Δημοσθένης Παπαπαμάρκος, συγγραφέας
Θυμάμαι που πριν τις πρώτες μου πανελλήνιες όλοι μου λέγανε ότι «δεν είναι τίποτα, θα το θυμάσαι χρόνια μετά και θα σου φαίνεται αστείο – θα γελάς». Η αλήθεια είναι ότι ακόμα και τώρα, δεκατέσσερα χρόνια μετά, δυσκολεύομαι να βρω κάτι το αστείο στη διαδικασία των πανελληνίων, πολλώ δε μάλλον να γελάσω. Και βασικά δεν ξέρω και πολλούς που τις αντιμετωπίζουν έτσι. Τείνω να πιστεύω ότι αυτά τα «θα το θυμάσαι και θα γελάς» είναι συνειδητά ψέματα των ενηλίκων, το είδος της ενθαρρυντικής παρηγόριας που φυλάμε για τους βαριά αρρώστους στο πιο κρίσιμο βράδυ τους. Κι η αλήθεια είναι ότι κάπως έτσι τις θυμάμαι, ως μια περίοδο που την πέρασα σαν ασθενής σε καραντίνα. Επειδή δε, ανήκω στην τυχερή εκείνη φουρνιά που έδωσε πανελλήνιες και στη Β’ και στη Γ’ Λυκείου, αυτό το πράγμα το έζησα δις. Κάπως σαν να πέρασα πνευμονία δυο φορές. Κι όπως κάθε βαριά ασθένεια μου άφησε κάποια κουσούρια.
Μιας και από τα μικράτα μου είχα αρχίσει να παρεκκλίνω από τον δρόμο της Ελληνορθοδοξίας κι είχα αρχίσει να ασπάζομαι τον «κομμουνισμό και την αθεΐα», όταν σκάσανε τα πρώτα άγχη λόγω των πανελληνίων, συνειδητοποίησα ότι σε αντίθεση με πολλούς συμμαθητές μου δεν μπορούσα να ανατρέξω σε «ευλογία και έλεος Κυρίου» για να την βγάλω καθαρή. Δεδομένου ότι όλη μου η ενέργεια κατευθυνόταν εξ’ ολοκλήρου στην προετοιμασία για τις εξετάσεις, δεν μου απόμενε ρανίδα σκέψης να αφιερώσω στην εκλογίκευση της κατάστασης που βίωνα και που ίσως θα με βοηθούσε να αντιμετωπίσω το άγχος μου. Έτσι κατέφυγα στο τελευταίο καταφύγιο κάθε υποκριτή ρασιοναλιστή: στην δεισιδαίμονη ψυχαναγκαστική επανάληψη. Με άλλα λόγια, έφτιαξα το δικό μου προσωπικό τελετουργικό προστασίας ενάντια σε οτιδήποτε θα μπορούσε να κάνει τα πράγματα να πάνε στραβά, μία λειτουργία προλήψεων μέσω των οποίων εκβίαζα την καλή τύχη. Και για να το κάνω πιο λιανά, επέβαλα στον εαυτό μου για όλη την περίοδο των εξετάσεων μια καταναγκαστική επαναληπτικότητα στο «κάθε μέρα» μου. Ξυπνούσα ακριβώς την ίδια ώρα κάθε μέρα, καθόμουνα ακριβώς στην ίδια θέση στον καναπέ όσο ο πατέρας μου ετοίμαζε ελληνικό καφέ -που υπό νορμάλ συνθήκες δεν έπινα- και για τους δύο και του ζητούσα να τον σερβίρει στην ίδια πάντα κούπα. Ντυνόμουνα φορώντας τα ρούχα μου -που είχα φροντίσει από το προηγούμενο βράδυ να βρίσκονται στη «σωστή» θέση στη «σωστή» καρέκλα- με την ίδια πάντα σειρά κι αποχαιρετούσα τον πατέρα μου που έφευγε για τη δουλειά νωρίτερα από εμένα με τα ίδια πάντα λόγια. Αργότερα όταν ξυπνούσε η μάνα μου, την καλημέριζα επίσης με τα ίδια λόγια και έπειτα την αγνοούσα μέχρι να έρθει η ώρα να φύγω. Τότε την χαιρετούσα και πάλι με τρόπο που έμενε πάντοτε ίδιος κι απαράλλαχτος, κι εκείνη μου απαντούσε με τα λόγια που της είχα υπαγορεύσει εγώ ως «σωστά». Έβγαινα από το σπίτι αφού είχα χαιρετήσει με ακριβώς τον ίδιο τρόπο τον παππού και τη γιαγιά μου -η τελευταία με έραινε κάθε πρωί με αγιασμό κι εγώ το δεχόμουν, όχι από θρησκευτικό αίσθημα, αλλά γιατί την πρώτη ημέρα των πανελληνίων δεν το είχα καταφέρει να το αποφύγω, οπότε αναγκαστικά πλέον η διαδικασία έπρεπε να επαναλαμβάνεται κάθε μέρα για να μη σπάσει το «γούρι»-, άνοιγα την αυλόπορτα με το ίδιο χέρι και την δρασκελούσα με το ίδιο πόδι. Έπαιρνα την ίδια ανηφόρα για το σχολείο, χαιρετούσα τους ίδιους ανθρώπους στο δρόμο και με ακριβώς τις ίδιες λέξεις, κι αν πετύχαινα κάποιον συμμαθητή που επέμενε να με συνοδεύσει, του έλεγα κάθε πρωί τα ίδια πράγματα ενώ παράλληλα φρόντιζα να μην αφήνω από τα μάτια μου το δρόμο, γιατί υπήρχαν και συγκεκριμένες λακκούβες μέσα στις οποίες όφειλα να πατήσω. Νομίζω ότι δε χρειάζεται να πω κι άλλα. Ότι δηλαδή τα στυλό μου, η κάρτα μου και όλα τα υπόλοιπα ήταν πάντα στην ίδια θέση και διάταξη πάνω στο θρανίο μου, ότι ακόμα κι αν δεν ένιωθα την ανάγκη, πάντοτε πάνω στη μιάμιση ώρα εξέτασης ζητούσα να βγω έξω στις βρύσες και να πιω νερό, πλένοντας παράλληλα τα χέρια μου με τις ίδιες κινήσεις.
Η αλήθεια είναι ότι τώρα που τα θυμάμαι όλα αυτά γελάω πράγματι, αλλά αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς δε γελάω με τις πανελλήνιες αυτές καθεαυτές. Έχω ακούσει πολλές φορές τους αριστούχους που βγάζουν τα κανάλια κάθε χρονιά να λένε πως δεν διάβαζαν πολύ, πως έβγαιναν κι είχαν χρόνο και για άλλα πράγματα, πως το παν είναι ο σωστός προγραμματισμός και πως δεν είχαν και πολύ άγχος. Συγκρατούμαι να μην ανακράξω «παπάρια μπλε», γιατί σκέφτομαι πως οκέι, για κάποιους ανθρώπους μπορεί όλα αυτά και να ισχύουν. Προσωπικά για μένα, όμως, οι πανελλήνιες ήταν κάτι που απαίτησε μοναστικού τύπου ζωή για δύο χρόνια, πάρα πολλή δουλειά με ελάχιστο ελεύθερο χρόνο -κι αυτόν μόνο για ύπνο- και άγχος, το οποίο αν και δεν εκδηλωνόταν σε γκρίνιες ή πανικούς, με οδηγούσε για έναν ολόκληρο μήνα κάθε χρόνο -όσο διαρκούσαν οι εξετάσεις δηλαδή- σε μία νευρωτική κατάσταση ψυχαναγκασμού.
Διαβάζοντας τα παραπάνω μπορεί να νομίζει κανείς ότι είμαι εναντίον των πανελληνίων εξετάσεων ως τρόπου εισαγωγής στα πανεπιστήμια. Αλλά δεν είμαι. Σίγουρα χρειάζονται αλλαγές και μάλιστα μεγάλες στην λογική των εξετάσεων -για παράδειγμα το γεγονός ότι πριμοδοτούν περισσότερο την αποστήθιση παρά την κριτική σκέψη είναι σοβαρό πρόβλημα. Αλλά ως θεσμός θεωρώ ότι είναι από τους ελαχίστους, ίσως και ο μόνος, στο σημερινό ελληνικό κράτος που παραμένει αξιοκρατικός. Δεν έχει σημασία ποιος είσαι, ποιον ξέρεις και άλλα τέτοια «ωραία». Απέναντι στις ερωτήσεις όλοι είναι ίσοι κι ανταποκρίνονται ανάλογα με την προετοιμασία που έχουν κάνει και το τι κατεβάζει η κούτρα τους. Ο από μηχανής θεός του κονέ δεν μπορεί να σε βοηθήσει και ν’ αλλοιώσει το αποτέλεσμα. Επιπλέον, η μεγάλη ομολογουμένως δοκιμασία των πανελληνίων σηματοδοτεί και την πρώτη μεγάλη «μάχη» που καλείσαι να δώσεις για τον εαυτό σου, που εκτός από τελετή ενηλικίωσης μπορεί να γίνει και «αναφορά αγώνα» για τα όσα θα ακολουθήσουν στην μετέπειτα ζωή σου. Τουλάχιστον, έτσι τις αντιμετώπιζα και συνεχίζω να τις αντιμετωπίζω. Κάθε φορά που στη ζωή μου προκύπτει κάποια μεγάλη δυσκολία που είναι μέσα στις δυνάμεις μου να αντιμετωπίσω, σκέφτομαι ότι κάποτε είχα καταφέρει να περάσω επιτυχώς από τη δοκιμασία των πανελληνίων. Η σκέψη αυτή είναι μια ακαριαία ένεση αυτοπεποίθησης στη λογική του ότι «αν είχα καταφέρει να τα βγάλω πέρα τότε, σίγουρα μπορώ και τώρα». Με άλλα λόγια, είναι κάτι αντίστοιχο γι’ αυτό που λένε για τους άντρες και το στρατό, μόνο που στην περίπτωση των πανελληνίων δε γίνεσαι «άντρας», απλά παίρνεις μια καλή γεύση του τι σημαίνει να αναλαμβάνεις τις ευθύνες σου ως ενήλικος και να σηκώνεις το ανάστημά σου απέναντι στις όποιες προκλήσεις χωρίς τα δεκανίκια τρίτων.
Η συλλογή διηγημάτων “ΜεταΠοίηση” του Δημοσθένη Παπαμάρκου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος.