Το βράδυ της Παρασκευής 21 Σεπτεμβρίου διέτρεξε τα news των ειδησεογραφικών σελίδων η είδηση ότι ένας άνθρωπος σκοτώθηκε στην προσπάθεια του να κλέψει ένα κοσμηματοπωλείο πέφτοντας μόνος του στη τζαμαρία. Και ξέρεις, ακόμα κι εμείς που δεν κρατήσαμε κανένα σύννεφο καβάτζα για να χουμε να πέφτουμε κάθε φορά που συνειδητοποιούμε πόσο αβίαστα τα δελτία τύπου της Ελληνικής Αστυνομίας μεταφέρονται χωρίς να διαταραχθεί ούτε ένα σημείο στίξης, κοιμηθήκαμε με την θλιβερή πεποίθηση ότι κάποιος έχασε τη ζωή του σε μια αποτυχημένη προσπάθεια κλοπής.
Το Σάββατο το πρωί ξυπνήσαμε με αναγούλα , μ’ αυτή την άθλια επίγευση που σου αφήνει η πραγματικότητα όταν σε σκουντάει με φόρα για να σου δείξει ότι το αδιανόητο , αυτό που εκπίπτει από τον ορισμό του ανθρώπινου , μπορεί να συμβεί. Γιατί ο «επίδοξος ληστής» δεν έπεσε στη τζαμαρία. Τον δολοφόνησαν «αγανακτισμένοι πολίτες» μέσα – μεσημέρι στο κέντρο της Αθήνας. Ενσάρκωσαν την εξουσία απέναντι σ’ έναν μόνο και ανήμπορο άνθρωπο, αποφάσισαν ότι η ζωή του δεν άξιζε να βιωθεί και εξάσκησαν τη βιοπολιτική του δρόμου. Και τον κλάψαμε – χωρίς να τον ξέρουμε – γιατί σκεφτήκαμε ότι ήταν ένας φτωχοδιάβολος που κανείς δε θα τον αναζητούσε και κανείς δε θα τον έκλαιγε.
Ώσπου μια οικογένεια, μια παρέα, μια κοινότητα άρχισε να κοκαλώνει γύρω από ένα τηλέφωνο. «Το παιδί στο κοσμηματοπωλείο ήταν ο Ζακ» που θα τον αναζητούσαν πολλοί και θα τον έκλαιγαν και δε θα κατάπιναν αμάσητη μια αφήγηση που δεν έκανε ούτε για το πιο φτηνιάρικο νουάρ σενάριο, ούτε καν για αστυνομική παρωδία. Ο «επίδοξος ληστής» δεν ήταν τελικά ληστής, γιατί δεν έκλεψε ποτέ στη ζωή του και δεν απείλησε κανέναν. Μπήκε με το πρόσωπο του και τα γυμνά του χέρια σ’ ένα κατάστημα και κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες τον εγκλώβισαν εκεί μέσα. Το μαχαίρι που υποτίθεται πως κράταγε, δεν τον είδε κανείς να το κρατά, δεν έχει τα αποτυπώματα του. Το μαχαίρι βρέθηκε στα χέρια αστυνομικού στο βίντεο που κυκλοφόρησε από την Εφημερίδα των Συντακτών.
Οι διασώστες του ΕΚΑΒ που η δουλειά τους είναι να σώζουν ζωές , αφενός ένας από αυτούς κλωτσάει το Ζακ στην ύστατη προσπάθεια που κάνει να σηκωθεί και αφετέρου στη συνέχεια δέχτηκαν να παραλάβουν ένα σώμα που ξεψυχούσε με χειροπέδες . Η Αστυνομία που ο ρόλος της είναι να παρεμβαίνει στο έγκλημα και να το αποτρέπει, το μοναδικό έγκλημα που συντελούνταν στην περιοχή που ήταν το λιντσάρισμα του Ζακ όχι μόνο δεν το απέτρεψε αλλά έπεσε κι αυτή με τη σειρά της πάνω του με βαρβαρότητα βγαλμένη από την εποχή της «ζαρντινιέρας». «Κι αν σας αρέσει» μας είπε μετά. Δε μας αρέσει. Ξεκάθαρα.
Επίσης , δε μας αρέσει η Αστυνομία να εγκαταλείπει μια σκηνή που έχει διαπραχθεί ένα έγκλημα χωρίς να τη σφραγίσει, χωρίς να φωνάξει τη σήμανση να πάρει αποτυπώματα και να μαζέψει στοιχεία, χωρίς να πάρει καταθέσεις. Τα κανάλια που η δουλειά τους είναι να κάνουν ρεπορτάζ και να μεταδίδουν τεκμηριωμένες ειδήσεις, στην πλειονότητα τους, απλώς διέσπειραν ψεύδη και σπίλωσαν τη μνήμη ενός νέου που δολοφονήθηκε βάναυσα. Σ’ αυτή την υπόθεση κανένας δεν έκανε σωστά τη δουλειά του και πολλοί συνέπραξαν σε μια ουργουελιανή επιχείρηση συγκάλυψης.
Δέκα μέρες μετά κανείς και καμία δεν έχει προλάβει να επεξεργαστεί τα στάδια του πένθους. Κάπου μετέωρα είναι όλα ανάμεσα στην άρνηση και το σοκ. Όταν πρέπει να μιλήσουμε για τη δολοφονία του Ζακ, ο λόγος αποσυδέεται από το ψυχικό και διανοητικό του φορτίο για να διαρθρωθεί και να μη μας διαλύσει. Η ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα πενθεί γιατί έχασε ένα από τα πιο δραστήρια και ριζοσπαστικά μέλη της που έδωσε πολλά κι ένιωσε τα νύχια του κοινωνικού κανιβαλισμού να γρατζουνάνε ξανά το σώμα της. Η Drag σκηνή πενθεί γιατί έχασε μια από τις πιο χαρισματικές περσόνες της που οραματίστηκε το σύγχρονο drag show στην Ελλάδα και πάλεψε για την καθιέρωση της queer κουλτούρας. Πενθούν η οικογένεια, οι φίλες και οι φίλοι του. Εκεί το πένθος φτιάχνει ένα άγκιστρο και συμπαρασέρνει όλα , από τα πιο μικρά πράγματα που συγκροτούν μια καθημερινότητα για να στεκόμαστε μέχρι τα πιο βαθιά υπαρξιακά που μοιραζόμαστε μόνο με τους πολύ δικούς μας.
Οι φίλες και οι φίλοι του Ζακ που έπιναν καφέ μαζί του, που μεθούσαν μαζί του, που καρδιοχτυπούσαν μαζί του, που γέλαγαν με τις ατάκες του, που χειροκροτούσαν τη Zackie, έχασαν τον άνθρωπο τους. Και σήμερα μιλάνε για τον Ζακ και τη Zackie σε μια συζήτηση που δεν είναι αποφορτισμένη και αποστασιοποιημένη ούτε γι’ αυτούς , ούτε για μένα γιατί αυτό το σώμα που απαξιώθηκε και βεβηλώθηκε τόσο άγρια στη Γλάδστωνος δεν ήταν πλαστικό. Ήταν αληθινό και είχε αξία. Μ’ αυτόν τον κόμπο, λοιπόν, μιλάνε για το φίλο τους και ζητάνε απ’ όσους μάρτυρες βρέθηκαν εκεί να σκεφτούν ότι αν συρρικνώσουμε τόσο πολύ την έννοια του ανθρώπινου ώστε να μη μας νοιάζει ο πόνος , η απώλεια και η αλήθεια, τότε θα χτίσουμε μια συνθήκη ευάλωτης ύπαρξης που όλοι θα κινδυνεύουμε να εγκλωβιστούμε κάπου μόνοι και αβοήθητοι με το τέρας απέναντι μας. Τους ζητάνε να πάνε να καταθέσουν και να αποδοθεί δικαιοσύνη.
«Γνωριστήκαμε το Σεπτέμβρη του 1997 λίγο πριν ανοίξουν τα σχολεία. Ήμασταν στην παιδική χαρά της Ιτέας και καπνίζαμε στα μουλωχτά με δύο κοινές μας φίλες, τη Λένα και την Ιωάννα. Κουμπώσαμε πολύ γρήγορα. Βγαίναμε συνέχεια μετά το σχολείο και αράζαμε στο ίντερνετ καφέ. Από την Ιτέα φύγαμε, εγώ πήγα στη Λάρισα και ο Ζαχαρίας – ξέρω ότι για όλους εσάς είναι Ζακ αλλά για μας είναι ο Ζαχαριας – κατέβηκε στην Αθήνα. Ξεκίνησε τις σπουδές του στην υποκριτική. Απογοητεύτηκε, πήγε στη Θεσσαλονίκη να σπουδάσει μάρκετινγκ, έζησε εκεί τρία χρόνια κι επέστρεψε στην Αθήνα. Εμείς παραμείναμε φίλοι σ’ όλη αυτή τη διαδρομή.
Ήταν, είναι και παραμένει – παρότι δε βρίσκεται πια μαζί μας – ένας βαθιά ευαίσθητος άνθρωπος. Από παιδί ήθελε να αλλάξει τον κόσμο. Αυτό προσπαθούσε να περάσει και σε μας, να μη ντρεπόμαστε, να είμαστε οι εαυτοί μας και να είμαστε αγαπημένοι. Πίστευε πολύ στην αγάπη, όπως κι εγώ. Ποτέ δεν είχε απειλήσει κανέναν. Δυο φορές έτυχε να είμαστε μαζί μπροστά σε καβγά και η αντανακλαστική του κίνηση ήταν να πάει 700 βήματα πιο πέρα. Στις ειδήσεις ακόμα δυσφορούσε με τη βία και τη μαυρίλα. Άλλαζε κανάλι. Αλλά είχε τσαγανό. Όταν του έκαναν μπούλινγκ απαντούσε με τις ατάκες του. Μόνο μ’ αυτό. Με την εξυπνάδα του απαντούσε ο Ζαχαρίας στη βία.
Και παρόλο που ήταν χέστης, έδωσε την ψυχή του στον ακτιβισμό. Έβρισκε τη δύναμη να μιλάει γιατί τον ένοιαζε ο κόσμος να γίνει ένα καλύτερο μέρος. Όταν έκανε coming out για την οροθετικότητα, υπήρξαν κάποιοι που τον έκαναν πέρα αλλά και πάλι δε λύγισε. Τον πόνεσε. Το εξομολογούνταν με δυσκολία γιατί ήταν πολύ εσωστρεφής. Έπρεπε να τον ζορίσεις για να σου ανοιχτεί και να δεις τον πόνο και τα γιατί που κρύβει. Συνέχισε , όμως, τους αγώνες του. Τον παρακολουθούσα κι ένιωθα περήφανος για το φίλο μου.
Τώρα προσπαθούν να τον παρουσιάσουν σαν μόνο και εξαθλιωμένο. Τίποτα απ’ αυτά δεν ισχύει. Μια χαρά σχέσεις είχε με την οικογένεια του. Όλοι μαζί έκαναν διακοπές το καλοκαίρι στην Ιτέα. Κι εμείς ήμασταν πάντα δίπλα του. Όταν άκουσα να τον λένε «πρεζάκια» και «ληστή» μου γύρισε το μάτι. Δε μπορείς να ακυρώνεις έτσι έναν άνθρωπο που δεν ξέρεις. Ρώτα εμάς που ήμασταν φίλοι του 21 χρόνια να σου πούμε ποιος ήταν. Ποτέ δε θα πήγαινε να ληστέψει. Δεν είχε κανέναν απολύτως λόγο να το κάνει. Δούλευε , πληρωνόταν, έπαιρνε το επίδομα του, είχε τη στήριξη των γονιών του.
Κλείνοντας, θα σου διηγηθώ τη χειρότερη μέρα της ζωής μου: Το Σάββατο ήμουν στην Καρδίτσα για το γάμο της κολλητής μου. Είχαμε πιει καφέ με το Ζαχαρία την Τετάρτη το πρωί πριν φύγω. Χτύπησε το τηλέφωνο μου. Ήταν ο αδερφός του. Ξύπνησα από την κλήση και το ‘νιωσα ότι κάτι κακό είχε γίνει. Προσπαθούσε η μάνα μου να με συνεφέρει. Αυτό που με αποτελείωσε ήταν ότι έπαιρναν όλοι εμένα να το επιβεβαιώσουν «Ναι παιδιά, πέθανε». Και τώρα που το λέω δε μπορώ να το συνειδητοποιήσω. Χρειάζομαι χρόνο γι’ αυτό. Τα βίντεο δεν ήθελα να τα δω. Έπρεπε ,όμως ,μπας και καταλάβω τι έγινε. Φρίκαρα από αυτό που του έκαναν ο κοσμηματοπώλης και ο άλλος. Το μεγαλύτερο μου σοκ ήταν ότι βρίσκονταν τόσοι άνθρωποι τριγύρω και δεν έκαναν τίποτα. Δε γίνεται να συμβαίνει κάτι τόσο άσχημο μπροστά σου και απλά να κάθεσαι να κοιτάς. Είναι πολύ κακό σύμπτωμα αυτό για μια κοινωνία. Είμαι απογοητευμένος από το ΕΚΑΒ, από την Αστυνομία, από τα κανάλια. Έχω εμπιστοσύνη, όμως, στην ελληνική δικαιοσύνη. Θέλω να πιστεύω ότι οι δικαστές θα ενεργήσουν στη βάση του νόμου, ότι θα κάνουν αυτό που ορίζει το Σύνταγμα γιατί ο ελληνικός λαός τους έχει τοποθετήσει σ’ αυτή τη θέση και σ’ αυτόν λογοδοτούν.
Ο Ζαχαρίας ήταν οικογένεια μου. Ήταν ο άνθρωπος που με στήριξε όσο κανένας άλλος. Έχασα τον αδερφό μου, τα καλοκαίρια μου μαζί του στην Ιτέα, τις μπύρες μας στη παραλία, τις πλάκες μας και τα άγχη μας στην Αθήνα, τις κουβέντες μας. Τα πάντα θα μου λείψουν. Με τρώει μέσα μου γιατί χάθηκε έτσι, τόσο άδικα και τόσο βασανιστικά, ένα δικό μας παιδί. Ξέρω ότι βρίσκονταν πολλά άτομα στο σημείο αλλά ελάχιστοι έχουν πάει να καταθέσουν. Απευθύνω έκκληση , λοιπόν, σ’ αυτούς τους ανθρώπους να μιλήσουν, να επικοινωνήσουν με την οικογένεια, να συνεργαστούν με τις αρχές και να πουν οτιδήποτε γνωρίζουν. Θέλουμε να μάθουμε την αλήθεια. Μόνο αυτό.»
«Με τον Ζακ ξεκινήσαμε να κάνουμε παρέα το 2014. Είχαμε συμπέσει σε πολλά κοινά στέκια , γνωριστήκαμε καλύτερα και γίναμε φίλοι. Κολλήσαμε γιατί είχε αυτό το συνδυασμό που ήταν πολύ ευγενικός και νοιαζόταν για τους άλλους και ταυτόχρονα σ’ έκανε να γελάς. Διακωμωδούσε τα πάντα, ακόμα και τον εαυτό του. Διασκεδάζαμε. Θυμάμαι μια φορά ήμασταν μαζί σε μια εκδήλωση κι είχα μόλις αγοράσει μια καινούργια καρό ζακέτα. Τη βλέπει και μου λέει όλο ύφος: «Έδωσες λεφτά γι’ αυτό;». Πήγαμε στην εκδήλωση, βγήκαμε και κρύωνε. Του λέω «Μήπως θες την καρό μου ζακέτα ή ντρέπεσαι να τη φορέσεις;»
Το μεγάλο του μαράζι ήταν το θέατρο. Ενώ είχε τελειώσει δραματική σχολή, είχε απογοητευτεί από το bulling που έτρωγε ότι δεν ήταν αρκετά «αρρενωπός» για να κάνει καριέρα. Ευτυχώς πρόλαβε να παίξει για μια και μοναδική φορά πέρσι στην παράσταση του Γιώργου Καλογερόπουλου «Κτελ τα Κρέστενα». Είχε τρομερό άγχος αλλά ήταν πολύ χαρούμενος. Γενικά ήταν πολύ ταλαντούχος. Έγραφε καλά, έπαιζε καλά, χόρευε αλλά δεν του δόθηκαν οι επαγγελματικές ευκαιρίες που άξιζε γιατί υπάρχει πολλή προκατάληψη και ομοφοβία εκεί έξω. Τα τελευταία χρόνια ασχολήθηκε με το drag show και τα πήγαινε περίφημα.
Αυτό που νιώθω την ανάγκη να πω για το φίλο μου είναι ότι βοήθησε πολύ κόσμο. Υπήρχαν πολλά νέα παιδιά που εμπνεύστηκαν από το θάρρος του Ζακ να μιλάει δημόσια για τις ταυτότητες του και να τις υπερασπίζεται. Τους εμψύχωσε για να κάνουν το δικό τους coming out. Μιλούσαν μαζί του είτε διαδικτυακά , είτε από κοντά κι ο Ζακ τους στήριζε. Γενικά ο Ζακ ένιωθε καλά με τους ανθρώπους που ήταν ευάλωτοι ή αποκλεισμένοι. Έκανε παρέα με Ρομά , με πρόσφυγες. Δεν είχε κανένα πρόβλημα παρότι τον κοίταζαν με «μισό μάτι» οι «καθωσπρέπει». Κι εννοείται ότι απεχθανόταν τη βία. Όταν ήταν έφηβος είχε τύχει μια φορά να του κάνει κεφαλοκλείδωμα ένας τύπος , ο Ζακ τον τράβηξε μπροστά για να ελευθερωθεί ο λαιμός του κι αυτό ακόμα ενοχικά το θυμόταν. Δεν το χε με τη βία καθόλου.
Μίλησα μαζί του τελευταία φορά την Τετάρτη το βράδυ. Πήρα να τον ρωτήσω για κάποιες εξετάσεις που περίμενε τα αποτελέσματα, με διαβεβαίωσε ότι όλα ήταν καλά και το Σάββατο το μεσημέρι με ειδοποίησαν για το θάνατο του. Τι να πω γι’ αυτό; Είμαι θλιμμένος, θυμωμένος και σοκαρισμένος. Τις επόμενες μέρες παρακολουθούσα όλα αυτά τα τερατώδη που έλεγαν στις ειδήσεις. Το Ζακ δεν τον δολοφόνησαν μια φορά. Τον δολοφονούν κάθε μέρα από την Παρασκευή. Δε μπορώ να διανοηθώ ότι στήνονται γκάλοπ πάνω σε μια δολοφονία, ότι εργαζόμενος του ΕΚΑΒ έδωσε μια κλοτσιά σ’ έναν τραυματισμένο και φοβισμένο άνθρωπο, ότι η Αστυνομία του πέρασε χειροπέδες σ’ αυτή την κατάσταση, ότι σηκώθηκαν κι έφυγαν κι άφησαν τον ιδιοκτήτη να σκουπίσει τα αίματα. Για όσους βρίζουν μετά θάνατον το Ζακ δεν έχουν μάλλον σημασία οι αποδείξεις και τα ντοκουμέντα, π.χ. τα βίντεο.
Παρακολουθούμε τα ίδια βίντεο κι εκεί που εμείς βλέπουμε έναν άνθρωπο που τρεκλίζει και δεν αποτελεί κίνδυνο για κανέναν , εκείνοι βλέπουν έναν αιμοδιψή κακοποιό ενώ το μόνο που κάνει είναι να προσπαθήσει να υπερασπιστεί τον εαυτό του απέναντι σε αυτούς που τον ξυλοκοπούσαν και να διαφύγει. Το αφήγημα του δήθεν κακοποιού το είχαν σχηματίσει από πριν στο μυαλό τους. Με κάθε αφορμή εκδηλώνουν το μίσος τους για ένα φαντασιακό στερεότυπο.
Σκέφτομαι με τρόμο ότι με παρόμοιο τρόπο μπορεί να δολοφονήθηκαν κι άλλοι άνθρωποι και να μη το μάθαμε ποτέ, γιατί δεν είχαν ένα περιβάλλον που θα ασχοληθεί με την απώλεια τους. Δεν είμαι καθόλου αισιόδοξος. Είδα με πόσο μεγάλη ευκολία άφησαν ελευθέρους τους δυο βασικούς κατηγορούμενους , χωρίς καν χρηματική εγγύηση. Θα το παλέψουμε όμως. Δε θα το αφήσουμε έτσι να περάσει και να ξεχαστεί. Κάθε άνθρωπος που είδε, άκουσε ή ξέρει κάτι είναι σημαντικό να το πει.»
«Αρχικά ήμασταν φίλοι στο facebook. Ο Ζακ είχε μια πολύ έντονη παρουσία στα social media και πολύς κόσμος τον ακολουθούσε. Εμένα μ’ αρέσει πολύ το επαγγελματικό μακιγιάζ. Το όνειρο μου ήταν να δω κάποια στιγμή μια drag queen να βάφεται γιατί είναι πολύ ιδιαίτερο και απαιτητικό το μακιγιάζ τους. Το σχολίασα σε μια ανάρτηση του κι αυτός μου έστειλε προσωπικό μήνυμα στο επόμενο show που είχε, αν θέλω να πάω να τον δω να βάφεται. Χάρηκα πάρα πολύ που με σκέφτηκε. Γενικά ήταν ψυχάρα – κι αυτόν τον παρελθοντικό χρόνο το σιχαίνομαι, δε μπορώ να χωνέψω με τίποτα ότι θα μιλάμε για το Ζακ σε αόριστο. Ο Ζακ δεν ήταν, είναι.
Έτσι γνωριστήκαμε , λοιπόν , και δέσαμε αμέσως. Κάναμε πολύ παρέα και αγαπηθήκαμε , γιατί το Ζακ δε γίνεται να μη τον αγαπήσεις. Είχε τα πάντα, ήταν τρυφερός, έξυπνος, αστείος. Έπινα από το ποτό του καμιά φορά και του λεγά «μη φοβάσαι, δεν έχω κάτι». «Τι να φοβηθώ, μη με κολλήσεις AIDS;» απαντούσε. Το χιούμορ ήταν η άμυνα του, ο τρόπος που είχε βρει για επουλώσει τα τραύματα του και να σαρκάσει όλη αυτή τη ματσίλα γύρω μας. Είχε δεχτεί πολλές ομοφοβικές επιθέσεις γι’ αυτό πάντα πρόσεχε κι εμείς οι φίλες του δεν τον αφήναμε μόνο του. Ειδικά όταν ήταν in drag πάντα φροντίζαμε να είμαστε μαζί του στη διαδρομή, να κάνουμε χαβαλέ στα καμαρίνια, να μη γυρίζει μόνος του σπίτι.
Παρ’ όλα αυτά είχε θάρρος και πάλευε. Η συμβολή του στο ελληνικό ΛΟΑΤΚΙ κίνημα είναι τεράστια. Θέλει πολύ κουράγιο να βγεις στην Ελλάδα πριν 10 χρόνια και να πεις «ναι είμαι οροθετικός και θέλω να ζω με αξιοπρέπεια και χωρίς στίγμα». Θέλει κουράγιο να είσαι από τους πρώτους ανθρώπους στη χώρα που ξεφορτώνεσαι τις ταμπέλες της «αρρενωπότητας» και της «θηλυκότητας», να μην είσαι ούτε αγόρι, ούτε κορίτσι. Να αρνείσαι να μπαίνουν οι άνθρωποι σε κουτάκια. Θέλει κουράγιο για να φωνάξεις «sluts do it better». Να απαιτήσεις οι drag queens να πληρώνονται για τα shows. Όλα αυτά τα έκανε το φιλαράκι μας κι έφτιαξε αυτή την απίστευτη τύπισσα τη Zackie Oh ρίχνοντας πολύ μεράκι πάνω της.
«Ενώ η Zackie ήταν ατρόμητη και ντίβα, ο Ζακ ήταν πολύ ευαίσθητος και εύθραυστος.»
Και ξέρεις τι μου έκανε τρομερή εντύπωση; Ότι ενώ η Zackie ήταν ατρόμητη και ντίβα, ο Ζακ ήταν πολύ ευαίσθητος και εύθραυστος. Στεναχωριόταν με το παραμικρό και την κουβάλαγε μέσα του τη θλίψη, ήταν αυτός ο φοβερός άνθρωπος με τα μελαγχολικά μάτια. Ούτε στο σκύλο του που τον λάτρευε και όταν τον έχασε δε μπορούσε να φάει και να κοιμηθεί, μπορούσε να επιβληθεί. Ο,τι ήθελε τον έκανε ο Σνούπης. Έκανε ζημιές καμιά φορά και δεν την πάλευε να του φωνάξει. Και τα λέω αυτά μπας και τα ακούσουν αυτοί που σκυλεύουν το φίλο μας εδώ και 10 μέρες. Ποιος «επίδοξος» ληστής; Ο Ζακ; Για κανένα λόγο και ποτέ.
Ούτε για μια στιγμή δεν πίστεψα αυτή την εκδοχή. Είχα δει το βίντεο που κλωτσούσαν το «ληστή» όπως έλεγαν και εξοργίστηκα πολύ πριν μάθω την ταυτότητα του. Με ποιο δικαίωμα να συμπεριφερθείς τόσο άγρια σ’ έναν άνθρωπο; Μετά με πήρε τηλέφωνο ο Νίκος κατά τη 1:30 το Σάββατο το μεσημέρι και μου είπε ότι ο Ζακ είναι νεκρός, ότι είναι το παιδί στο κοσμηματοπωλείο. Δεν ξέρω πώς να το περιγράψω αυτό που ένιωσα εκείνη τη στιγμή. Δεν έχω λόγια. Μαχαιριά ήταν. Η ζωή μου είναι πιο φτωχή κι αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει. Θα μου λείπει πάντα ο φίλος μου, θα μου λείπουν οι ατάκες του και οι αγκαλιές του. Ένα πράγμα μόνο θέλω να παρακαλέσω: Εσείς που ήσασταν εκεί τη στιγμή που δολοφόνησαν το Ζακ και μπορεί να μη κάνατε τίποτα γιατί φοβόσασταν, κάντε τουλάχιστον τώρα. Ελάτε να καταθέσετε. Το χρωστάτε σ’ έναν άνθρωπο που αγωνίστηκε για όλες μας κι έφυγε τόσο άδικα και κυνηγημένος, το χρωστάτε σ’ εμάς που χάσαμε τον άνθρωπο μας, το χρωστάτε στην ψυχή σας.»