φωτογραφία

Εκδόσεις Το Ροδακιό (μετάφραση Μαρία Γεωργουσοπούλου)

Βρισκόμαστε κάπου στα νότια της πολιτείας του Μισσισίπι, αρχές Μαίου του 1927. Ο ποταμός Μισσισίπι που συνήθως κείτεται ήρεμος και μακάριος, ξεσπάει και πλημμυρίζει, το νερό του μετά από ημέρες βροχών σπάει τα αναχώματα, παρασύροντας χωριά και φάρμες,  μετατρέπει τα μπαμπακοχώραφα σε λίμνες και αναγκάζει τους ανθρώπους να αναζητήσουν καταφύγιο, μια στέρεη γη ή οτιδήποτε σε ύψωμα μακριά από το νερό, εγκαταλείποντας τα πάντα. Κάποιο από αυτά τα βράδια τα γεμάτα βροχή, στις αγροτικές φυλακές Πάρτσμαν, οι φύλακες θα ξυπνήσουν τους κατάδικους και με σύντομες κοφτές οδηγίες θα τους στοιβάξουν σε καμιόνια φορτηγά, μαζί με αξίνες και φτυάρια, οδηγώντας τους σε ένα σιδηροδρομικό σταθμό. Από κει με το τρένο θα ταξιδέψουν προς μια απροσδιόριστη κατεύθυνση, πάντα κάτω και μέσα από μια γκρίζα βροχή μέχρι τον προορισμό τους, τα τελευταία αναχώματα που έχουν μείνει όρθια, στις παρυφές του Ποταμού.

“…Όταν έφτασαν στην κορυφή του αναχώματος είδαν τη μακριά σειρά τα χακί αντίσκηνα διάσπαρτα με φωτιές, γύρω τους άνθρωποι – άντρες, γυναίκες και παιδιά, Νέγροι και λευκοί- κάθονταν στη γη ή έστεκαν ανάμεσα σε άμορφους μπόγους από ρούχα, τα κεφάλια τους να στρίβουν, οι βολβοί των ματιών τους να γυαλίζουν στη λάμψη της φωτιάς καθώς κοιτούσαν ήσυχα τα ριγωτά ρούχα και τις αλυσίδες. Ακόμη χαμηλότερα στο ανάχωμα, κουβαριασμένα κι αυτά όλα μαζί αν και λυτά, ήταν ένα κοπάδι μουλάρια και δυό τρείς αγελάδες. Τότε ο ψηλότερος κατάδικος συνειδητοποίησε έναν άλλο ήχο. Δεν άρχισε να τον ακούει μεμιάς, έξαφνα αντιλήφθηκε ότι τον άκουγε όλη την ώρα, ένα ήχο τόσο πέρα από κάθε δική του εμπειρία και ικανότητα αφομοίωσης ώστε μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν τον είχε συνειδητοποιήσει όπως το μυρμήγκι ή ο ψύλλος μπορεί να μην έχουν συναίσθηση του βόγκου της χιονοστοιβάδας που τα μεταφέρει. Ταξίδευε πάνω στο νερό από νωρίς το απόγευμα και για εφτά ολόκληρα χρόνια έσερνε το αλέτρι και τη σβάρνα και το φυτευτήρι μέσα στην ίδια τη σκιά του αναχώματος όπου έστεκε τώρα, τούτον όμως το βαθύ ψίθυρο που ερχόταν από την άλλη πλευρά του δεν τον αναγνώρισε με την πρώτη. Σταμάτησε. Η σειρά των καταδίκων πίσω του έπεσε πάνω του μ’ ένα τίναγμα σαν σειρά από φορτηγά βαγόνια που σταματούν, μ’ ένα θόρυβο από σιδερικά που συγκρούονται σαν βαγόνια. Για προχωρείτε! φώναξε ένας φρουρός. Τί ‘ναι τούτο; είπε ο κατάδικος. Ένας Νέγρος που κουκούβιζε μπροστά στην πιο κοντινή φωτιά του αποκρίθηκε: Ελόγου του είναι. Ελόγου του, ο Γέρος….”

Ο ψηλός κατάδικος θα έχει την ευκαιρία να γνωριστεί καλύτερα με τον  Γέρο, το άλλο όνομα του Ποταμού. Την επόμενη ημέρα, ένας φύλακας θα τον ρωτήσει αν ξέρει κουπί και αφού απαντήσει καταφατικά θα τον οδηγήσουν σε μια βάρκα μαζί με έναν άλλο κατάδικο, ο οποίος κρατάει μια πιο επιφυλακτική στάση. Η αποστολή τους είναι να ξανοιχθούν στα νερά, και να περιμαζέψουν μια γυναίκα η οποία είναι γατζωμένη πάνω σε κάτι δέντρα, και έπειτα να βρουν μια μπαμπακοαποθήκη όπου στην στέγη της τους περιμένει ένας άνδρας, άλλο ένα θύμα της θεομηνίας. Το να ξέρεις να κωπηλατείς δεν σημαίνει ότι ξέρεις και να κυβερνάς την βάρκα όμως, ειδικά κάτω από τέτοιες συνθήκες, αφού το ρεύμα του ποταμού είναι δυνατό και αναπάντεχο, δημιουργεί δίνες και φουσκώνει εκεί που δεν το περιμένεις. Ο κατάδικος  θα χάσει απότομα τον έλεγχο της βάρκας πέφτωντας σε μια τέτοια δίνη, η βάρκα θα αρχίσει να στριφογυρίζει σαν τρελή, ενώ ο άλλος συνεπιβάτης θα την εγκαταλείψει γραπώνοντας στην τύχη ένα κλαδί που περνούσε από πάνω του, και θα μείνει κρεμασμένος να παρακολουθεί την βάρκα που ξεμακραίνει σε μια ανεξέλεγκτη  πορεία με τον κατάδικο μισοκρεμασμένο πάνω της να παλεύει με αυτήν, το κουπί και το νερό.

Η νουβέλα του Φώκνερ είναι μια συναρπάστικη αφήγηση, με βιβλικές αναφορές, που θέτει τα ζητήματα της μοίρας και της ελευθερίας, της σχέσης άνθρωπου και φύσης αλλά και της σχέσης των φύλων και της σεξουαλικότητας.

Τυχαία ή μοιραία, η βάρκα με τον κατάδικο θα προσκρούσει ακριβώς σε εκείνη την συστάδα δένδρων όπου η άτυχη γυναίκα περιμένει να την διασώσουν. Πληγωμένος από την πάλη του με την βάρκα, ο κατάδικος θα βοηθήσει την γυναίκα να επιβιβασθεί και αφήνοντας την προσωρινή ασφάλεια που πρόσφεραν οι θάμνοι και τα δένδρα, θα αρχίσει να κωπηλατεί έχοντας στον νου του πια περισσότερο τον έλεγχο της ίδιας της βάρκας παρά τον προσανατολισμό και την κατεύθυνση που έπρεπε να πάρει, μιας και αυτό φαινόταν τελείως ανέφικτο έτσι κι αλλιώς, αφού γύρω τους δεν υπήρχε παρά μόνο νερό και γκρίζα σύννεφα.

Και έτσι θα ξεκινήσουν το ταξίδι οι δυο τους στην τύχη, αυτός να κωπηλατεί και να αναρωτιέται τι είδους τιμωρία είναι αυτή που τον έφερε αντιμέτωπο με τα στοιχεία της φύσης μαζί με μια γυναίκα με φουσκωμένη κοιλιά, έτοιμη απο στιγμή σε στιγμή να γεννήσει,  παρασυρμένοι απο τις ιδιοτροπίες του ποταμού και του νερού που είχε κατακλύσει τα πάντα.

“…Κι ενώ η γυναίκα ήταν κουβαριασμένη στην κουπαστή, δίχως ο κατάδικος να γνωρίζει αν είχε συναίσθηση ή όχι, εκείνος (ο κατάδικος), με το πρησμένο και καταματωμένο πρόσωπό του να χάσκει με μια έκφραση έντρομης και δύσπιστης κατάπληξης, συνέχιζε να κωπηλατεί ολόισια προς εκείνο το σημείο. Για άλλη μια φορά δεν είχε καν το χρόνο να προστάξει τους υπνωτισμένους από το ρυθμό μυώνες του να κοπάσουν. Συνέχιζε λοιπόν να τραβάει κουπί μολονότι η βάρκα είχε πάψει ολότελα να κινείται προς τα μπρός και φαινόταν να κρέμεται στο κενό, ενώ το κουπί επαναλάμβανε τις ίδιες κινήσεις, άρπαγμα, δύναμη και πέταμα και πάλι άρπαγμα. Τώρα, αντί στο κενό, η βάρκα βρέθηκε ξαφνικά περιτριγυρισμένη από ένα σύμφυρμα συντριμμιών που γλιστρούσαν μακριά – σανίδες, μικρά κτίσματα, τα κουφάρια πνιγμένων και αλλόκοτων ζώων, δέντρα ολόκληρα που πηδούσαν και βουτούσαν όπως τις φώκαινες, πάνω από τα οποία η βάρκα φαινόταν να πλανιέται με ανάλαφρη και αιθέρια αναποφασιστικότητα σαν πουλί πάνω από τοπίο που ξεγλιστρά, κι εκείνο δεν μπορεί ν’ αποφασίσει που να κάτσει ή ακόμη κι αν πρέπει να κάτσει, ενώ ο κατάδικος μες στο πλεούμενο καθόταν ανακούρκουδα επαναλαμβάνοντας τις κινήσεις της κωπηλασίας, περιμένοντας μια ευκαιρία για να ουρλιάξει. Δεν τη βρήκε ποτέ. Για μια στιγμή η βάρκα φάνηκε να στέκει ορθή πάνω στην πρύμνη της κι έπειτα ξεπετάχτηκε σκαρφαλώνοντας και σκαλώνοντας σαν τη γάτα στο σγουρό υδάτινο τοίχο και συνέχισε ν’ ανεβαίνει πιο ψηλά κι από την ίδια την καμπυλόγλωσση κορυφή του κύματος και κρεμάστηκε κουρνιάζοντας ψηλά στον αέρα μες στα κλαδιά ενός δέντρου, που από το φούντωμα των δροσερά φυλλωμένων κλώνων και κλαριών του ο κατάδικος, σαν το πουλί μες τη φωλιά και περιμένοντας ακόμη την ευκαιρία να ουρλιάξει κι εξακολουθώντας να κάνει τις κινήσεις της κωπηλασίας μολονότι τώρα πια δεν είχε ούτε κουπί, κοίταζε χαμηλά πάνω από ένα κόσμο που είχε αρχίσει να κινείται δαιμονισμένα και με απίστευτα ανάδρομη φορά…”

Από πλημμυρίδα σε πλημμυρίδα θα παρασυρθούν μαζί με ό,τι άλλο ξερνούσε το ποτάμι, σπίτια, σιταποθήκες, οικοσυσκευές, νεκρά ζώα, μια Γκουέρνικα σε ροή από τον Μισσισίπι ως πέρα τη Λουιζιάνα, και τους βάλτους του Μπάτον Ρουζ. Εν τω μεταξύ η γυναίκα θα βγάλει στον κόσμο ένα αγόρι, σε ένα στενό κομμάτι στεγνής στεριάς που θα βρούν στον δρόμο τους, θα τραφούν από ξεροκόμματα και μια δυο κονσέρβες που θα τους πετάξουν από μια μισοβουλιαγμένη μαούνα, ο κατάδικος θα παλέψει με αλιγάτορες για μερικά πιάτα φαγητό και ένα στεγνό κατάλυμμα, και πολύ αργότερα, όταν θα πάρουν τον επίπονο δρόμο της επιστροφής, και αφού τα νερά του ποταμού έχουν αρχίσει και χαμηλώνουν, θα κάνει μεροκάματα οργώνοντας μπαμπακοχώραφα για ένα δολάριο την ημέρα, τα πρώτα λεφτά που έβγαζε εργαζόμενος εδώ και πάρα πολύ καιρό.

‘Οταν παρουσιαστεί μετά από ένα μήνα απουσίας και περισσότερο, ο κατάδικος με τη γυναίκα, το μωρό και την βάρκα στις αρχές να παραδοθεί, αυτές τον είχαν ήδη ξεγράψει αφού τον είχαν για νεκρό. Παρά την αρχική έκπληξη, θα του ρίξουν άλλα δέκα χρόνια για απόπειρα απόδρασης, περισσότερο για να καλύψουν τις δική τους γραφειοκρατική ανικανότητα. Ήταν μέσα ήδη εφτά χρόνια από τα δεκαπέντε συνολικά που του είχαν καταδικάσει για ληστεία τρένου. Μια γελοία απόπειρα ληστείας που την είχε ξεπατικώσει από λαϊκά αναγνώσματα με ήρωα τον Τζέσσε Τζέημς, και που ίσως τα βαθύτερο της κίνητρο δεν ήταν τα χρήματα, αλλά το γόητρο και τα μάτια μιας, το ίδιο αφελούς με αυτόν, κοπέλας από το χωριό του.

Ο κατάδικος θα ακούσει την απόφαση με συγκαταβατική στωικότητα, ανακουφισμένος στην πραγματικότητα, μιας και είχε γυρίσει στον μόνο οικείο χώρο γνώριζε εδώ και πάρα πολύ καιρό, και στην δουλειά που αγαπούσε ή είχε μάθει να αγαπά μετά από τόσα χρόνια. Να οργώνει μπαμπακοχώραφα όλη μέρα, σταθερά γεύματα και προβολές ταινιών κάθε Κυριακή.

Η νουβέλα του Φώκνερ είναι μια συναρπάστικη αφήγηση, με βιβλικές αναφορές, που θέτει τα ζητήματα της μοίρας και της ελευθερίας, της σχέσης άνθρωπου και φύσης αλλά και της σχέσης των φύλων και της σεξουαλικότητας. Συμβολικά, είναι η είσοδος του ανθρώπου στην μοντέρνα εποχή. Στα μέσα του αιώνα οι αγροτικές περιοχές έρχονται αντιμέτωπες με την εκβιομηχάνιση της κοινωνίας, οι άνθρωποι ξεριζώνονται από τις παραδοσιακές τους κοινότητες, τα ήθη και έθιμα και τις συμβατικές κοινωνικές σχέσεις και πολιτισμικές τους νόρμες από τη μία, ενώ από την άλλη ανοίγονται σε έναν κοινωνικό χώρο που ισχύουν  άλλα κοινωνικά ήθη, ο κανόνας είναι το αναπάντεχο και το μη αναγνωρίσιμο, ενώ οι κοινωνικές σχέσεις αντικαθίστανται από την ανωνυμία και τον ωφελισμό. Ο κατάδικος και η γυναίκα  δεν ονοματίζονται ποτέ, και μεταξύ τους σε όλο το αθέλητο ταξίδι τους δεν συνάπτεται κανένα είδους σχέση οικειότητας και τρυφερότητας. Αντίθετα η επιφυλακτικότητα μέχρι αποστροφής κυριαρχεί, και το ίδιο προβληματικό μονοπάτι παίρνουν όλες οι απόπειρες επικοινωνίας με όλους τους ανθρώπους μέσα στη νουβέλα. Η άγρια φύση του ποταμού φέρνει την γέννηση όπως και τον θάνατο, αλλά ταυτόχρονα στερεί από τον άνθρωπο ένα νόημα ανάμεσα σε αυτά τα δύο. Έτσι αυτός στέκει μόνος απέναντι στον Κόσμο. Ο κατάδικος θα αναρωτηθεί μπροστά στη γέννηση του παιδιού. “… Αυτό είναι όλο. Αυτό είναι που μ’ απόκοψε βίαια από το μόνο πράμα που γνώριζα και δεν επιθυμούσα ν’ αφήσω και με πέταξε πάνω σ’ ένα μέσο που είχα γεννηθεί για να φοβάμαι, για ν’ αράξω τελικά σ’ ένα τόπο που ποτέ μου δεν είχα ξαναδεί και όπου δεν ξέρω καν που βρίσκομαι…”. Πρόκειται για την σκέψη ή καλύτερα το φόβο του μοντέρνου ανθρώπου για την εποχή του.

Ο Γέρος θα πρωτοεκδοθεί το 1939, ο ίδιος ο Φώκνερ γνωστότερος για το έργο του The Sound and the Fury  (συγκαταλέγεται ανάμεσα στα καλύτερα της αγγλικής λογοτεχνίας τον εικοστό αιώνα) θα τιμηθεί με Νόμπελ λογοτεχνίας δέκα χρόνια μετά. Τις δεκαετίες του τριάντα και του σαράντα θα δουλεύει παράλληλα και ως σεναριογράφος στο κινηματογράφο.