To Ισλαμικό Κράτος αποτελεί ένα από τα πιο μισητά κινήματα που εμφανίστηκε ποτέ στην Μέση Ανατολή. Ωστόσο, έχει ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, που το καθιστά πολίτιμο για τον Βλάντιμιρ Πούτιν. Σπάνια εμφανίστηκαν στην ιστορία κινήματα που να προκάλεσαν ταυτόχρονα την οργή τόσο της Σαουδικής Αραβίας, όσο και του Ιράν, της Κίνας όσο και της Δύσης. Το ISIS είναι ένα από αυτά και αυτό δίνει στο Ρώσο Πρόεδρο τη δυνατότητα να «ξεμαρκαριστεί» στη διεθνή σκακιέρα, αναβαθμίζοντας το ρόλο του στην παγκόσμια πολιτική σκηνή.
Ο Βλάντιμιρ Πούτιν βρίσκεται τους τελευταίους μήνες σε δυσχερή θέση. Η ρωσική οικονομία αντιμετωπίζει δυσκολίες λόγω της χαμηλής τιμής πετραλαίου και των οικονομικών κυρώσεων της Δύσης. Η κρίση στην Ουκρανία και η προσάρτιση της Κριμαίας οριοθέτησε το διεθνές του «εκτόπισμα». Ωστόσο, με τη διεθνή κοινότητα να επικεντρώνει πλέον την προσοχή της στη Συρία, ο Πούτιν έχει τη δυνατότητα να ανακατατέψει την τράπουλα των διεθνών συμμαχιών, αναγκάζοντας τους αντιπάλους τους να συνεργαστούν μαζί του.
«Ο πόλεμος στη Συρία αποτέλεσε αρχικά ένα περιφερειακό ζήτημα μεταξύ του Ιράν, της Σαουδικής Αραβίας, της Τουρκίας και του Κατάρ, όμως πλέον έχει εξελιχθεί σε ένα μεγαλύτερο παιχνίδι μεταξύ Ρωσίας και Δύσης», είπε πρόσφατα ο Μπάσμαν Κοντμάντι, ειδικός στα θέματα της Μέσης Ανατολής και μέχρι πρότινος μέλος του Εθνικού Συμβουλίου της Συρίας, της αντιπολίτευσης που τώρα βρίσκεται σε εξορία. Η απόφαση του Πούτιν να στηρίξει τον Σύριο δικτάτορα Μπασάρ Αλ-Άσαντ πιέζει ΗΠΑ και Ευρώπη να κινηθούν σε κατεύθυνση συνεργασίας με τη Ρωσία. Ο Μπαράκ Ομπάμα, που κρατούσε πάγια σκληρή στάση απέναντι στο Κρεμλίνο, αναγκάστηκε να συναντηθεί με τον Πούτιν, στο πλαίσιο της συνεδρίασης της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών. Ο Υπουργός Οικονομίας της Γερμανίας, Σίγκμαρ Γκάμπριελ, εξέφρασε εύστοχα τη δύσκολη θέση στην οποία έχουν περιέλθει η Δύση: «Δεν μπορεί από τη μία να εφαρμόζεις συνεχώς κυρώσεις και από την άλλη να ζητάς συνεργασία». Ωστόσο, η Γερμανίδα Καγκελάριος, Άνγκελα Μέρκελ, απέρριψε την όποια συσχέτιση της κρίσης στη Συρία με τις κυρώσεις που έχουν επιβληθεί στη Ρωσία από της ΕΕ.
Πέραν από την προσπάθειά του να επανατοποθετηθεί στην παγκόσμια πολιτική, η στήριξη του Ρώσου Προέδρου στον Άσαντ εξυπηρετεί ακόμα μία – ίσως και πιο σημαντική – επιδίωξή του: να μπει ένα τέλος στην ανατροπή ηγετών από λαϊκές μάζες. Η στρατηγική του Βλάντιμιρ Πούτιν διαπερνάται από την επιδίωξη του να προστατευθούν δικτατορικές κυβερνήσεις από τη λαϊκή οργή. Και αυτό γιατί γνωρίζει πως, μετά τον Άσαντ, ίσως έχει και ο ίδιος την τύχη του Έντουαρντ Σεβαρντνάτζε στη Γεωργία, του Ασκάρ Άκαγιεφ στο Κιργιστάν, του Βίκτορ Γιανούκοβιτς στην Ουκρανία, του Χούσνι Μουμπάρακ στην Αίγυπτο, του Μουαμάρ Αλ-Καντάφι στη Λιβύη.
Ο Βλάντιμιρ Πούτιν έχει απορρίψει πολλές φορές με δηλώσεις του την αμερικανική ιδέα για «εξαγωγή» Δημοκρατίας σε περιφερειακές χώρες: «Αντί να λύνει αντιπαραθέσεις, (ο εκδημοκρατισμός χωρών) οδηγεί σε όξυνση των συγκρούσεων, αντί για εθνική κυριαρχία και σταθερά κράτη βλέπουμε να υπάρχει το απόλυτο χάος. Αντί για στήριξη στη δημοκρατία, βλέπουμε να υπάρχει στήριξη σε μία σειρά πολυποίκιλων κινημάτων που κινούνται από το νεοφασισμό έως το Ισλαμικό Κράτος», είπε πέρυσι τον Οκτώβριο ο Ρώσος Πρόεδρος.
«Οι πολιτικοί της Δύσης φαντάζονται ότι η ανησυχία του Κρεμλίνου για τα επαναστατικά κινήματα είναι ρητορική, ψευδεπίγραφη. Όμως ο κύριος Πούτιν και οι συνεργάτες του πιστεύουν ό,τι λένε: οι διαμαρτυρίες είναι υποκινούμενες από του μεγαλύτερους εχρθούς της Ρωσίας», έχει υποστηρίξει ο Βούλγαρος πολιτικός επιστήμονας Ιβάν Κράστεφ.
Ο Πούτιν, πιστεύοντας ότι έβαλε τέλος στο δημοκρατικό πείραμα της Ρωσίας υπό τον Μπόρις Γιέλτσιν και ότι έθεσε τις βάσεις για μία νέα περίοδο ακμής για τη Ρωσία και το λαό της, επιφυλάσσει στον εαυτό του το ρόλο του τελευταίου αντιδραστικού και αντι-επαναστάτη ηγέτη. Το επιτελείο του βλέπει τον «πόλεμο ενάντια στις χρωματιστές επαναστάσεις» – όρος που περιγράφει τα κινήματα που αναπτύχθηκαν τόσο στην ΕΣΣΔ, όσο και στη Μέση νατολή – ως ένα στρατηγικό πυλώνα, το «δίδυμο» κακό του αμερικανικού «διεθνούς πολέμου κατά της τρομοκρατίας».
Η Κάντρι Λίικ, μέλος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για Θέματα Εξωτερικής Πολιτικής, βλέπει στην αντιπαράθεση γύρω από τη Συρία έναν ακόμη «πόλεμο μεταξύ ιδεολογιών»: «Ο Ομπάμα πιστεύει στη δημοκρατική σταθερότητα, την ώρα που ο Πούτιν βλέπει τη δημοκρατία ως τίποτα περισσότερο από ένα χάος. Το έντστικτό του τού λέει να βάλει το τζίνι πάλι στο λυχνάρι και να υποστηρίξει δικτάτορες, εωσότου ανακτήσουν τον έλεγχο στην επικράτειά τους».
Ο Πούτιν, αφού στηρίξει τον Άσαντ στην προσπάθειά του να αφανίσει όσους επαναστάτες επιθυμούν την απομάκρυνσή του από την εξουσία και τη διαμόρφωση ενός πιο δημοκρατικού κράτους, θα «διαφημίσει» την εμπλοκή του στη Συρία ως μία προσπάθεια εξόντωσης των ακραίων ισλαμικών στοιχείων και του ISIS
Στη Συρία, ο Πούτιν διεξάγει τον πόλεμο κατά των επαναστατικών δυνάμεων όχι μόνο με όπλα, αλλά και σε επίπεδο ιδεών. Εδώ και καιρό έχει αναπτύξει διαύλους επικοινωνίας με απολυταρχικές δυνάμεις της Μέσης Ανατολής, όπως είναι ο Πρωθυπουργός του Ιράκ Χάιντερ Αλ-Αμπάντι και η κυβέρνηση του Ιράν. Σε αυτό το πλαίσιο τοποθετείται και η στήριξη στον Σύριο δικτάτορα Άσαντ, η πολιτική επιβίωση του οποίου επέβαλε την επέμβαση της Ρωσίας στη Μέση Ανατολή. Αν και διακηρυγμένος στόχος του Κρεμλίνου είναι η συντριβή του ISIS, η συντριπτική πλειονότητα των μέχρι τώρα ρωσικών βομβαρδισμών είχε ως στόχο άλλες αντικαθεστωτικές δυνάμεις, στις οποίες συγκαταλέγονται επαναστατικές ομάδες στηριζόμενες από τη Δύση.
Υπάρχει ένα κοινό νήμα που διατρέχει τα σχέδια του Πούτιν στη Συρία και τον πόλεμο που διεξήγαγε στην Τσετσενία την περίοδο 1999-2009. Ο πρώτος πόλεμος στην Τσετσενία, την περίοδο 1994-1996, έγινε μεταξύ μίας μετριοπαθούς – και κοσμικής – αντιπολίτευσης και του ρωσικού κράτους.
Ποιος πολεμάει ποιον στη Συρία;
Για να κερδίσει την δεύτερη σύγκρουση στην Τσετσενία, το Κρεμλίνο ακολούθησε την τακτική της περιοθωριοποίησης του μετριοπαθών στοιχείων της Τσετσενίας – με σημαντικότερη περίπτωση εκείνη του προέδρου Άσλαν Μασκάντοφ – υποκινώντας και στηρίζοντας παράλληλα εξτρεμιστικές ομάδες που δεν στήριζαν τον Μασκάντοφ και συνδέονταν με τη Μέση Ανατολή. Μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, ο Πούτιν «λάνσαρε» τον πόλεμο στην Τσετσενία ως «μία μάχη ενάντια στην ισλαμική τρομοκρατία», επιτιθέμενος στα στοιχεία που μέχρι πρότινος είχε στηρίξει για να εξοντώσει τους μετριοπαθέστερους.
Παρόμοια δυναμική έχει αποκτήσει και ο πόλεμος στη Συρία. Ακραίες ισλαμιστικές οργανώσεις – με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το ISIS – έχουν κερδίσει τον έλεγχο σε μεγάλο τμήμα της συριακής επικράτειας σε βάρος των πιο μετριοπαθών επαναστατικών ομάδων, όπως ο Ελεύθερος Συριακός Στρατός. Ο Βλάντιμιρ Πούτιν, αφού στηρίξει τον Άσαντ στην προσπάθειά του να αφανίσει όσους επαναστάτες επιθυμούν την απομάκρυνσή του από την εξουσία και τη διαμόρφωση ενός πιο δημοκρατικού κράτους, θα «διαφημίσει» την εμπλοκή του στη Συρία ως μία προσπάθεια εξόντωσης των ακραίων ισλαμικών στοιχείων και του ISIS.
Πολλές είναι οι φωνές που καταταγγέλουν ότι το Κρεμλίνο όχι μόνο δεν βομβαρδίζει, αλλά αντίθετα στηρίζει το Ισλαμικό Κράτος, στην προσπάθειά του να καταπνίξει τις μετριοπαθείς επαναστατικές ομάδες. Σύμφωνα με την αντιπολιτευόμενη και ανεξάρτητη ρωσική εφημερίδα Novaya Gazeta, υψηλόβαθμα στελέχη της κρατικής ασφάλειας FSB έχουν υποκινήσει και ενθαρρύνει εξτρεμιστές μουσουλμάνους της Ρωσίας – και συγκεκριμένα του Βόρειου Καύκασου – να μεταβούν στη Συρία. Πρόκειται για το λεγόμενο «πράσινο κανάλι», που έχει μέχρι σήμερα επιτρέψει σε 2.400 μουσουλμάνους να περάσουν στη Συρία και να ενταχθούν στης γραμμές των Τζιχαντιστών. Υπολογίζεται ότι ακόμη 2.600 Τζιχαντιστές έχουν ταξιδέψει από την κεντρική Ασία στη Συρία. Η εφημερίδα αναφέρει ακόμη πως Ρώσοι πράκτορες προμηθεύουν τους Τσιχαντιστές με ειδικά διαβητήρια για να είναι ευκολότερη η μετάβασή τους στην εμπόλεμη ζώνη.
Σύμφωνα με τον Φιόνταρ Λυκυάνοφ, επικεφαλής του ρωσικού Συμβουλίου για την Εξωτερική Πολιτική και την Άμυνα, ο Πούτιν δεν στοχεύει στην ολοκληρωτική νίκη του Άσαντ. Σε άρθρο του στο ρωσικό τύπο, υποστήριξε ότι ο Ρώσος Πρόεδρος επιθυμεί να διαμορφωθεί στη Συρία «ένας αμυντικός κοσμικός θύλακας, που θα είναι σε θέση, με εξωτερική βοήθεια, να αμυνθεί και να μην επιτρέψει μία ανεξέλεγκτη επέκταση του Ισλαμικου Κράτους». Σύμφωνα με αυτό το σενάριο, οι συριακές καθεστωτικές και ιρανικές δυνάμεις – με την στρατιωτική αρωγή της Ρωσίας – θα διατηρήσουν υπό τον έλεγχο του Άσαντ το δυτικό τμήμα του συριακού κράτους, όπου και είναι συγκεντρωμένη η συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού και μεγάλο μέρος της βιομηχανίας. Το ανατολικό τμήμα, αντίθετα, θα παραμείνει υπό τον έλεγχο του Ισλαμικού Κράτους. Η νέα «μικρή» Συρία θα είναι τόσο ανεξάρτητη απέναντι στη Ρωσία, όσο είναι το Ισραήλ απέναντι στις ΗΠΑ. Με αυτόν τον τρόπο, ο Βλάντιμιρ Πούτιν θα μπορέσει να εξασφαλίζει την παρουσία της Ρωσίας στη Μέση Ανατολή.
Αν η Δύση […] πολεμήσει στο πλευρό του Πούτιν και του Άσαντ, απέναντι όχι μόνο στους Τζιχαντιστές, αλλά και σε όλες τις επαναστατικές-αντικαθεστωτικές δυνάμεις της Συρίας, η κίνηση αυτή θα αποτελέσει την ταφόπλακα για την Αραβική Άνοιξη και το αφήγημα που θέλει τη Δύση να είναι πάντα στη «σωστή πλευρά της ιστορίας»
Όλα τα παραπάνω κάνουν για τον Πούτιν το παιχνίδι της Μέσης Ανατολής «πολύ σημαντικό για να το χάσει». Και αυτό δεν αφορά μόνο την αναβάθμιση του περιφερειακού ρόλου της Ρωσίας στη Μέση Ανατολή. Το στοίχημα της Συρίας έχει για τον Ρώσο Πρόεδρο και μία φιλοσοφική πτυχή. Ο ίδιος διαισθάνεται την αμερικανική αδυναμία και ίσως αναμένει ένα άνοιγμα του Μπαράκ Ομπάμα προς το Κρεμλίνο, για μία κοινή δράση στη Συρία, έπειτα από την αποτυχημένη στρατηγική του Λευκού Οίκου στην αντιμετώπιση του Ισλαμικού Κράτους. Όταν ξεκίνησαν οι ρωσικοί βομβαρδισμοί στη Συρία, ο πρώην σύμβουλος του Ομπάμα για τη Μέση Ανατολή, Φιλ Γκόρντον, δημοσίευσε άρθρο, στο οποίο καλούσε την αμερικανική κυβέρνηση να επαναπροσδιορίσει την εξωτερική πολιτική της και να επιλέξει ένα δρόμο που θα έφερνε πιο κοντά Μόσχα και Ουάσινγκτον.
Αν η Δύση πέσει στην παγίδα και πολεμήσει στο πλευρό του Πούτιν και του Άσαντ, απέναντι όχι μόνο στους Τζιχαντιστές, αλλά και σε όλες τις επαναστατικές-αντικαθεστωτικές δυνάμεις της Συρίας, η κίνηση αυτή θα αποτελέσει την ταφόπλακα για την Αραβική Άνοιξη και το αφήγημα που θέλει τη Δύση να είναι πάντα στη «σωστή πλευρά της ιστορίας». Ο δυτικός ιδεαλισμός θα αποδειχθεί κάλπικος. Και αυτό θα αποτελέσει για τον Πούτιν ίσως το σημαντικότερο λάφυρο ενός ιδεολογικού πολέμου.
Γιατί ο Πούτιν επιθυμεί διακαώς να «ξεμπρωστιάσει» τη Δύση; Ίσως επειδή, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, περισσότερο από τις επαναστάσεις στη Δαμασκό και τις κινητοποιήσεις το Κίεβο, φαίνεται να φοβάται το λαϊκό αναβρασμό στη Μόσχα. Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τις έντονες διαμαρτυρίες και διαδηλώσεις του 2012, οι οποίες προκληθηκαν από την απόφαση του Πούτιν να επανέλθει για τρίτη φορά στον προεδρικό θώκο. Αν κερδίσει το στοίχημα στη Συρία, θα έχει την ευκαιρία να προπαγανδίσει τα πλεονεκτήματα της απολυταρχικής σταθερότητας.
Όλες αυτές οι κινήσεις δεν είναι χωρίς ρίσκο για τον Ρώσο Πρόεδρο. Αρκετοί είναι αυτοί που φοβούνται μήπως η Συρία γίνει για τη Ρωσία «ό,τι το Ιράκ για την Αμερική», ενώ είναι ακόμη βαθιά χαραγμένο στο ρωσικό ασυνείδητο το φιάσκο της σοβιετικής εισβολής στο Αφγανιστάν. Σε μία πρόσφατη δημοσκόπηση, μόλις το 14% των Ρώσων επιθυμεί μία άμεση στρατιωτική υποστήριξη του Άσαντ από την Ρωσία.
Σύμβουλοι κοντά στον Πούτιν επαναλαμβάνουν συχνά πως η αγαπημένη «ιδεολογική σύλληψη» του πρώην πράκτορα της KGB είναι το «διαχειρίσιμο χάος». Πολλοί είναι αυτοί που πιστεύουν ότι η στρατηγική της Ρωσίας στη Συρία θα «στραβώσει» και σύντομα θα καταλήξει εκτός ελέγχου. Όμως ο Πούτιν υποτιμήθηκε από τη Δύση αρκετά συχνά, με αποτέλεσμα η τελευταία να βρεθεί προ πολλών και δυσάρεστων εκπλήξεων. Το στοίχημα της Συρίας είναι για τον Πούτιν ένα βήμα για την επιβίωση του απολυταρχικού status quo που επιθυμεί να καθιερώσει στη Ρωσία και την περιφέρειά της. Ένα βήμα για την πολιτική επιβίωση του ίδιου.