«14χρονος επιτέθηκε με μαχαίρι σε 16χρονο μαθητή», «Μαθητής έβγαλε μαχαίρι και απείλησε καθηγητή», «Άγριος ξυλοδαρμός μαθητή από 14 ανήλικους»: Η προσοχή των ΜΜΕ και του κοινού στρέφεται ολοένα και περισσότερο στη σχολική βία και τα περιστατικά εκφοβισμού (bullying) αλλά και νεανικής παραβατικότητας στο σχολικό περιβάλλον. Η σταδιακή ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση των καταγγελιών, ενώ παράλληλα η συστηματική κάλυψη των περιστατικών από τα ΜΜΕ δημιουργεί την εντύπωση ενός πρωτοφανούς κύματος βίας ανηλίκων. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για ένα φαινόμενο με πολλαπλές εκφάνσεις, βαθιά ριζωμένο στην καθημερινότητα των μαθητών εδώ και αρκετά χρόνια, χωρίς ωστόσο να λαμβάνει την πρέπουσα σημασία.
Τα πιο πρόσφατα ερευνητικά δεδομένα του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου Ψυχικής Υγιεινής Ε.Π.Ι.Ψ.Υ. για την επιθετικότητα και τον εκφοβισμό στους εφήβους, που δημοσιεύτηκαν φέτος με αφορμή την Πανελλήνια Ημέρα κατά της Σχολικής Βίας και του Εκφοβισμού, φανερώνουν πως σχεδόν ένας στους τέσσερις εφήβους στην Ελλάδα (22,1%) έχει υπάρξει θύμα εκφοβισμού στο σχολείο και ένας στους δέκα (9,5%) θύμα cyberbullying. Ακόμα, ένας στους τρεις (30,7%) έχει πρόσφατα εμπλακεί σε βίαιο καβγά, ενώ ένας στους οκτώ (12,1%) έχει πολύ πρόσφατα συμμετάσχει σε εκφοβισμό άλλου μαθητή και σε ποσοστό 7,1% σε διαδικτυακό εκφοβισμό.
Πριν από μερικές μέρες, εν μέσω αυξανόμενων καταγγελιών, η κυβέρνηση και το Υπουργείο Παιδείας αποφάσισαν τη χάραξη ενός σχεδίου κατά του bullying στα σχολεία, το οποίο παρουσίασε ο υπουργός Κυριάκος Πιερρακάκης, παρουσία του πρωθυπουργού. Ανάμεσα στα μέτρα που ανακοινώθηκαν, βρίσκεται η επαναφορά της πενθήμερης αποβολής, η ψηφιοποίηση των απουσιών και η απαγόρευση χρήσης κινητών τηλεφώνων στο σχολείο, ενώ στην περίπτωση που καταγραφούν περιστατικά τα οποία εκθέτουν μαθητές, θα προβλέπεται η αλλαγή σχολικού περιβάλλοντος. Παράλληλα, την τελευταία εβδομάδα έχει τεθεί σε εφαρμογή η πλατφόρμα stop-bullying.gov.gr στην οποία θα μπορούν οι μαθητές (ανώνυμα) και οι γονείς (επώνυμα) να υποβάλλουν αναφορές για περιστατικά τα οποία τους απασχολούν.
Τα μέτρα που εντάσσονται στα σχολεία με σκοπό την καταπολέμηση του σχολικού εκφοβισμού έχουν κριθεί στην πλειονότητά τους από ειδικούς ως τιμωρητικά, αντιπαιδαγωγικά και κατασταλτικά, αγνοώντας τις ρίζες του προβλήματος και τη σπουδαιότητα της πρόληψης.
Η κα. Ντριλόνα Τσάκα εργάζεται ως Ψυχολόγος σε Επιτροπή Διεπιστημονικής Υποστήριξης (Ε.Δ.Υ.), έχοντας βρεθεί σε πολυάριθμα σχολεία της Αττικής και της επαρχίας. Την τρέχουσα χρονιά, υποστηρίζει μαθητές από τέσσερα Γυμνάσια και ένα νηπιαγωγείο στα Τρίκαλα. Μίλησε στην Popaganda για τις αιτίες του φαινομένου, τους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά και τη σπουδαιότητα της έγκαιρης παρέμβασης.
Πυρηνική αιτία των συμπεριφορών εκφοβισμού και ενδοσχολικής βίας αποτελεί η στάση των γονέων, τόσο προς τα παιδιά, όσο και στη μεταξύ τους σχέση. Το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο των φροντιστών αλλά και η ψυχοκοινωνική ανάπτυξη των παιδιών σε κακοποιητικά περιβάλλοντα, δύνανται να καλλιεργήσουν τη βία και την παραβατικότητα. «Τα παιδιά που εκφοβίζουν, παρατηρούμε συνήθως πως είναι παιδιά που δεν έχουν κίνητρο για μάθηση και στόχους για το μέλλον, γεγονός το οποίο πηγάζει από τη γονεϊκή παραμέληση. Οι ανήλικοι θύτες εκδηλώνουν συμπεριφορικά ζητήματα, όπως αποκλίνουσα συμπεριφορά στο σχολείο, ενώ όταν ρωτάμε τα παιδιά για τα ενδιαφέροντά τους και το πώς φαντάζονται το μέλλον, παρατηρούμε πως υπάρχει ένα κενό, μια έλλειψη κινήτρου για εξέλιξη», θα πει η κα. Τσάκα και θα προσθέσει: «Πολλά από τα παιδιά του Γυμνασίου που αναλαμβάνω, δυσκολεύονται σημαντικά να προσδιορίσουν με τι τους αρέσει να καταπιάνονται και δεν μας επιτρέπουν να πορευτούμε μαζί τους για να ανακαλύψουμε τα ενδιαφέροντά τους».
Η ίδια εξηγεί πως, «Στην επαρχία όπου εργάζομαι πλέον, συναντάμε αρκετά χαμηλό μορφωτικό επίπεδο των γονέων και παιδιά στα οποία λείπουν τα ερεθίσματα, αφού οι γονείς δεν τα παρακινούν να συμμετάσχουν σε δραστηριότητες. Επίσης, συναντάμε βίαιους, αυταρχικούς ή συναισθηματικά και ψυχολογικά κακοποιητικούς μπαμπάδες. Αν και δεν μας έχει ομολογηθεί σωματική ή σεξουαλική κακοποίηση από κάποιο παιδί (πιθανώς όχι επειδή δεν είναι υπαρκτή, αλλά επειδή υπάρχει φόβος), είναι σύνηθες να μας μιλούν για ένα αυστηρό περιβάλλον, στο οποίο κυριαρχούν οι φωνές, οι απειλές και η συγκρουσιακή σχέση μεταξύ των γονέων. Παράλληλα, όταν οι γονείς διαφωνούν συχνά μεταξύ τους, το παιδί μπορεί να εκδηλώσει σύγχυση ως προς το ποια συμπεριφορά είναι η “ορθή”, και εν τέλει να υιοθετήσει μη υγιή πρότυπα».
Ως αποτέλεσμα, τα παιδιά αναπτύσσουν συναισθηματικές δυσκολίες που δεν τους επιτρέπουν να επεξεργαστούν τα έντονα συναισθήματά τους, τα οποία εξωτερικεύουν με τρόπους ασεβείς και μη αποδεκτούς – τόσο προς τους συμμαθητές τους όσο και προς την ευρύτερη κοινότητα του σχολείου (υλικές ζημιές, βανδαλισμοί, κλοπές κ.ά.). Όπως τονίζει η σχολική ψυχολόγος, «Γινόμαστε αποδέκτες παρορμητικών και αντιδραστικών συμπεριφορών, άγνοιας των συνεπειών, απειλών και κοροϊδίας προς τα άλλα παιδιά. Σε αυτά συμβάλλει και η δυσκολία στην οριοθέτηση της χρήσης της οθόνης εκ μέρους των γονέων». Τα περισσότερα περιστατικά σχολικού εκφοβισμού και ενδοσχολικής βίας, σημειώνονται στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και συγκεκριμένα στο Γυμνάσιο, όπου τα παιδιά διανύουν την πρώιμη εφηβεία και ανακαλύπτουν την ταυτότητά τους. «Λόγω της αυξημένης χρήσης κινητού στο Γυμνάσιο, καλλιεργείται η ίντριγκα και ο διαδικτυακός εκφοβισμός, με απειλές για ανέβασμα φωτογραφιών στα social media, οι οποίες συχνά μετουσιώνονται σε πράξη», λέει η κα. Τσάκα.
Αναφορικά με τη δημιουργία της πλατφόρμας stop-bullying.gov.gr, η ΕΔΥ κρίνει το μέτρο ως μη επαρκές και αποτελεσματικό βάσει του παρόντος τρόπου λειτουργίας της. «Λόγω του ανοικτού χαρακτήρα της, φοβόμαστε πως θα επιφέρει σύγχυση, καθώς η πλατφόρμα θα δέχεται μεγάλο αριθμό αιτημάτων από γονείς, που, θέλοντας να υπερασπιστούν το παιδί τους δυσκολεύονται να αξιολογήσουν με αντικειμενικότητα ένα περιστατικό και να κατανοήσουν τη σημασία του bullying. Ο εκφοβισμός χαρακτηρίζεται από επαναλαμβανόμενες και συστηματικές συμπεριφορές, οι οποίες προέρχονται από ένα άτομο ή μια ομάδα ατόμων προς ένα άλλο άτομο που γίνεται στόχος. Το να σπρώξει, για παράδειγμα, μια φορά ένα παιδί κάποιον συμμαθητή του ή να τσακωθούν δύο παιδιά, δεν αποτελεί απαραίτητα φαινόμενο ενδοσχολικής βίας, πράγμα το οποίο δυσκολεύονται να αποδεχτούν αρκετοί γονείς».
Ρωτώ την κα. Τσάκα με ποιον τρόπο θα μπορούσε να επιτευχθεί η οριοθέτηση και η στοχευμένη χρήση της πλατφόρμας: «Θα πρέπει αρχικά να γίνεται αίτημα των γονέων στο σχολείο, όπου θα μιλούν άμεσα με τον διευθυντή, τους ψυχολόγους και τους κοινωνικούς λειτουργούς. Να υπάρξει μια προετοιμασία στο σχολείο ώστε να δούμε πρώτα τι παρεμβάσεις μπορεί να πραγματοποιήσει το ίδιο το σχολείο, και ύστερα, αν ο γονέας αισθάνεται πως δεν έχει ικανοποιηθεί το αίτημά του και δεν έχει υπάρξει κάποια αλλαγή, να παρεμβαίνει η Επιτροπή από την πλατφόρμα καταγγελιών ως δευτεροβάθμιο όργανο». εξηγεί η ίδια. «Στην παρούσα φάση, ο διευθυντής της σχολικής μονάδας που δέχεται την καταγγελία μέσω της πλατφόρμας καλείται να τη διερευνήσει, να τη μελετήσει και να αποφασίσει σε πρώτο στάδιο αν είναι βάσιμη ή αβάσιμη. Δεδομένου του όγκου των καταγγελιών που θεωρούμε πως θα φτάνουν στην πλατφόρμα, θα απαιτείται πολύς χρόνος για να διενεργηθεί αυτή η διαδικασία», συμπληρώνει.
«Θα έπρεπε να υπάρχει σε καθημερινή βάση ένας ψυχολόγος και ένας κοινωνικός λειτουργός σε κάθε δημόσιο σχολείο»
«Οι ωριαίες και ημερήσιες αποβολές είχαν ανέκαθεν τιμωρητική διάσταση», σχολιάζει η ψυχολόγος για το σχετικό μέτρο της κυβέρνησης. «Αποδεδειγμένα εδώ και χρόνια δεν αποτελούν μέτρο συμμόρφωσης και δεν έχουν κανέναν θετικό αντίκτυπο στο παιδί. Η εμπειρία μας έχει δείξει πως ακόμα κι όταν εξηγούμε στα παιδιά ότι θα μείνουν στην τάξη λόγω απουσιών, αυτά δεν φοβούνται γι’ αυτή τη συνέπεια. Όχι απλά η αυστηροποίηση των αποβολών δεν θα τα κινητοποιήσει, αλλά το πιθανότερο είναι πως θα παραιτηθούν από την προσπάθεια για αλλαγή, θα αντιδράσουν εντονότερα λόγω της τιμωρητικής αντιμετώπισης που βιώνουν, και ενδέχεται να εκδηλώσουν ακόμα και επιπλέον εκδικητικές-εκφοβιστικές συμπεριφορές προς καθηγητές και συνομηλίκους με σκοπό να ενισχύσουν το κύρος τους».
Ο υπ. Παιδείας δήλωσε προ μερικών ημερών πως γίνεται προσπάθεια να τοποθετηθεί ένας ψυχολόγος σχεδόν σε κάθε σχολείο. «Οι ψυχολόγοι και οι κοινωνικοί λειτουργοί δεν επαρκούν σε καμία περίπτωση», θα πει κατηγορηματικά η κα. Τσάκα. «Θα έπρεπε να υπάρχει σε καθημερινή βάση ένας ψυχολόγος και ένας κοινωνικός λειτουργός σε κάθε δημόσιο σχολείο. Αυτή τη στιγμή υπάρχουν σταθερά ψυχολόγοι στα Ειδικά Σχολεία, στις Ε.Δ.Υ. που επισκέπτονται τουλάχιστον 4-5 σχολεία (στην περίπτωση των ΕΠΑΛ λιγότερα λόγω μεγάλου αριθμού μαθητών), και σε ορισμένα εποχιακά εκπαιδευτικά προγράμματα που λαμβάνουν χώρα για συγκεκριμένο διάστημα σε σχολεία».
«Οι γονείς πρέπει να συνεργάζονται μαζί μας από το νηπιαγωγείο κιόλας και να επιδεικνύουν ενδιαφέρον στο να αναζητήσουν τυχόν δυσκολίες των παιδιών τους»
Στον αντίποδα των τιμωρητικών μέτρων που προτείνει η κυβέρνηση ως λύση για την αντιμετώπιση της ενδοσχολικής βίας, «αυτό που έχουμε δει να λειτουργεί, είναι η παρουσία των παιδιών σε ένα υποστηρικτικό πλαίσιο», επισημαίνει η κα. Τσάκα και συνεχίζει λέγοντας πως όταν υπάρχει άμεσο και ειλικρινές ενδιαφέρον εκ μέρους διευθυντών και δασκάλων, με διάθεση φροντιστική και όχι τιμωρητική, «εκεί σταδιακά έχουμε δει παιδιά να γίνονται δεκτικά στο να συνεργαστούν και να αλλάζουν συμπεριφορά. Η συζήτηση δεν θα έπρεπε να επικεντρώνεται σε μια εθνική στρατηγική και σε μερικούς “τρόπους αντιμετώπισης”, αλλά οφείλει να ξεκινάει από την πρόληψη».
Στο στάδιο της πρόληψης, πρωταρχικό ρόλο πρέπει να έχει η οικογένεια. «Έχουμε δει θαύματα όταν η οικογένεια συνεργάζεται με το σχολείο και με τους ειδικούς. Είναι απαραίτητη η πρώιμη παρέμβαση. Οι γονείς πρέπει να συνεργάζονται μαζί μας από το νηπιαγωγείο κιόλας και να επιδεικνύουν ενδιαφέρον στο να αναζητήσουν τυχόν δυσκολίες των παιδιών τους. Υπάρχουν δυστυχώς γονείς που κάνουν προβολή των δικών τους στερεοτύπων και προκαταλήψεων, καθώς υπάρχει ακόμα ταμπού για τους ψυχολόγους. Υπάρχουν παιδιά που θέλουν να μιλήσουν σ’ εμάς και οι γονείς τα αποτρέπουν ή τους λένε ότι δεν έχουν πρόβλημα. Οι γονείς πρέπει να αποδεχτούν και να αγκαλιάσουν τις δυσκολίες των παιδιών τους, και όχι να εθελοτυφλούν ή να περνούν το μήνυμα στα παιδιά πως είναι κακό να αντιμετωπίζουν προβλήματα, λόγω των προσδοκιών και των συχνά ασφυκτικών απαιτήσεών τους από εκείνα. Πολλές φορές, χωρίς να έχουν ρωτήσει το ίδιο το παιδί, μας λένε “δεν πιστεύω ότι θα έρθει, θα ντρέπεται”. Τα παιδιά είναι πλέον πολύ πιο εξοικειωμένα με τον ρόλο των ψυχολόγων απ’ ότι οι γονείς».
Παράλληλα με τη στενή συνεργασία και τη στελέχωση όλων των σχολείων, οι κοινωνικοί λειτουργοί και οι ψυχολόγοι είναι απαραίτητο να μπορούν να αναπτύξουν μια σταθερή σχέση με τους μαθητές που παρακολουθούν. Το φαινόμενο της συχνής κινητικότητας είναι αποτρεπτικό, υπογραμμίζει η κα. Τσάκα. «Μας μετακινούν από το Δημοτικό στο Λύκειο και από το νηπιαγωγείο στο Γυμνάσιο. Με αυτόν τον τρόπο δεν αποκτάται εξειδίκευση και σταθερότητα. Θα πρέπει έστω να εργαζόμαστε στην ίδια βαθμίδα, αν όχι να βρισκόμαστε κάθε χρόνο στο ίδιο σχολείο. Επίσης, πρέπει να ενισχυθούν οι βιωματικές δράσεις που ήδη πραγματοποιούμε στα σχολεία και βλέπουμε ότι έχουν θετικό αντίκτυπο (role playing, προβολή εκπαιδευτικών ταινιών, βιωματικές δράσεις για τον εκφοβισμό όπου τα παιδιά μοιράζονται σκέψεις, εμπειρίες και συναισθήματα, είτε ως θύτες είτε ως θύματα, κ.ά.)».
Οι Ε.Δ.Υ. αποτελούν θεσμό του εκπαιδευτικού συστήματος με σκοπό τη διαγνωστική εκπαιδευτική αξιολόγηση και υποστήριξη των μαθητών σε κάθε σχολική μονάδα γενικής εκπαίδευσης, ενώ συνεργάζεται στενά με το Κέντρο Διεπιστημονικής Αξιολόγησης, Συμβουλευτικής και Υποστήριξης (ΚΕ.Δ.Α.Σ.Υ.). Κάθε επιτροπή είναι στελεχωμένη με ειδικούς παιδαγωγούς, λογοθεραπευτές, κοινωνικούς λειτουργούς, ψυχολόγους κ.ά. Η κα. Τσάκα περιγράφει πως, «Ο ρόλος μας ως Ε.Δ.Υ., είναι να ξεκινήσουμε μία παρέμβαση όταν ένα παιδί αντιμετωπίζει κάποια δυσκολία – από μαθησιακή μέχρι συμπεριφορική και συναισθηματική. Συνήθως οι εκπαιδευτικοί θα παραπέμψουν παιδιά για μαθησιακούς λόγους, κάτι το οποίο ευελπιστούμε να αλλάξει όσο δίνεται μεγαλύτερη βαρύτητα σε συμπεριφορές εκφοβισμού, παραβατικότητας αλλά και σε ζητήματα ψυχικής υγείας. Πραγματοποιούμε λοιπόν συνάντηση με τους γονείς και το παιδί, και αν κρίνουμε πως είναι αναγκαίο, το παιδί μπαίνει στη συνέχεια σε ένα τριμηνιαίο πρόγραμμα όπου ο κάθε ειδικός το υποστηρίζει από τη σκοπιά του. Αν δεν επιδείξει κάποια αλλαγή, παραπέμπεται στο ΚΕ.Δ.Α.Σ.Υ. για αξιολόγηση. Σε αυτό το σημείο, λειτουργούμε ως διαμεσολαβητές, διευκολύνουμε δηλαδή τη σύνδεση μεταξύ σχολείου και ΚΕ.Δ.Α.Σ.Υ.. Συντάσσουμε ψυχοκοινωνική έκθεση για το παιδί και μαζί με σχετικά έγγραφα από τους καθηγητές, ο φάκελος πηγαίνει στο ΚΕ.Δ.Α.Σ.Υ, όπου ένα παιδί μπορεί να παραπεμφθεί και σε παιδοψυχίατρο εφόσον χρειαστεί. Έως τώρα, έχουμε αναλάβει περίπου 30 παιδιά στα 5 σχολεία που δραστηριοποιούμαστε. Ακόμα, αναλαμβάνουμε τη συμβουλευτική γονέων στο πώς να χειριστούν τις δυσκολίες των παιδιών. Παραπέμπουμε επίσης παιδιά με ζητήματα ψυχικής υγείας σε Κέντρα Ψυχικής Υγείας, γιατί ο ρόλος μας δεν είναι θεραπευτικός αλλά συμβουλευτικός, και πραγματοποιούμε δράσεις εκπαιδευτικού χαρακτήρα».