Ο γεννημένος πριν από 57 χρόνια στην Ουάσιγκτον, Πελεκάνος, δεν απέχει και πολύ από την προσωποποίηση του «αμερικανικού ονείρου». Παιδί Ελλήνων μεταναστών που στο σχολείο οι συμμαθητές του τον πείραζαν για την καταγωγή του αλλά εκείνος δε «μασούσε», και που μεγαλώνοντας έκανε διάφορες δουλειές του ποδαριού (από μπάρμαν μέχρι πλασιέ ηλεκτρικών συσκευών) μέχρι τελικά να βρει αυτό που πολλοί άνθρωποι δεν καταφέρνουν να βρουν ποτέ στη ζωή τους, την πραγματική του κλίση, που ήταν η λογοτεχνία και δη η συγγραφή αστυνομικών μυθιστορημάτων, οπότε δεν υπήρχε περίπτωση να το βάλει κάτω μέχρι να τα καταφέρει, ακόμη και αν αυτό σήμαινε ότι για αρκετά χρόνια θα αναγκαζόταν να γράφει αργά το βράδυ γιατί τα πρωινά έπρεπε να δουλεύει σε όποια «κανονική» δουλειά μπορούσε να βρει για να συντηρήσει την οικογένειά του, μέχρι τελικά να πετύχει όχι απλώς την έκδοση των βιβλίων του, αλλά και την εμπορική επιτυχία, γιατί για πολλά χρόνια, εκτός όλων των άλλων, ο Πελεκάνος είχε να αντιμετωπίσει και το παράδοξο των «χαμηλών πτήσεων» σε επίπεδο πωλήσεων παρά την καθολική κριτική αποδοχή του ως ένας από τους πιο σημαντικούς αστυνομικούς συγγραφείς της γενιάς του και όχι μόνο – όπερ σημαίνει ότι μάλλον είναι και η προσωποποίηση αυτού που οι Αμερικανοί αποκαλούν «late bloomer».
Σήμερα, εκτός ίσως από «ο μεγαλύτερος εν ζωή συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων στις ΗΠΑ» (ένας χαρακτηρισμός που από τότε που του τον απέδωσε ο Στίβεν Κινγκ, συνοδεύει νομοτελειακά και δικαίως κάθε κείμενο για τον Πελεκάνο), έχει βάλει την υπογραφή του ως σεναριογράφος και παραγωγός στο αξεπέραστο The Wire και το αξιαγάπητο Treme, εξακολουθεί να ζει στον τόπο που γεννήθηκε, μαζί με τη γυναίκα του και τα παιδιά του και να δουλεύει ακόμη περισσότερο από τότε που αναγκαζόταν να ξυπνάει νωρίς το πρωί και η ζωή προμηνυόταν ίσως πιο δύσκολη από όσο θα μπορούσε να αντέξει ακόμη και ένας τύπος που ποτέ δεν του άρεσαν τα εύκολα.
Διάβασα σε ένα παλιό προφίλ που γράφτηκε για σένα στους New York Times ότι σε κάθε hardback αντίτυπο των δικών σου βιβλίων που υπάρχουν στη βιβλιοθήκη σου, έχεις κολλημένη μία φωτογραφία της οικογένειάς σου. Είναι αυτό που λένε το παν για σένα; Κάθε φορά που βγαίνω σε περιοδεία για να προωθήσω ένα βιβλίο μου, κολλάω μία φωτογραφία των παιδιών μου στην πρώτη σελίδα, μόνο και μόνο για να την κοιτάζω και να θυμάμαι για ποιο λόγο ταξιδεύω κάθε μέρα και σε διαφορετική πόλη. Η αλήθεια είναι όμως ότι ακόμη και αν ήμουν εργένης, ακόμη και αν δεν είχα παιδιά, θα ήμουν συγγραφέας και θα προωθούσα τα βιβλία μου με την ίδια όρεξη. Ναι, μπορείς να πεις ότι η οικογένειά είναι για μένα πολύ σημαντική. Αλλά και η δουλειά μου δεν είναι λιγότερο σημαντική.
Ξέρεις, δεν είναι λίγοι αυτοί που πιστεύουν ότι κάποιος που γράφει αστυνομικά μυθιστορήματα, παρακολουθεί ανελλιπώς, στα όρια της μονομανίας, το αστυνομικό ρεπορτάζ… Θα έλεγα ότι με ενδιαφέρει περισσότερο η κοινωνική διάσταση της εγκληματικότητας – γιατί κάποιος μπορεί να οδηγηθεί στο να διαπράξει ένα έγκλημα – παρά το έγκλημα καθ’ αυτό. Πάντως από τη στιγμή που θα αποφασίσω να ερευνήσω μία ιστορία, πράγματι με απορροφά απόλυτα.
Ένα από τα πιο σημαντικά ζητήματα με τα οποία καταπιάνεσαι στα βιβλία σου, έστω και με έναν όχι και τόσο προφανή τρόπο, είναι οι φυλετικές διακρίσεις. Μεγαλώνοντας ως Ελληνοαμερικάνος εκεί στις ΗΠΑ, ένιωσες στο πετσί σου τον ρατσισμό, ας πούμε στις τόσες δουλειές του ποδαριού που έκανες πριν γίνεις full time συγγραφέας; Φυσικά. Μπορεί να μην ήταν κάτι κραυγαλέο, πάντως το ένιωθα. Δεν το άφησα όμως ποτέ να μου χαλάσει τη διάθεση, να με κάνει να νιώθω άσχημα. Αντίθετα με «πονήρεψε», με έκανε να θέλω να πετύχω ακόμη περισσότερο. Πάντως πρέπει να σου πω ότι όσα πέρασαν οι Έλληνες στην Αμερική δε συγκρίνονται ούτε στο ελάχιστο με αυτά που πέρασαν οι Αφροαμερικανοί. Καταρχάς, εμείς δεν ήρθαμε εδώ κόντρα στη θέλησή μας, αλυσοδεμένοι…
Έχοντας, λοιπόν, αυτό το βίωμα, αν συναντούσες κάποιον υποστηρικτή της Χρυσής Αυγής, τι θα του έλεγες; Δε θα έλεγα ούτε μία κουβέντα σε έναν χρυσαυγίτη.
Ακόμη υποστηρίζω τον Ομπάμα. Έχει πολλούς εχθρούς, ακόμη και κάποιοι από τους συμμάχους του, τού έχουν γυρίσει την πλάτη. Όμως τώρα, στη δεύτερη θητεία του, είναι που θα καταφέρει να περάσει κάποιους νόμους με νόημα, που θα επηρεάσουν θετικά τις ζωές των επόμενων γενιών.
Με την Ελλάδα λόγω κρίσης να είναι πρώτο θέμα στις ειδήσεις σε καθημερινή βάση τα τελευταία χρόνια, σε ρωτάνε συχνά για όσα συμβαίνουν εδώ; Εννοείται. Είμαι σίγουρος ότι όλοι οι Ελληνοαμερικάνοι ακούνε αυτή την περίοδο πολλά κακόγουστα αστεία για την Ελλάδα. Σε κάτι τέτοιους μαλάκες αναγκάζομαι να υπενθυμίσω δυο πραγματάκια για το τι εστί δημοκρατία και πολιτισμός και για το ότι άσχετα με το τι συμβαίνει σήμερα, οι Έλληνες τα ανακάλυψαν.
Δεν έκανες επιτυχία από τη μια μέρα στην άλλη. Τα πρώτα σου βιβλία κάθε άλλο παρά best-sellers ήταν. Εκείνη την εποχή σκέφτηκες ότι μπορεί και να μην τα καταφέρεις; Σου πέρασε από το μυαλό να τα παρατήσεις; Είχα ένα προσωπικό deadline που δεν το έλεγα σε κανέναν. Στην αρχή ήταν τρία βιβλία. Μετά έγιναν πέντε. Αν δεν έβγαζα καθόλου λεφτά από αυτή την υπόθεση, δε θα υπέβαλλα την οικογένειά μου σε δυσκολίες, στην ανέχεια, μόνο και μόνο για να μπορώ να είμαι «καλλιτέχνης». Το πρόβλημα ήταν όμως ότι δε μπορούσα να σταματήσω. Οπότε έπιασα μια κανονική δουλειά την ημέρα, δηλαδή έκανα διάφορες δουλειές εδώ κι εκεί, και έγραφα είτε πολύ νωρίς το πρωί είτε πολύ αργά το βράδυ. Όταν είχα πια εκδώσει οχτώ βιβλία, ένιωσα αρκετά σίγουρος και παράτησα την πρωινή μου δουλειά.
Θυμάσαι ακριβώς πότε συνειδητοποίησες ότι ήσουν πια υπολογίσιμος ως συγγραφέας και σε εμπορικό επίπεδο; Πρέπει να ήταν γύρω στο 1999. Εκείνη την περίοδο έγραφα το Right as Rain (Δίλημμα Δικαίου), το πρώτο μυθιστόρημα της σειράς με τον Derek Strange ως κεντρικό ήρωα. Μετά από τόσα χρόνια που οι κριτικοί έγραφαν τα καλύτερα για τα βιβλία μου, επιτέλους τα πράγματα άρχισαν να «συμβαίνουν» τόσο στην Αμερική όσο και στην Ευρώπη.
Έχεις καμιά συγκεκριμένη ρουτίνα κάθε φορά που ξεκινάς ένα καινούριο βιβλίο; Είσαι από αυτούς που κάθονται μπροστά στον υπολογιστή ακόμη και αν δε μπορούν να κατεβάσουν λέξη; Ακολουθώ μία πολύ συγκεκριμένη διαδικασία. Κάνω όλη την επιτόπια έρευνα, στο δρόμο, πριν γράψω λέξη. Και μετά ξεκινάει το γράψιμο. Όλες τις ημέρες της εβδομάδας, από το πρωί ως το μεσημέρι. Και τα βράδια ξαναγράφω όσα έχω γράψει. Είναι μία πολύ σκληρή και ψυχοφθόρα διαδικασία, αλλά με αυτόν τον τρόπο συνήθως καταφέρνω να τελειώσω ένα καινούριο χειρόγραφο σε περίπου πέντε μήνες.
Η συγγραφή είναι μοναχική δουλειά. Από την άλλη, έχεις δουλέψει με τον David Simon για το Wire και το Treme, οπότε φαντάζομαι ότι θα πέρασες πολλές ώρες κλεισμένος σε ένα δωμάτιο με άλλους γραφιάδες των επεισοδίων, σκηνοθέτες και πάει λέγοντας. Σε ξένισε καθόλου αυτή η πολυκοσμία; Δε θα το έλεγα. Είναι δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα. Έχω υπάρξει αρκετά τυχερός ώστε εδώ και πολλά χρόνια η ζωή μου να μοιράζεται ανάμεσα σε αυτα τα δύο. Για την τηλεόραση, εκτός του ότι γράφω, είμαι και παραγωγός, οπότε όταν γίνονται τα γυρίσματα, είμαι εκεί κάθε μέρα, δουλεύοντας με ταλαντούχους ανθρώπους. Δεν έχουν και πολλοί αυτή την ευκαιρία στη ζωή τους.
Στην επόμενη σελίδα: η στήριξη στον Ομπάμα και γιατί οι συγγραφείς δεν είναι τεμπέληδες