Πόνεσαν τα μάτια μου να κοιτούν μέσα από μία οθόνη το λουτρό αίματος στη στρατοκρατούμενη Μιανμάρ και ίσα που τολμώ να νιώσω τον πραγματικό πόνο των ανθρώπων που πυροβολούνται εν ψυχρώ από τον στρατό, που όπως δηλώνει και η Διεθνής Αμνηστία, «υιοθετεί τακτικές πυροβολισμού με σκοπό τον θάνατο για να καταστείλει τις διαδηλώσεις». Οι δυνάμεις ασφαλείας της Μιανμάρ έχουν σκοτώσει μέχρι σήμερα περισσότερους από 500 ανθρώπους στην προσπάθειά τους να καταστείλουν την εναντίωση στο πραξικόπημα της 1ης Φεβρουαρίου, σύμφωνα με τη Μη Κυβερνητική Οργάνωση Ένωση Αρωγής για τους Πολιτικούς Κρατούμενους (AAPP). Σχεδόν το 90% των θυμάτων πυροβολήθηκε και σκοτώθηκε, εκ των οποίων το ένα τέταρτο στοχευμένα στο κεφάλι.
Η Μιανμάρ, γνωστή και ως Βιρμανία, βρίσκεται στη Νοτιοανατολική Ασία και γειτονεύει με την Ταϊλάνδη, το Λάος, το Μπαγκλαντές, την Κίνα και την Ινδία. Έχει πληθυσμό περίπου 54 εκατομμύρια και παρόλο που πρωτεύουσά της είναι η Nay Pyi Taw, η μεγαλύτερη πόλη της είναι η Yangon (Rangoon). Η κρατούσα θρησκεία είναι ο Βουδισμός, υπάρχουν όμως και ποικίλες εθνικές ομάδες στη χώρα, συμπεριλαμβανομένων των Μουσουλμάνων Ροχίνγκια. Η αρχηγός του κόμματος NLD, Aung San Suu Kyi θεωρεί τους Ροχίνγκια παράνομους μετανάστες και τους αρνείται την ιθαγένεια. Επί δεκαετίες, πολλοί έχουν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τη χώρα για να ξεφύγουν από διώξεις, ενώ χιλιάδες Ροχίνγκια σκοτώθηκαν και περισσότεροι από 700.000 κατέφυγαν στο Μπαγκλαντές μετά από στρατιωτική καταστολή το 2017.
Η χώρα απέκτησε την ανεξαρτησία της από τη Βρετανία το 1948. Κυβερνήθηκε εν συνεχεία από τις ένοπλες δυνάμεις από το 1962 έως το 2011, όταν μια νέα κυβέρνηση εκλέχτηκε στρεφόμενη στους «κανόνες» της πολιτικής ζωής. Το 1989, προτού ακόμη εκλεχτεί κυβέρνηση, ο κυβερνών στρατός μετονόμασε τη χώρα από Βιρμανία σε Μιανμάρ, με ορισμένες χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο να αρνούνται αρχικά να χρησιμοποιήσουν τη νέα ονομασία – και επικρατέστερη μέχρι σήμερα – ως μία ένδειξη άρνησης της νομιμότητας του στρατιωτικού καθεστώτος.
Στην πραγματικότητα, ο απολογισμός των νεκρών ανάμεσα στους οποίους βρίσκονται παιδιά και έφηβοι, είναι πιθανότατα αρκετά υψηλότερος από εκείνον που έχει έως τώρα επιβεβαιωθεί, όπως σημειώνει η APP. Σε καθημερινή πλέον βάση, δεν παύουν να αναδύονται ανά τον κόσμο ρητορικές μίσους, πράξεις υπέρμετρης βίας εκ μέρους της αστυνομίας, ακροδεξιές κυβερνήσεις και χουντικές πρακτικές. Αυτό όμως που συμβαίνει στη Μιανμάρ, κάνει το «ποτήρι» να ξεχειλίζει. Έπειτα από τη νίκη του κόμματος Εθνικός Σύνδεσμος για τη Δημοκρατία (NLD) στις γενικές εκλογές της 8ης Νοεμβρίου 2020, τα πρώτα αποτελέσματα έδειξαν ότι είχε κερδίσει την συντριπτική πλειοψηφία των εδρών του Κοινοβουλίου, συγκεκριμένα τις 396 από τις 642.
Ωστόσο, τα αποτελέσματα αμφισβητήθηκαν, θεωρήθηκαν νόθα κι εν τέλει ακυρώθηκαν από το στρατό ο οποίος κατέλαβε τον έλεγχο έπειτα από το πραξικόπημα της 1ης Φεβρουαρίου, θέτοντας τη χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης για ένα χρόνο. Αυτή τη στιγμή, η εκλεγμένη ηγέτης Aung San Suu Kyi και μέλη του NLD κρατούνται σε άγνωστη τοποθεσία. Οι ένοπλες δυνάμεις υποστήριξαν την αντιπολίτευση, η οποία απαιτούσε την επανάληψη της ψηφοφορίας, ισχυριζόμενη εκτεταμένη απάτη, με την εκλογική επιτροπή ωστόσο να επισημαίνει πως δεν υπάρχουν στοιχεία που να επιβεβαιώνουν αυτούς τους ισχυρισμούς.
Η Suu Kyi αντιμετωπίζει ποικίλες κατηγορίες, ανάμεσα στις οποίες βρίσκεται η κατοχή παράνομων ραδιοτηλεφώνων, η παραβίαση των περιοριστικών μέτρων για τον περιορισμό της διασποράς του Covid-19 κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του περασμένου έτους και η δημοσίευση πληροφοριών που μπορεί να «προκαλέσουν φόβο ή ανησυχία» στους πολίτες. Όσοι βουλευτές του NLD κατάφεραν να αποφύγουν τη σύλληψη δημιούργησαν μια νέα ομάδα η οποία κρύβεται, με τον ηγέτη αυτής να έχει προτρέψει τους διαδηλωτές να αμυνθούν ενάντια στην καταστολή.
Πλέον, την εξουσία έχει αναλάβει ο πραξικοπηματίας στρατηγός Min Aung Hlaing που έχει δεχθεί διεθνείς κυρώσεις για τον φερόμενο ρόλο του στις επιθέσεις του στρατού κατά των εθνοτικών μειονοτήτων. Μετά το πραξικόπημα μάλιστα, σε δημόσια δήλωσή του επιχείρησε να δικαιολογήσει την ανάληψη εξουσίας, αναφέροντας ότι ο στρατός ήταν στο πλευρό του λαού και θα σχηματίσει μια «αληθινή και πειθαρχημένη δημοκρατία», προσθέτοντας ότι θα πραγματοποιήσει «ελεύθερες και δίκαιες» εκλογές μόλις τελειώσει η κατάσταση έκτακτης ανάγκης.
Στη Μιανμάρ, οι μυρωδιές της άνοιξης έχουν αλλοιωθεί από τη μυρωδιά του θανάτου. Η επιβολή της Χούντας στη χώρα αφύπνισε χιλιάδες ανθρώπους οι οποίοι ξεχύθηκαν ορμητικά στους δρόμους σε μία ένδειξη εναντίωσης στο πραξικόπημα της 1ης Φεβρουαρίου. Από εκείνη τη μέρα κι έπειτα, ο στρατός έχει φανερώσει την πιο τρομακτική όψη του πυροβολώντας ανθρώπους εν ψυχρώ και αφαιρώντας εκατοντάδες ζωές.
Ο πρώτος άνθρωπος που τραυματίστηκε κατά τις διαμαρτυρίες και τελικά απεβίωσε, ήταν η Mya Thwe Thwe στις 19 Φεβρουαρίου. Έκτοτε, η αξία της ανθρώπινης ζωής έχει τσαλαπατηθεί και δολοφονηθεί αμέτρητες φορές, με επτά παιδιά να βρίσκονται ήδη ανάμεσα στα θύματα. Το νεαρότερο έως τώρα θύμα, είναι η 7χρονη Κιν Μιο Τσιτ, που σκοτώθηκε την προηγούμενη Τρίτη στην δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της χώρας, την Μάνταλαϊ, ενώ βρισκόταν στο σπίτι με τον πατέρα της. Σχεδόν το 90% των νεκρών είναι άνδρες, ενώ περίπου το 36% από αυτών είναι ηλικίας 24 ετών και κάτω.
Η χούντα επιμένει να σκορπά οργή, αρνούμενη τη χρήση υπέρμετρης βίας και υποστηρίζει ότι οι ενέργειές της ικανοποιούν τα διεθνή πρότυπα απέναντι σε μια κατάσταση που, σύμφωνα με την ίδια, συνιστά απειλή για την εθνική ασφάλεια. Οι δρόμοι των μεγάλων πόλεων της Μιανμάρ περιπολούνται από στρατιωτικά οχήματα κάθε τι όμορφο από το οπτικό πεδίο του ανθρώπου. Μέσα σε ένα φρικιαστικό καθεστώς τρομοκρατίας σχεδόν 3.000 άνθρωποι έχουν συλληφθεί, τους έχουν απαγγελθεί κατηγορίες ή έχουν καταδικαστεί μετά το πραξικόπημα. Αξίζει να σημειωθεί πως έξι δημοσιογράφοι κατηγορήθηκαν επίσης για παραβίαση ενός νόμου περί δημόσιας τάξης, με την κατηγορία να δύναται να τους επιβαρύνει με ποινή φυλάκισης έως και τρία χρόνια.
Δεν είναι λίγες οι χώρες που έχουν καταδικάσει τη στρατιωτική ανάληψη. Ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες δήλωσε ότι πρόκειται για ένα «σοβαρό πλήγμα στις δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις», ενώ οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο αντέδρασαν με κυρώσεις σε στρατιωτικούς αξιωματούχους. Ο Τζο Μπάιντεν δήλωσε πλήρως ενημερωμένος για τις εξελίξεις: «Είναι φοβερό. Είναι απολύτως εξωφρενικό. Και με βάση τις αναφορές που έχω πάρει, πάρα πολλοί άνθρωποι σκοτώθηκαν εντελώς άσκοπα». Λες και υπάρχει κάτι «σκόπιμο» στην αφαίρεση της ζωής ενός ανθρώπου που μάχεται για την ελευθερία και την ασφάλειά του, νιώθοντας το φόβο να «τρυπάει» κάθε σπιθαμή της ύπαρξής του.
Ορισμένες γειτονικές χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας αν και συγκρατημένες στις αντιδράσεις τους, καταβάλλουν διπλωματικές προσπάθειες για τον τερματισμό της κρίσης καταδικάζοντας τα αιματηρά επεισόδια. Η Ινδονησία και η Μαλαισία με τη σειρά τους, καλούν τη χούντα να απελευθερώσει όλους τους πολιτικούς κρατούμενους και να σταματήσει τη βίαιη καταστολή εναντίον διαδηλωτών που πορεύονται κατά του πραξικοπήματος.