moutousi_paidi

Η ηθοποιός Αμαλία Μουτούση ήταν άτακτο κορίτσι. Της άρεσε να το σκάσει από το σπίτι και να πηδάει από μπαλκόνι σε μπαλκόνι χωρίς να την παίρνουν είδηση. Μέχρι που κάποια μέρα την τσάκωσε ο γείτονας.

Ποια είναι η πρώτη ανάμνηση της ζωής σου; Το γέλιο της νταντάς μου της Ιωάννας, που ήτανε σιγανό, σχεδόν άηχο κι ανεβοκατέβαινε η κοιλιά της. Εγώ ακουμπούσα την κοιλιά μου στη κοιλιά της για να το νιώσω καλύτερα.

Ποιο ήταν το αγαπημένο σου παιχνίδι; ´Ενα κατακόκκινο παιδικό σπορ αμαξάκι με πετάλια.

Μοιράσου μια αστεία οικογενειακή ιστορία (με τον μπαμπά, την μαμά ή τα αδέρφια) Μέναμε με την μητέρα μου σ’ ένα διαμέρισμα στον τρίτο όροφο, το μπαλκόνι του δωματίου μου έβλεπε σε αυλή εσωτερική-τα μπαλκόνια των σπιτιών είχανε αρκετό κενό  ανάμεσά τους κι από κάτω το χάος-τα μεσημέρια που μ’ έβαζε για ύπνο, το έσκαγα απ’ το μπαλκόνι κ είχα μανία να πηδάω από μπαλκόνι σε μπαλκόνι, στα διπλανά και στα παραδιπλανά σπίτια  και κάθε φορά έβαζα στόχο να φτάσω μία πολυκατοικία παραπέρα από τη χτεσινή και μετά γύριζα πάλι πίσω μπαλκόνι με μπαλκόνι χωρίς να με πάρουν είδηση μέχρι που κάποια μέρα με τσάκωσε ένας κύριος  στο μπαλκόνι του κι άρχισε τις ερωτήσεις-σε κατάσταση πανικού -πώς με λένε κι από πού ξεφύτρωσα και πού μένω και πώς λένε τη μαμά και τον μπαμπά μου κλπ, με πήγε στο σπίτι, χτύπησε το κουδούνι κι άνοιξε η μαμά μου -δεν θα ξεχάσω ποτέ το πρόσωπό της που (ενώ με είχε βάλει για ύπνο) με είδε ξαφνικά μπροστά της με τις πυτζάμες μου δίπλα σ’ έναν άγνωστο τύπο, φοβερά σνομπ και φοβερά ενοχλημένο.
Έπαθε πολύ μεγάλη ταραχή.

Τι θυμάσαι από την πρώτη ημέρα στο σχολείο; Το μόνο που μ’ ένοιαζε ήταν να ‘ρθει το διάλειμμα για να βρω την μεγαλύτερη αδερφή μου την Αριέττα να συμφιλιωθούμε- είχαμε τσακωθεί το πρωί στο σχολικό γιατί δεν της έδινα να φορέσει τη κορδέλα μου κι είχα μετανιώσει.
Την βρήκα μετά από αρκετή ώρα, παρέα με τις φίλες της, της έδωσα την κορδέλα, δεν την έπαιρνε, μετά από πολλά παρακάλια την πήρε κ τη φόρεσε και χάρηκα πολύ.
Χτύπησε το κουδούνι κι  απομακρύνθηκε τρέχοντας με τις φίλες της κι ένιωσα πολύ άσχημα μόνη μου κι  απέχθεια για το σχολείο κι ήθελα πίσω την κορδέλα μου.

Ποιο ήταν το αγαπημένο σου φαγητό; Ζεστό ψωμί με βούτυρο Κερκύρας και ζάχαρη.

Είχες συμμετάσχει ποτέ σε σχολική παράσταση; Τι θυμάσαι; Είχα παίξει στο κωμικό σκετς «ο Φασουλής κι ο Περικλής». Εγώ ήμουν ο Περικλής κι ο Φασουλής ήτανε υποτίθεται ο πιο καλός μου φίλος κι εγώ -αυτό ήταν το αστείο- τον τάραζα στο ξύλο.
Ήταν τύπου μιούζικαλ, όλα τα λέγαμε τραγουδιστά. Είχε μεγάλη επιτυχία και γίναμε πολύ δημοφιλείς στο σχολείο με τον Φασουλή. Τον έπαιζε μια συμμαθήτριά μου, η Τίλντα Μποτόν,  όμορφη, κοκκινομάλλα με σγουρά μαλλιά και φακίδες- πολύ θα θελα να την ξαναδώ.

Ποιο ήταν το αγαπημένο σου τραγούδι; Το «σε πότισα ροδόσταμο με πότισες φαρμάκι» – που μου το έλεγε η μητέρα μου και το «τι όμορφη που είσαι όταν κλαις» που  μου το έλεγε ο πατέρας μου

Ποιο ήταν το αγαπημένο σου βιβλίο; Ο Μάγκας

Ποιο ήταν η αγαπημένη σου τηλεοπτική σειρά; Λάσυ

Ποια ήταν η αγαπημένη σου ταινία; Όλιβερ Τουίστ

Πώς θυμάσαι τη γειτονιά που μεγάλωσες; Μεγάλες πλατείες, σχεδόν καθόλου αμάξια ,μεγάλα άδεια πεζοδρόμια, σπίτια με σιδερένιες εξώπορτες και μακρύς διαδρόμους και στο βάθος δροσερές  μαρμάρινες σκάλες, μια εκκλησία, ένα ζαχαροπλαστείο, ένα περίπτερο που είχε  τον Σπύρο τον περιπτερά, ένα φαρμακείο, ένα φωτογραφείο που είχαμε πάει και βγάλαμε οικογενειακή φωτογραφία, ένα μαγαζάκι με την κα Αριάδνη που μαντάριζε κάλτσες κι ένα βιβλιοπωλείο με τον βιβλιοπώλη τον κύριο Τολίδη.

Ποιο ήταν το αγαπημένο σου παγωτό; Ξυλάκι φιστίκι  Έβγα

Ποιες ήταν οι καλύτερες καλοκαιρινές διακοπές που πέρασες ως παιδί; Στο χτήμα του πατέρα μας στη Βάρκιζα, γεμάτο συκιές, ελιές, φιστικιές, στέρνες γεμάτες νερό, ανεμόμυλο, σκυλιά, γατιά, χρυσόμυγες, ακρίδες, κότες, κόκορα και η θάλασσα δυο βήματα και μόνο χωματόδρομοι. Όλη μέρα με τα αλάτια και λίγο πριν νυχτώσει ξέπλυμα με το λάστιχο.

Μοιράσου μια ιστορία με τον καλύτερο σου φίλο. Με την καλύτερή μου φίλη αγαπούσαμε τον Νεοκλή και για να μην παιδευόμαστε μ’ αυτό το τρίγωνο, αναθέσαμε το θέμα στον συνδυασμό των χρωμάτων: Εγώ ήμουν το κόκκινο, η Έμμυ το κίτρινο κι ο Νεοκλής το μπλε, (ο Νεοκλής  δεν είχε ιδέα). Αν βλέπαμε κόκκινο δίπλα σε μπλε – οπουδήποτε, σε δέντρα, ρούχα, λουλούδια, σπίτια, μολύβια, τετράδια, οπουδήποτε – τότε ο Νεοκλής αγαπούσε εμένα, αν βλέπαμε κίτρινο κοντά σε μπλε αγαπούσε την Έμμυ.  Αν βλέπαμε κόκκινο και κίτρινο μαζί, αγαπιόμασταν οι δυο μας με την Έμμυ και ξεχνάγαμε τον Νεοκλή.