Τη στιγμή που ο στόχος της ΕΕ για την ανακύκλωση των αποβλήτων συσκευασίας ως το 2030 είναι το 70%, το πραγματικό ποσοστό ανακύκλωσης αστικών αποβλήτων στη χώρα μας δεν ξεπερνά το 16% (εμείς δηλώνουμε πως ανακυκλώνεται το 21%), ενώ πάνω από το 80% των σκουπιδιών μας καταλήγουν σε χωματερές και η παραγωγή απορριμμάτων την περίοδο 1995-2019 έχει αυξηθεί κατά σχεδόν 73%. Δεν προκαλεί σε κανέναν εντύπωση το γεγονός ότι η Ελλάδα βρίσκεται στην πέμπτη χειρότερη θέση μεταξύ των κρατών της ΕΕ όσον αφορά στις επιδόσεις της στη διαχείριση των αστικών αποβλήτων.
Από την πολιτική απροθυμία, την κακή εφαρμογή των νόμων, την έλλειψη πόρων και τεχνογνωσίας στην τοπική αυτοδιοίκηση και την παγιωμένη διαφθορά, μέχρι την ελάχιστη ενημέρωση των πολιτών, οι λόγοι για τους οποίους η Ελλάδα δεν έχει καταφέρει να δημιουργήσει ένα λειτουργικό σύστημα διαχείρισης των αστικών απορριμμάτων και να πετύχει τους στόχους που έχει δεσμευτεί να υλοποιήσει σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι πολλαπλοί.
Παρά την αποκρουστική κατάσταση, η χώρα μας είναι σε θέση να δημιουργήσει ένα βιώσιμο σύστημα διαχείρισης και να προλάβει τα οφέλη της κυκλικής οικονομίας για την οικονομία, την κοινωνία και το περιβάλλον, όπως προτρέπει νέα έκθεση του WWF Ελλάς που αναλύει τις διαδρομές και τις μεθόδους που πρέπει να ακολουθήσουμε για να το πετύχουμε. Προκειμένου κάτι τέτοιο να αποτελέσει πραγματικότητα, είναι αναγκαίο να τηρηθεί η ιεραρχία διαχείρισης των αποβλήτων μέσα από πέντε διακριτά βήματα: πρόληψη, επαναχρησιμοποίηση, ανακύκλωση, διαχείριση υπολείμματος και τέλος, ως μια μορφή έσχατης λύσης, την καύση ή ταφή όσων απορριμμάτων δεν ήταν εφικτό να διαχειριστούν στα προηγούμενα βήματα.
Υπό αυτό το πρίσμα, το WWF Ελλάς κατέθεσε χτες μια συνολική πρόταση για τη βιώσιμη διαχείριση των αστικών απορριμμάτων στην Ελλάδα, στην παρουσίαση της οποίας βρέθηκε η Popaganda. Με την υλοποίηση των προτεινόμενων πολιτικών και παρεμβάσεων, η χώρα μπορεί να πιάσει έγκαιρα τους ευρωπαϊκούς της στόχους και να γίνει μια χώρα πρότυπο, παρά τα συνεχόμενα αρνητικά ρεκόρ που σημειώνει τα τελευταία χρόνια.
Αρνητικές επιδόσεις στη διαχείριση των αστικών αποβλήτων. Γιατί;
Το 2020 ο Συνήγορος του Πολίτη εξέδωσε ειδική έκθεση για τη διαχείριση των αποβλήτων στην Ελλάδα, στην οποία επισημαίνει τα πολλά λάθη που έχουν συσσωρευτεί, με κυριότερα την καθυστέρηση στη χωριστή συλλογή, την αδυναμία των δήμων να εφαρμόσουν ολοκληρωμένα σχέδια για την ανακύκλωση, τη μη-τήρηση των περιβαλλοντικών όρων σε έργα διαχείρισης στερεών αποβλήτων και ανακύκλωσης, την ανυπαρξία ελέγχου και την ανοχή των αρμόδιων αρχών σε παρανομίες.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει αποστείλει δύο έγκαιρες ειδοποιήσεις στην Ελλάδα, το 2018 και το 2023, καθώς και μία προειδοποιητική επιστολή το 2021 – όλες σχετικά με την αποτυχία στη διαχείριση των αποβλήτων. Η Γενική Διεύθυνση Περιφερειακής Πολιτικής και Αστικής Ανάπτυξης της ΕΕ (DG Regio) έχει επίσης επισημάνει, με σχετική επιστολή το 2020, τα λάθη στον σχεδιασμό του προγράμματος διαχείρισης αποβλήτων στην Πελοπόννησο το οποίο θεωρεί υπερδιαστασιολογημένο.
Πιο αναλυτικά, οι άνθρωποι του WWF Ελλάς κρίνουν πως οι αρνητικές επιδόσεις μας στη διαχείριση των αστικών αποβλήτων, σχετίζονται με:
- Διαχρονική απροθυμία των κυβερνήσεων να θέσουν ένα φιλόδοξο πλαίσιο και να το εξυπηρετήσουν με συνέπεια
- Πλημμελή ή κακή εφαρμογή των νόμων, οι οποίοι, όταν δεν προκαλούν σύγχυση, μένουν σε μεγάλο βαθμό στη θεωρία, χωρίς λογοδοσία και έλεγχο εφαρμογής
- Έλλειψη εκτελεστικού βραχίονα που θα παρακολουθεί την πορεία και θα αναλαμβάνει διορθωτικές ενέργειες
- Έλλειψη αποτελεσματικού συντονισμού μεταξύ των αρμόδιων φορέων και ορθής κατανομής ρόλων και αρμοδιοτήτων
- Αδυναμία ουσιαστικής εφαρμογής οικονομικών εργαλείων που έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικά βάσει της διεθνούς εμπειρίας, όπως το τέλος ταφής και τα προγράμματα Πληρώνω όσο Πετάω (ΠοΠ)
- Έλλειψη μηχανισμού ελέγχου, αξιολόγησης και επιβολής κυρώσεων στους αρμόδιους φορείς από το κράτος
- Αδυναμία της τοπικής αυτοδιοίκησης να ανταποκριθεί, κυρίως λόγω έλλειψης τεχνογνωσίας, πόρων και ανθρώπινου δυναμικού
- Πλημμελή εφαρμογή της διευρυμένης ευθύνης παραγωγού, όπου η αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» εξακολουθεί να μην εφαρμόζεται στον απαιτούμενο βαθμό
- Σχεδόν μηδενική συμμετοχή εκ μέρους των πολιτών, αποτέλεσμα της ανυπαρξίας δράσεων ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης
- Παγιωμένη διαφθορά που διαχέεται σε κάθε πτυχή της διαχείρισης απορριμμάτων, μιας και όπως λέγεται «τα
απόβλητα αξίζουν το βάρος τους σε χρυσάφι»
Μπορεί η κατάσταση και οι επισημάνσεις γύρω από αυτή να κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου, όμως εξακολουθούμε να βαδίζουμε προς την ίδια αναποτελεσματική κατεύθυνση. Όπως εξηγεί ο Αχιλλέας Πληθάρας, υπεύθυνος αποτυπώματος του WWF Ελλάς, το Εθνικό Σχέδιο Διαχείρισης Αποβλήτων (ΕΣΔΑ) που εκδόθηκε το 2020 και αναθεωρήθηκε εν μέρει το 2023, «δίνει σχεδόν αποκλειστική έμφαση στα κατώτερα στάδια της ιεραρχίας διαχείρισης των αποβλήτων, αφού προτείνει την καύση απορριμμάτων σαν βασική μέθοδο διαχείρισης και προβλέπει τη δημιουργία δεκάδων Μονάδων Επεξεργασίας Αποβλήτων (ΜΕΑ), οι οποίες απαιτούν εγγυημένες ποσότητες και μακροχρόνια συμβόλαια, πράγμα που απειλεί να καθηλώσει τη διαχείριση των αποβλήτων σε αναποτελεσματικές μεθόδους.
Μάλιστα, αν και η ΕΕ όρισε ως στόχο για την Ελλάδα να μην θάβει πάνω από το 10% των αστικών αποβλήτων ως το 2040, η κυβέρνηση έφερε αυτόν τον στόχο 10 χρόνια μπροστά, ως το 2030, για να εμφανιστεί ως αναγκαιότητα η καύση των σκουπιδιών. Παράλληλα, το εθνικό σχέδιο πρόληψης παραγωγής αποβλήτων παραμένει στα χαρτιά και ο καφέ κάδος δεν αποδίδει παρόλο που έχουν δαπανηθεί πολλοί χρηματικοί πόροι, ενώ χρήσιμα εργαλεία, όπως το Πληρώνω Όσο Πετάω (ΠοΠ) δεν έχουν εφαρμοστεί ακόμα, παρά τη νομοθέτησή τους».
Από τη θεωρία στην πράξη: Η βιώσιμη οδός στη διαχείριση των απορριμμάτων
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αποδεχτεί πως ο μόνος δρόμος για τη βιωσιμότητα είναι η μετάβαση σε μια κυκλική οικονομία μηδενικών αποβλήτων έως το 2050 και σταδιακά εισάγει πολιτικές προς αυτή την κατεύθυνση, όπως η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, το Σχέδιο Δράσης για την Κυκλική Οικονομία, οι νέοι κανόνες για τις συσκευασίες. Όπως εκτιμά το WWF Ελλάς, το μοντέλο διαχείρισης αποβλήτων που προκρίνει σήμερα η Πολιτεία θα κοστίσει πάνω από 5 δισεκατομμύρια ευρώ για αχρείαστες επενδύσεις με πόρους που θα προέλθουν αποκλειστικά από τους φορολογούμενους.
Αντιθέτως, ένα διαφορετικό μοντέλο με έμφαση στην πρόληψη και στην ανακύκλωση θα κοστίσει τουλάχιστον τρεις φορές λιγότερο, αξιοποιώντας διαθέσιμους ευρωπαϊκούς πόρους και δημιουργώντας πολλαπλά οφέλη στην οικονομία, στην κοινωνία, στην αγορά εργασίας με πολλές νέες θέσεις εργασίας, στη δημόσια υγεία και φυσικά, στο περιβάλλον. Σε βάθος δεκαπενταετίας, το ετήσιο λειτουργικό κόστος διαχείρισης θα είναι σχεδόν 40 ευρώ λιγότερο ανά τόνο διαχειριζόμενων αστικών αποβλήτων, αν ακολουθηθεί η πορεία που προτείνει η οργάνωση.
Με αυτό το σκεπτικό, ο υπεύθυνος αποτυπώματος της WWF παρουσίασε τις προτάσεις που η οργάνωση κατέθεσε στην Πολιτεία, σύμφωνα με τις οποίες η Ελλάδα μπορεί ως το 2040 να μειώσει τα απορρίμματά της κατά 35%, να περιορίσει την σπατάλη τροφίμων κατά 50%, να οδηγεί σε ανακύκλωση το 90% των απορριμμάτων της, να θάβει μόλις το 8% των παραγόμενων απορριμμάτων και να εξοικονομήσει τουλάχιστον 3 δισεκατομμύρια ευρώ σε επενδύσεις στη διαχείριση των απορριμμάτων.
Απαιτείται η θέσπιση ενός μηχανισμού ελέγχου, παρακολούθησης και λογοδοσίας, καθώς το μεγάλο πρόβλημα στη διαχείριση αποβλήτων στην Ελλάδα πάει χέρι-χέρι με τη διαφθορά
Προκειμένου η χώρα να οδεύσει προς την κυκλική οικονομία, σεβόμενη τις δεσμεύσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο, είναι απαραίτητο να τηρηθούν μια σειρά από μέτρα. Όπως εξηγεί ο κ. Πληθάρας, «πρέπει να εφαρμοστεί το εργαλείο Πληρώνω όσο Πετάω (ΠοΠ), προκειμένου να πληρώνουμε ανάλογα με τις ποσότητες που πετάμε και όχι με τα τετραγωνικά του σπιτιού μας, αλλά και η χωριστή συλλογή των αποβλήτων τροφίμων, κυρίως με συλλογή πόρτα-πόρτα όπως συμβαίνει ήδη με επιτυχία σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Στο πλαίσιο αυτό, ιδιαίτερα ωφέλιμη είναι η ανάπτυξη χωριστών ρευμάτων για τα διαφορετικά ανακυκλώσιμα υλικά, με τη σταδιακή κατάργηση του πράσινου και του μπλε κάδου».
Η συλλογή πόρτα-πόρτα, η μέθοδος δηλαδή με την οποία οι πολίτες βγάζουν τα απορρίμματά τους στο δρόμο σε συγκεκριμένες μέρες ή σε ειδικούς κάδους, έχει ήδη φέρει πολύ ενθαρρυντικά αποτελέσματα στην Καταλονία, με τριπλασιασμό των ποσοτήτων βιοαποβλήτων που συλλέχθηκαν σε σχέση με τη συλλογή σε μεγάλους κάδους (112 κιλά τον χρόνο έναντι 42 κιλά τον χρόνο), ενώ επίσης η καθαρότητα των συλλεχθέντων βιοαποβλήτων ήταν πολύ καλύτερη σε σχέση με τα βιοαπόβλητα που συλλέγονται σε κεντρικούς κάδους (5% υπόλειμμα έναντι 14%).
Η δημιουργία αποτελεσματικών και διαφανών συστημάτων ανακύκλωσης, ώστε οι επιχειρήσεις να αναλαμβάνουν το πραγματικό κόστος των απορριμμάτων τους και η ανάπτυξη κινήτρων και χρηματοδοτήσεων για την επαναχρησιμοποίηση, ώστε να αναπτυχθούν νέα προϊόντα και υπηρεσίες, είναι εξίσου σημαντικά. Ταυτόχρονα, «απαιτείται παροχή κατάρτισης, τεχνογνωσίας και επαρκών πόρων στις δημοτικές αρχές για να μπορέσουν να επιτελέσουν σωστά το έργο τους, αλλά και η θέσπιση ενός μηχανισμού ελέγχου, παρακολούθησης και λογοδοσίας, καθώς το μεγάλο πρόβλημα στη διαχείριση αποβλήτων στην Ελλάδα πάει χέρι-χέρι με τη διαφθορά. Η υλοποίηση εντατικών δράσεων ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης, αλλά και θέσπιση διαδικασιών διαβούλευσης, με στόχο οι πολίτες να γίνουν συμμέτοχοι στη λύση, πρέπει να ληφθούν επίσης σοβαρά υπόψη», σημειώνει ο κ. Πληθάρας.
Η καύση των σκουπιδιών δεν αποτελεί λύση
Η καύση απορριμμάτων είναι ασύμβατη με τους στόχους μείωσης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου για την καταπολέμηση της κλιματικής κρίσης και προκαλεί την έκλυση τοξικών αέριων ρύπων, όπως διοξίνες, πτητικά βαρέα μέταλλα, ακόμα και υπερφθοριωμένα χημικά. Έχει εκτιμηθεί πως η ανακύκλωση φέρνει καθαρά κλιματικά οφέλη σε σχέση με την καύση, της τάξης των 0,75 τόνων CO2 ανά τόνο αποβλήτων. Αν δηλαδή η καύση ενός τόνου αποβλήτων οδηγεί στην έκλυση ενός τόνου CO2, η ανακύκλωση οδηγεί στην έκλυση 0,25 τόνων CO2. Σε χώρες όπως η Αυστρία, η Νορβηγία, η Δανία, η Σουηδία και το Ηνωμένο Βασίλειο, η στροφή προς την καύση συνοδεύτηκε με χαμηλές επιδόσεις στη βελτίωση των επιδόσεων ανακύκλωσης.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει καλέσει τα κράτη μέλη όπως η Ελλάδα να μην επενδύσουν στην καύση, αλλά στην ανάπτυξη συστημάτων στα ανώτερα στάδια της ιεραρχίας. Ο κ. Πληθάρας αναφέρει ότι η Κομισιόν θεωρεί πως οποιοσδήποτε νέος αποτεφρωτήρας έρχεται σε αντίθεση με την αρχή της μη-πρόκλησης σημαντικής βλάβης. «Η κατασκευή και λειτουργία μιας μονάδας καύσης είναι μια ιδιαίτερα ακριβή υπόθεση. Οι επενδύσεις αυτού του είδους όχι μόνο δεν πρόκειται να λάβουν ευρωπαϊκή χρηματοδότηση, αλλά επιπρόσθετα οι μονάδες καύσης αναμένεται να ενσωματωθούν στο σύστημα εμπορίας ρύπων της ΕΕ (EU ETS), πράγμα που σημαίνει ότι το κόστος που θα επωμιστούν οι δήμοι και οι πολίτες θα είναι ακόμα μεγαλύτερο».
Παρ’ όλα αυτά, με την τροποποίηση του Εθνικού Σχεδίου Διαχείρισης Αποβλήτων (ΕΣΔΑ) το 2023, η καύση των σκουπιδιών επαινείται ως η κύρια μέθοδος διαχείρισης των απορριμμάτων που παράγουν τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις της χώρας. Στην πρότασή του, το WWF Ελλάς αποδεικνύει την επικινδυνότητα της στροφής της Ελλάδας προς τη μαζική καύση σκουπιδιών. Πιο συγκεκριμένα, «η καύση συντελεί στην παραγωγή μεγάλων ποσοτήτων αερίων θερμοκηπίου (η καύση ενός τόνου αποβλήτων οδηγεί στην έκλυση περίπου 1-1,2 τόνων CO2), ενώ προκαλεί την έκλυση τοξικών αέριων ρύπων (π.χ. διοξίνες, πτητικά βαρέα μέταλλα), με ό,τι αυτό σημαίνει για τη δημόσια υγεία και την υγεία του περιβάλλοντος».
Η ανακύκλωση προκαλεί σχεδόν 75-80% λιγότερες εκπομπές αερίων θερμοκηπίου σε σχέση με την καύση
Ακόμα, δεδομένου του τεράστιου κόστους δημιουργίας και λειτουργίας μονάδων καύσης που θα «παγιδεύσει» το σύστημα διαχείρισης για τα επόμενα 30-40 χρόνια, η ανακύκλωση και η πρόληψη θα καθηλωθούν. Από την άλλη πλευρά, η ανακύκλωση προκαλεί σχεδόν 75-80% λιγότερες εκπομπές αερίων θερμοκηπίου σε σχέση με την καύση.
«Η Ελλάδα βρίσκεται απελπιστικά πίσω στη διαχείριση των αστικών αποβλήτων και η σημειακή βελτίωση δεν μπορεί να αποτελεί επιλογή», υπογραμμίζει ο υπεύθυνος αποτυπώματος της WWF. «Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και ο Συνήγορος του Πολίτη έχουν εντοπίσει εδώ και καιρό τα πολλά προβλήματα που έχουν συσσωρευτεί στον τομέα αυτό και καλούν σε σειρά διαρθρωτικών αλλαγών, χωρίς όμως να βρίσκουν ανταπόκριση από την Ελληνική Πολιτεία. Η διαχείριση των αστικών αποβλήτων θα πρέπει να αποτελέσει σημείο σύγκλισης για όλες τις υγιείς πολιτικές δυνάμεις, καθώς η προβληματική διαχείριση μπορεί να φέρνει πολλά κέρδη σε λίγους, αλλά προκαλεί πολλαπλάσια βλάβη στα δημόσια οικονομικά, το περιβάλλον και στην υγεία των πολιτών».