαεφτά μέχρι σαράντα πέντε! είπαν. Συγκεντρώθηκαν στον πλάτανο ογδόντα άτομα από το χωριό. Διώξανε τα τριάντα. Άλλοι κουτσοί, άλλοι στραβοί, και παιδιά. Μείναμε πενήντα γεροί άντρες. Κατευθείαν στη Λυκόραχη. Εκεί μας εκπαίδευσαν δυο μέρες στα όπλα. Μετά μας πήγαν για Φούρκα, Σαμαρίνα. Δε μας πέρασαν από το χωριό για να μην ακούσουν οι μανάδες και κλαίνε… Οι παντρεμένοι είδαν τις γυναίκες και έφυγαν. Αλλά από κοντά ο αντάρτης-φύλακας για να μην το σκάσουν! Ανάμεσα Φούρκα και Σαμαρίνα υπάρχει μια βρύση με κρύο νερό. Γκρέκο τη λένε. Εκεί μας διέλυσαν σε διάφορα τάγματα και λόχους.
Το Σεπτέμβριο μήνα στις 9 έγινε η επιστράτευση. Στο τέλος του μήνα έγινε η μάχη. Τρία τάγματα από αντάρτες πήγαμε στο χωριό Ντοτσκό. Εκεί είχε ο στρατός το βαρύ πυροβολικό και πήγαμε να το χτυπήσουμε. Αλλά πισθοχωρήσαμε, δεν μπορέσαμε να κάνουμε τίποτε. Άλλοι σκοτώθηκαν και άλλοι τό ’σκασαν.
Σ’ εκείνη τη μάχη έφυγα κι εγώ. Κρύφτηκα και έφυγα με κάποιο φίλο και γλίτωσα. Παρουσιάστηκα στο στρατό. Ερχόταν από τα Γρεβενά να δει τι γίνεται. Δε μας πείραξαν. Δώσαμε καταθέσεις σχετικά με το πώς πήγαμε, πώς μας πήραν στο αντάρτικο, τι έγινε, και τα λοιπά. Άλλοι είχαν ένα χρόνο, άλλοι λιγότερο. Εγώ ένα μήνα έκανα αντάρτης. Οι ποινές ήταν διαφορετικές.
Είχε δώσει εντολή ο στρατός για αμνηστία. Ότι δε θα μας πειράξουν, γιατί διέδιδαν οι αντάρτες ότι ο στρατός σκοτώνει, για να μην το σκάνε. Εγώ είχα το χαρτί της επιστράτευσης. Παραδοθήκαμε κάτω από το Ντοτσκό, στο Νεντρούζι, ονομασία μετά τα Γρεβενά. Και μετά ελεύθεροι! Μας δώσαν ρούχα, παπούτσια, αλεύρι. Το πουλήσαμε και πήραμε λεφτά. Δεκαοχτώ δραχμές τα τρία κιλά.
Εγώ και άλλα δυο παιδιά επιστρέψαμε την επόμενη μέρα. Δεν μπορούσαν να φύγουν μεμονωμένα αμάξια –φεύγανε φάλαγγες– γιατί τα χτυπούσαν οι αντάρτες άμα ήταν ένα-δυο αμάξια. Έτυχε να πηγαίνει ο στρατός στη Λάρισα. Ξεκινάμε κι εμείς μαζί τους, και πάμε στα Φάρσαλα για δουλειά. Ήταν και μια παρέα δικιά μας, μαστόροι από το χωριό μας. Εγώ τότες δεν πρόλαβα να δουλέψω πολύ. Έβγαλα κάπου είκοσι πέντε μεροκάματα από είκοσι πέντε δραχμές. Μετά πήρε τη δική μου κλάση ο στρατός.
Παρουσιαστήκαμε στη Λάρισα. Μας δώσαν φύλλο πορείας να πάμε στην Κόρινθο. Πήγαμε στο κέντρο διερχομένων στην Αθήνα και μετά στην Κόρινθο, εκπαιδευτήκαμε στο πεζικό για τρεις μήνες. Ήρθαν οι αποσπάσεις, άλλος εδώ άλλος εκεί. Ευτυχώς δε με είχαν στο πεζικό· μ’ έστειλαν στο μηχανικό και πήγα άλλες τρεις μήνες στο Ναύπλιο για εκπαίδευση στις γέφυρες και στις νάρκες. Οι πεζικάριοι έφυγαν για Γράμμο, Βίτσι, Μουργκάνα, Ρούμελη, σε όλα τα μέτωπα. Πολλά παιδιά χάθηκαν, γιατί ήταν άμαθα από πόλεμο…
Ήρθε η ώρα να φύγουμε από το κέντρο. Εγώ μ’ έναν ξάδερφό μου και άλλους σαράντα πήγαμε στην ένατη μεραρχία στη Θεσσαλία.
Το 1948 κινήθηκαν όλα τα στρατεύματα και όλες οι μεραρχίες για Γιάννενα-Κόνιτσα. Καί της Θεσσαλίας, αφού είχαμε πάει στο Αγρίνιο για εκπαίδευση. Τι εκπαίδευση; Να πάμε να πολεμήσουμε τους αντάρτες, δηλαδή. Μόλις ήρθαμε στην Κόνιτσα πιάστηκαν να πολεμάν. Εγώ ήμουν στα μετόπισθεν. Δεν μπήκα μπροστά, δε μ’ έστειλαν για νάρκες και συρματοπλέγματα.
Έμεινα με μια διμοιρία του μηχανικού, στην άκρη σ’ ένα λόφο, στο χωριό Εξοχή. Δυο μήνες αραγμένοι εκεί! Έρχονταν τη νύχτα οι αντάρτες έβαζαν νάρκες στο δρόμο, κι εμείς το πρωί τις βγάζαμε. Και καμιά φορά δεν τις βρίσκαμε, και ένας ταγματάρχης σκοτώθηκε στο χωριό Τράπεζα. Πέρασαν οι ναρκαλευτές αλλά δεν την είδαν. Είχαμε εντοπιστή, σιδερένιο μπαστούνι, και μηχάνημα που το έβαζες στο αυτί και σφύριζε όταν έβρισκε σίδερο. Ώσπου πέρασε το ’48. Το 1949 έγιναν οι μεγάλες επιθέσεις και τελείωσε ο πόλεμος.
Εμείς είχαμε φύγει για το Βίτσι. Ο Γράμμος είχε τελειώσει. Στο Βίτσι οργώναμε τη γης. Οι μπουλντόζες άνοιγαν δρόμο μέσα για την Αλβανία για να περάσει ο στρατός. Έτσι έπεσε το Μαλιμάδι (ψηλό βουνό) και το Βίτσι. Τους πλευρόκοψε ο στρατός! Και ο πόλεμος τελείωσε. Έκανα τρία χρόνια ακόμα, και παρακόμα, το 1950, απολύθηκα.
Με το μηχανικό ήρθαμε Πεντάλοφο, φτιάξαμε το δημόσιο δρόμο προς το Επταχώρι. Μετά ήρθαν και άλλα μηχανήματα, φτιάξαμε και άλλους δρόμους προς τη Θεσσαλία. Εκεί στα Γρεβενά που ήμασταν, έρχεται ένα σήμα να φύγουμε για Κρήτη. Μια διμοιρία φεύγει αεροπορικώς και εμείς πάμε Αθήνα και φεύγουμε με το καράβι. Εκεί ήταν ένα αεροδρόμιο, από Γερμανούς φτιαγμένο, και ναρκοπέδιο. Το άνοιξε το δικό μας μηχανικό και κάναμε πρόχειρο μεγάλο αεροδρόμιο. Τέσσερις μήνες έμεινα στην Κρήτη. Από κει απολύθηκα.
Ήρθα εδώ. Άλλη ζωή. Το 1950 παντρεύτηκα. Είχαμε σχέσεις από το ’46-’47. Το ήξεραν όλοι, και γονείς και παραγονείς! Αλλιώς θα βολευόμασταν με καμία άλλη, από τόσα μέρη που πηγαίναμε! Όμως δεν τη γέλασα ποτέ! Κάπου-κάπου ερχόμουν με καμία άδεια από το στρατό. Μια φορά το χρόνο! Εγώ την ήθελα. Πρώτα ήθελα μια άλλη, έστειλα προξενιό αλλά δε θέλησαν. Δεν ήταν έτοιμοι, είπαν. Ήταν πολύ φτωχοί.
Η Ανδρομάχη, η γυναίκα μου, δε με πολυήθελε! Γιατί δεν ήμουν και τόσο ομορφάντρας…
Το Νοέμβρη απολύθηκα, 3 του Δεκέμβρη 1950 έγινε ο γάμος. Γάμος με κλαρίνα. Είχα τον Αντρέα από το Κεράσοβο. Ήταν μερακλής κι ο πατέρας. Η νύφη φόραγε φόρεμα με σχέδιο. Σαν κόκκινο σαν πράσινο, όχι ανοιχτά τα στήθη, καλυμμένα, και μέχρι κάτω τα πόδια. Δεν υπήρχαν τότε μίνι, ούτε και κάλτσα νάιλο, λίγο το πόδι φαινόταν μόνο. Μη συζητάς! Ντρεπόταν ο κόσμος. Τότε είχαν σέβας!
Όσοι παντρεύτηκαν πιο μπροστά από μας έπαιρνε του άλλου το κοστούμι. Φτωχικά πράγματα. Εγώ είχα ένα κουστούμι καφέ χρώμα. Επειδής ήμασταν χρεωμένοι, ο γέρος δεν είχε λεφτά και είχε χρεωθεί στα μαγαζιά δεκαπέντε-είκοσι λίρες και για το κοστούμι και για άλλα έξοδα…
Φύγαμε ταξίδι, για δουλειά δηλαδή, ένα μήνα μετά το γάμο. Δουλέψαμε με τον πατέρα και την παρέα όλο το χειμώνα. Παραμυθιά, Ηγουμενίτσα, Μαργαρίτι, Μορφάτι, Καρβουνάρι, Σέλιανη. Εκείνο το χειμώνα βγάλαμε καλά λεφτά. Τριάντα πέντε-σαράντα λίρες είχαμε φέρει με το γέρο!
Κι έτσι ήρθε η ζωή μας…
Δυο αγόρια και μια κοπέλα κάναμε. Τα παιδιά τα μεγάλωσε η γυναίκα με τις γριές. Εμείς λείπαμε. Στο θέρο και στα σκαλίσματα των καλαμποκιών ήμασταν κι εμείς. Στο σπαρμό τα κάναν μόνες τους, εκτός από λίγους άντρες που μέναν στο σπίτι. Φόρτωναν το αλέτρι, το ζυγό και το τσαπί στο γάιδαρο και πήγαιναν στο χωράφι. Το γαϊδούρι, αν το έβαζες μπροστά, ήξερε το δρόμο μόνο του. Όργωναν με τα βόδια. Είχες ένα εσύ ένα εγώ, βόδι, και κάνανε σέμπρο. Δηλαδή τα ανταμώνανε δυο-δυο για το όργωμα. Πότε ο ένας πότε ο άλλος.
Όλα τα σπίτια είχαν και γίδια και πρόβατα. Παλιά ξεχείμαζαν κάτω, πιο χαμηλά.
Τα παιδιά έβγαλαν και τα δυο το Γυμνάσιο. Το κορίτσι το παντρέψαμαν στα είκοσι. Γιατί άμα έφταναν είκοσι πέντε-είκοσι εφτά λέγονταν γεροντοκόρες. Είκοσ’ δύο ήταν το όριο!
Εμείς οι χτίστες, που πηγαίναμε ταξίδι, δουλεύαμε με πέτρα. Είχαμε μάθει κοντά στους πατεράδες. Ύστερα μάθανε τουβλατζήδες…
Για να σου πω τώρα. Είχα μεγάλη περιπέτεια, εγκατέλειψα τη χτιστική, γιατί δεν έβγαιναν πολλά λεφτά. Ετότες εγώ λοιπόν, το 1953, έκανα γίδια και πρόβατα. Αχ, τι κοπάδι είχα εγώ! Πολύ όμορφα πρόβατα! Έφτασα μέχρι διακόσια πενήντα ζωντανά. Αλόγατα, φοράδες, είχα και δυο μουλάρια γερά που κουβαλούσα τροφές, τριφύλλια για τα ζώα και το γάλα. Αυτά είχαμε για αμάξι. Τα μουλάρια, να σου πω, γεννητάτα και για τριάντα χρόνια στον ίδιο νοικοκύρη! Όταν αρρώστησε και ήταν να ψοφήσει, έκλαιγε! Έκλαιγε το μουλάρι! Πήγα να το δω και χλιμιντρούσε! Με είχε συνηθίσει. Με είχε θεό. Τα αγαπούσα τα ζώα, δεν τα βαρούσα, ούτε τα σκυλιά.
Αυτά τα βουνά που βλέπεις τα περπάτησα όλα…
Μετά, αφού τακτοποίησα τα παιδιά, τα πούλησα. Να σου πω, ξεκουράστηκε το μυαλό μου και ησύχασα! Ναι, ησύχασα. Αλλά ο σεβντάς, σεβντάς! Νοσταλγώ! Χτυπάω τα κυπριά και τα κουδούνια και λέω: Ε! Πώς έφυγε η ζωή…
Τι θυμάμαι τώρα! Επί το πλείστον 25 Μαρτίου, του Ευαγγελισμού, εκείνα τα χρόνια λαλούσαν τα κυπριά και τα κουδούνια και φοβίζαν τα φίδια και τις γκουσταρίτσες!
Τα παρακάτω θα σου τα δώκω γραμμένα. Να τα βάλεις όπως τά ’χω!
… Ξένοι διαβάτες από παντού
Βγείτε ως την Κόνιτσα και στα χωριά απάνου
Να ρθείτε ως τη Δροσοπηγή στο έμορφο χωριαδάκι
Με τα στρωτά του τα βουνά και τα νερά τα κρύα
Να πάτε κι ως την τριανταφυλλιά κρύο νερό να πιείτε
Πιο πάνω στα κανιά και στο καλτερίκι
Εκεί θ’ ακούσετε ουρλιάσματα απ’ αρκούδες κι από Λύκοι
Θα ιδείτε απέναντι τα βουνά
Ταμπούρι Γκόλιο και ΑϊΛιά
Εκεί στον ΑϊΛιά να πάτε ξένοι διαβάτες από παντού
Εκεί να προσκυνήσετε στο μνήμα του Διάκου και Νταβάκη
Που πέσανε σαν ήρωες το 1940
Από τότες πέρασαν εβδομήντα χρόνια!
Ακόμα κει μαλώνουν οι αετοί και κράζουν τα κοράκια…
Ορε ναπο μικρος ορφανεψα από μανα κε πατέρα
Κε πηγα κε ρωγιαστηκα
Σε μια Βουργάρα χήρα
Ορε δοδέκα χρόνους έκανα στα μάτια δεν την ήδα
Αι να δης μια Κυργιακή ήταν το προί κενα Σαβάτω βραδι
Αφτήν έρχονταν απτο Λουτρό
Κεγώ απτόν μπαρμπέρη
Κε βγήκα την καρτέρισα
Αχ σένα στενώ σοκάκι
Όρε κηράμ δοσμού τη ρώγα μου
Δοσμού τη δουλεψή μου
Όρε η μάνα κε τα δέλφχια μου
Μου μήνησαν
Να πάω να με πανδρέψουν
Πεδήμ αν θέλης πανδριά
Γηνέκα για να πάρης
Δοδέκα δούλες έχ εγώ
Κε όπχια θέλης να πάρης
Θέλης τη Ρούσα τήν ξανθιά
Θέλης την Μαυρομάτα
Θέλης την Κατακώκινη ποχη φλουριά κι αρμάτια
Ουτε της Ρουσες θέλω εγώ
Ουτε της Μαυρομάτες
Χήρα πήρε ο πατέρας μου
Χήρα κεγώ θα πάρω
Ιούλιος, τρεις του μηνός, ημέρα Σαββάτο το 2005 ξεκινήσαμε από το χωργιό γύρο στα πενήντα άτωμα χωργιανοί και χωργιανές. Παρακάτο γραφω το Δρομωλόγιο
Από Δροσωπιγή ξεκινήσαμε
Στα Γιάνηνα να παμε
Κε από τα Γιάνινα
ως εκή στην Πάργα για να πάμε
Μόλης στην Πάργα φθάσαμε
Αμέσως κατεβένωμε
Κε πρωχορούμε ως τη θάλασα
Κοντά τα βράχια της Πάργας
Στην αμω ξαπλωμένη
Κε τα ημηγιμνα κορμιά
τις καρδγιές μας κενε
να καθώμασταν θέλαμε πολή
τη θάλασα να τη διασκεδάσω
Κε τα κορμιά τα ημήγημνα
ας μήνουν μην τα ξεχάσω
Αυτά είναι όλα δικά μου! Έχω γράψει κι άλλα. Άμα ζορίσω και βάλω το μυαλό μου, κάνω τις δικές μου περιπέτειες. Έχω καμιά δεκαετία που γράφω. Μου άρεζε να γράφω όλες τις περιπέτειες της ζωής μου. Αρρώστιες και ό,τι άλλο. Από τότες, για τους γιατρούς, για τα νοσοκομεία…
Από μέσα μου, από μέσα μου βγαίνουν…