Τον Αύγουστο του 1941, ο Ουίνστον Τσώρτσιλ και ο Φράνκλιν Ρούσβελτ συναντώνται ανοιχτά των ακτών του νησιού Νιουφάουντλαντ, για να μοιραστούν τις πρώτες τους σκέψεις γύρω από το πώς θα διαμορφώνονταν ο κόσμος post bellum. Ο Βρετανός πρωθυπουργός είναι τόσο ενθουσιασμένος που θα συναντούσε έναν πρόεδρο των ΗΠΑ, που, όπως είπε ένας αξιωματούχος, παρών στη συνάντηση, «νόμιζες ότι αναλαμβάνεται στους ουρανούς για να συναντήσει το θεό». Οι δύο χώρες εκπονούν τον Ατλαντικό Χάρτη, ο οποίος επιδιώκει «ένα καλύτερο μέλλον για τον κόσμο», που θα εδράζεται στις αρχές της αυτοδιάθεσης των λαών, της συλλογικής ασφάλειας και του ελεύθερου εμπορίου. Οι ΗΠΑ δεν έχουν ακόμη εισέλθει στον πόλεμο, όμως πρέπει στο τέλος της πολεμικής αναμέτρησης να βρίσκονται στους νικητές. Στόχος άλλωστε δεν είναι απλώς η επικράτηση επί των δυνάμεων του Άξονα. Οι ΗΠΑ θέλουν να «κερδίσουν την ειρήνη», που θα επιτρέψει μεταπολεμικά τη διαμόρφωση μίας ασφαλούς μεταπολεμικής παγκόσμιας τάξης πραγμάτων, εντός της οποίας ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος θα ήταν ο τελευταίος παγκόσμιος πόλεμος.
Σήμερα οι ΗΠΑ αυξάνουν τη στρατιωτική τους εμπλοκή κατά του ISIS στη Μέση Ανατολή. Το Ισλαμικό Κράτος, παρακινούμενο από την πίστη ότι η μέρα της κρίσης – για το ίδιο και για τον κόσμο – πλησιάζει, προχώρησε σε σειρά τρομοκρατικών επιθέσεων έξω από τα σύνορα του Χαλιφάτου, με αποκορύφωμα την κατάρριψη του ρωσικού αεροσκάφους στην Αίγυπτο και τις επιθέσεις στο Παρίσι.
Σε αντίθεση με τη σε βάθος χρόνου πολιτική αντίληψη του Ρούσβελτ, οι πολιτικοί αξιωματούχοι των ΗΠΑ δεν δείχνουν σήμερα να καταπιάνονται ιδιαίτερα με την «μετά τον ISIS εποχή». Η πολιτική αντιπαράθεση περιορίζεται σε άμεσους στρατιωτικούς στόχους. Ποιος ασχολείται με το πλαίσιο ειρήνης που θα προκύψει μετά το τέλος των πολεμικών επιχειρήσεων;
Η προεδρία του Μπαράκ Ομπάμα έχει υποβαθμίσει το ζήτημα. Το πλάνο του Λευκού Οίκου επικεντρώνεται αποκλειστικά σε εναέριους βομβαρδισμούς και στήριξη τοπικών στρατιωτικών ομάδων που πολεμούν κατά του Ισλαμικού Κράτους. Όμως αυτό απέχει πολύ από έναν σχεδιασμό για το τι θα ακολουθήσει, πόσο μάλλον για το τι επιθυμεί η Δύση να ακολουθήσει. Σε αυτόν τον τόνο, ο Αμερικανός πρώην Υπουργός Εθνικής Άμυνας, Ρόμπερτ Γκέιτς, δήλωσε την περασμένη άνοιξη: «Στο μέτωπο [του Ισλαμικού Κράτους] παίζουμε με ορίζοντα την κάθε ημέρα».
Μετά τις επιθέσεις στο Παρίσι, η πρώην Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ και διεκδικήτρια του χρίσματος των Δημοκρατικών, Χίλαρι Κλίντον, δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη, σημειώνοντας επικριτικά σχετικά με την τακτική του Λευκού Οίκου: «Είναι η ώρα να γυρίσουμε σελίδα, να εντατικοποιήσουμε και να επεκτείνουμε τις προσπάθειές μας για να διαλύσουμε το υπό διαμόρφωση Χαλιφάτο».
Το επιτελείο του Ομπάμα δεν είναι ηλίθιο, ούτε τυφλό. Ξέρει ότι ένα μακροπρόθεσμο πλάνο για τη Μέση Ανατολή θα μπορούσε να γυρίσει μπούμερανγκ για τις ΗΠΑ. Αν η αμερικανική ηγεσία διαμόρφωνε ένα μακρόπνοο σχέδιο για την καταστροφή του Ισλαμικού Κράτους, αυτό θα μπορούσε να αναγκάσει τις ΗΠΑ να αυξήσουν δραματικά τις στρατιωτικές δαπάνες. Ο Μπαράκ Ομπάμα, έχοντας κατά νου το «προηγούμενο» του πολέμου στο Ιράκ, αμφιταλαντεύεται για το αν θα πρέπει να προχωρήσει σε μία εκτεταμένη και πολυδάπανη στρατιωτική επέμβαση, οι καρποί της οποίας θα είναι στην καλύτερη των περιπτώσεων ένα θολό τοπίο στη Μέση Ανατολή. Αυτός είναι και ο λόγος που ο Αμερικανός πρόεδρος μιλά συχνά για την ανάγκη «περιορισμού της επέκτασης του Ισλαμικού Κράτους».
Λίγο πριν τις τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι, ο ίδιος δήλωσε στο ABC News: «Από την αρχή στόχος μας ήταν να τους [σ.σ.: τους Τζιχαντιστές] περιορίσουμε. Και το πετύχαμε». Ο Ομπάμα βλέπει το ISIS ως ένα μακροπρόθεσμο πρόβλημα χωρίς ορατή εύκολη λύση και αυτό δεν του επιτρέπει να σκεφτεί «πολύ μακριά». Το πλάνο φαίνεται να είναι το εξής: διατήρησε την κατάσταση ως έχει και όσες περισσότερες εναλλακτικές γίνεται ανοικτές, μέχρι την ώρα που θα έρθει ο επόμενος πρόεδρος για να λύσει το πρόβλημα.
Ποτέ ο πόλεμος δεν είναι αυτοσκοπός. Ποτέ ο πόλεμος δεν σημαίνει απλώς καταστροφή του αντιπάλου. Σημαίνει την ευκαιρία να διαμορφωθεί μετά το τέλος του ένα περιβάλλον ειρήνης, στους κόλπους του οποίου δεν θα εμφανιστεί ξανά η απειλή του πολέμου
Γνώστες της δύσκολης θέσης στην οποία βρίσκονται οι ΗΠΑ είναι και οι Ρεπουμπλικάνοι, οι οποίοι επίσης έχουν προσπαθήσει να περιορίσουν το ζήτημα της «τελικής λύσης» για τη Μέση Ανατολή στην ανάγκη διάλυσης του Ισλαμικού Κράτους. Ο υποψήφιος για το χρίσμα των Ρεπουμπλικάνων, Τζεμπ Μπους, πρότεινε οι ΗΠΑ να κηρύξουν τον πόλεμο κατά του ISIS, προωθώντας ταυτόχρονα το τέλος του καθεστώτος Άσαντ στη Συρία: «Πρέπει να διαμορφώσουμε μία συμμαχία που θα πολεμήσει τόσο τον Άσαντ, όσο και το Ισλαμικό Κράτος, δημιουργώντας για τους ανθρώπους ένα ασφαλές πλαίσιο». Ο Λίντσεϊ Γκράχαμ υποστήριξε την αποστολή 10.000 στρατιωτών σε Συρία και Ιράκ. Ο Τεντ Κρουζ ζήτησε την αύξηση των εναέριων βομβαρδισμών και της βοήθειας προς τους Κούρδους. Ο Ντόναλντ Τραμπ είπε: «Βομβαρδίστε τους μέχρι να τους βγουν έξω τα έντερα».
Το σύνολο της πολιτικής τάξης της Αμερικής αρνείται μία συνολική συζήτηση για το Μεσανατολικό, καθώς αυτό ενδέχεται να λειτουργήσει ανασταλτικά στις προσπάθειες των ΗΠΑ να αυξήσουν τις επιχειρήσεις τους στη Συρία. Οι ΗΠΑ θέτουν ως απόλυτη προτεραιότητα την εξολόθρευση του Ισλαμικού Κράτους και η πολιτική αντιπαράθεση γύρω από το «μετά το ISIS» θα μπορούσε να παραλύσει ακόμα και τη σημερινή περιορισμένη αμερικανική επέμβαση στη Μέση Ανατολή. Το άλμα θα ήταν τόσο επισφαλές, που θα μας έκανε να αποφύγουμε την προσπάθεια ακόμη και να το δοκιμάσουμε.
Στόχος ήταν το τέλος του Σαντάμ Χουσεΐν και ως εκ τούτου η σταθεροποίηση του Ιράκ μετά την εισβολή δεν είχε καμία σημασία. Οι ΗΠΑ κέρδισαν τον πόλεμο, όμως δεν κατέκτησαν την ειρήνη. Και αυτό έφερε νέο πόλεμο, με έναν εχθρό πιο εξτρεμιστικό, το ISIS
Η κατάσταση σε Συρία και Ιράκ είναι τόσο κατακερματισμένη, που η τακτική του «βλέποντας και κάνοντας» φαίνεται τουλάχιστον λογική, καθώς περιορίζει τα ρίσκα και τις πιθανές ζημιές που ενδέχεται να εγκυμονούν. Κανείς δεν ξέρει τι θα προκύψει την επόμενη εβδομάδα, πόσο μάλλον τον επόμενο χρόνο. Όμως το post bellum είναι σημαντικό σε κάθε πολιτική εμπλοκή. Ο Πρώσος θεωρητικός πολέμου, Καρλ Φον Κλάουσεβιτς, πίστευε πως κάποιος θα πρέπει να αποφεύγει το πρώτο βήμα του πολέμου «αν δεν έχει σκεφτεί το τελευταίο». Σε ανάλογο μήκος κύματος, ο Αμερικανός πρώην Υπουργός Εξωτερικών, Χένρι Κίσινγκερ, έγραψε κάποτε: «Η πολιτική δοκιμάζεται όταν ολοκληρώνεται, όχι όταν ξεκινά».
Μία νοοτροπία βραχυπρόθεσμου πολιτικού σχεδιασμού μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα έναν καταστροφικό διαρκή πόλεμο. Στην περίπτωση του 1941, την ώρα που οι Τσώρτσιλ και Ρούσβελτ διαμόρφωναν τον μεταπολεμικό χάρτη, οι ηγέτες της Ιαπωνίας αμφιταλαντεύονταν ως προς το εάν έπρεπε να εξαπολύσουν μία επίθεση ενάντια στις ΗΠΑ. Χωρίς να αντιληφθεί τι μπορεί να σημαίνει μακροπρόθεσμα μία ιαπωνική επίθεση κατά της μεγαλύτερης δύναμης του πλανήτη, ο Ιάπωνας πρωθυπουργός Χιντέκι Τόγιο ζήτησε ένα «άλμα πίστης»: «Καμιά φορά πρέπει να έχουμε το θάρρος να κάνουμε εξαιρετικά πράγματα – όπως το να πηδήξουμε με κλειστά τα μάτια από την ταράτσα του Ναού Κιγιομίτσου», είπε ο ίδιος, αναφερόμενος στον ιερό χώρο του Βούδα που βρίσκεται σε έναν απόκρημνο γκρεμό του Κιότο. Η κοντόφθαλμη και γεμάτη συναίσθημα αποστροφή του Ιάπωνα αξιωματούχου θα οδηγούσε τέσσερα χρόνια αργότερα στη μεγαλύτερη καταστροφή που γνώρισε ποτέ το ιαπωνικό έθνος.
Το 2003, ο Τζορτζ Μπους κήρυξε τον πόλεμο κατά του Ιράκ, χωρίς να εξετάσει τις μακροπρόθεσμες συνέπειες. Στόχος ήταν το τέλος του Σαντάμ Χουσεΐν και ως εκ τούτου η σταθεροποίηση του Ιράκ μετά την εισβολή δεν είχε καμία σημασία. Οι ΗΠΑ κέρδισαν τον πόλεμο, όμως δεν κατέκτησαν την ειρήνη. Και αυτό έφερε νέο πόλεμο, με έναν εχθρό πιο εξτρεμιστικό, το ISIS.
Ποια είναι η εποχή «μετά το ISIS»;
Καταρχάς, η εξολόθρευση του ISIS δεν πρέπει να είναι ο πρωταρχικός στόχος. Η βασική επιδίωξη της Δύσης πρέπει να είναι ένα ασφαλές Ιράκ και μία ασφαλής Συρία. Ποτέ ο πόλεμος δεν είναι αυτοσκοπός. Ποτέ ο πόλεμος δεν σημαίνει απλώς καταστροφή του αντιπάλου. Σημαίνει την ευκαιρία να διαμορφωθεί μετά το τέλος του ένα περιβάλλον ειρήνης, στους κόλπους του οποίου δεν θα εμφανιστεί ξανά η απειλή του πολέμου. Οι νικήτριες του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου δυνάμεις δεν το αντιλήφθηκαν και σύντομα ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, η σημασία του οποίου έγκειται στην μέχρι σήμερα αποφυγή ενός τρίτου παγκοσμίου πολέμου. Δεν έχει νόημα η επικράτηση επί ενός αντιδημοκρατικού καθεστώτος, όταν αυτό που θα επακολουθήσει θα είναι η απόλυτη αναρχία και το χάος.
Ποιος θα κυβερνήσει τις περιοχές που ελέγχονται σήμερα από το Χαλιφάτο;
Η Δύση θα καταστρέψει το ISIS. Η σταθεροποίηση της Συρίας και του Ιράκ είναι ωστόσο μία άλλη, πολύ δυσκολότερη υπόθεση. Μπορεί να απαιτήσει μία μακρόχρονη ανθρωπιστική και ειρηνιστική αποστολή, στην οποία το ΝΑΤΟ -και ειδικά οι ΗΠΑ – θα παίξουν αναμφίβολα πρωταγωνιστικό ρόλο. Αν το Ισλαμικό Κράτος χάσει τα μεγάλα κέντρα που ελέγχει, δε θα παραδοθεί όπως η Ιαπωνία το 1945. Θα επιχειρήσει – ως τελευταία προσπάθεια πολιτικής του επιβίωσης – μία σειρά από επιθέσεις, με στόχο την επανάκτηση των χαμένων εδαφών. Είναι όσοι πολεμούν τους Τζιχαντιστές έτοιμοι να αντιμετωπίσουν μία σειρά από τρομοκρατικά χτυπήματα, βασανιστήρια και βομβιστικές επιθέσεις; Είναι πρόθυμη η διεθνής κοινότητα να επενδύσει δισεκατομμύρια, με σκοπό την οικονομική ανάπτυξη και τη σταθερότητα της Μέσης Ανατολής;
Δεν έχει και τόση μεγάλη σημασία ο αφανισμός του Ισλαμικού Κράτους, αν δεν συνοδευτεί με ένα νέο και βιώσιμο status quo. Αν δεν είσαι έτοιμος να κερδίσεις την ειρήνη, καλύτερα να μην επιχειρήσεις τον πόλεμο
Η εύκολη λύση είναι η αποφυγή των παραπάνω ερωτημάτων και η αντιμετώπιση τους, όταν – και μόνο τότε – η Δύση διαλύσει το Ισλαμικό Κράτος. Όμως αυτή η τακτική ακολουθήθηκε από τις ΗΠΑ και απέτυχε. Το Μάρτη του 2003, ο Αμερικανός Υπουργός Εθνικής Άμυνας, Ντόναλντ Ρούμσφελντ, είπε στον Τζέι Γκάρνερ, υπεύθυνο για την ανοικοδόμηση του Ιράκ: «Δεν σας αφιέρωσα το χρόνο που όφειλα να σας αφιερώσω. Για να είμαι απολύτως ειλικρινής, ήμουν τόσο απορροφημένος από τον πόλεμο που δεν είχα το χρόνο να ασχοληθώ με ό,τι κάνετε». Ο Ρούμσφελντ έβλεπε την ανοικοδόμηση του Ιράκ ως μία διαδικασία ξεχωριστή, με δευτερεύουσα σημασία, σε σχέση με την κύρια, τον πόλεμο κατά του καθεστώτος Χουσεΐν.
Το ίδιο λάθος προσέγγισης έκανε πρόσφατα και ο Τζεμπ Μπους, όταν δήλωσε ότι οι ΗΠΑ οφείλουν να πετύχουν αρχικά μία «ολοκληρωτική νίκη» επί του Ισλαμικού Κράτους «και μετά να επιχειρήσουν να βρουν το πολιτικό consensus, με σκοπό τη σταθερότητα σε Συρία και Ιράκ».
Ακόμη όμως και αν απαντηθούν τα δύσκολα ερωτήματα και επιτευχθούν οι στόχοι της Δύσης, το μέλλον δείχνει ακόμη εξίσου αβέβαιο. Τι σημαίνει αλήθεια για τη διεθνή κοινότητα ένα σταθεροποιημένο πολιτικά Ιράκ ή μια ειρηνική Συρία; Ο αμερικανικός ιδεαλισμός για τη διαμόρφωση ενός «ελεύθερου κόσμου» έξω από τον ελεύθερο κόσμο έχει έρθει πολλές φορές σε καταστροφική σύγκρουση με την πραγματικότητα. Ο Γερμανός Καγκελάριος, Ότο Φον Μπίσμαρκ, είπε ότι η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού, εγκαινιάζοντας έτσι την Realpolitik. O Κλαούσεβιτς είπε ότι ο πόλεμος είναι η συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα. Προκύπτει ότι ο πόλεμος είναι η τέχνη του εφικτού.
Δεν έχει και τόση μεγάλη σημασία ο αφανισμός του ISIS, αν δεν συνοδευτεί με ένα νέο και βιώσιμο status quo. Αν δεν είσαι έτοιμος να κερδίσεις την ειρήνη, καλύτερα να μην επιχειρήσεις τον πόλεμο
Το εφικτό στη Συρία μπορεί να σημαίνει μία άσχημη σταθερότητα, ή ένα κράτος στο οποίο οι Τζιχαντιστές θα είναι ένα διαχειρίσιμο πρόβλημα, στο βαθμό που θα επιτρέψει στη Δύση τη σταδιακή απόσυρσή της από την περιοχή. Το μέγεθος της καταστροφής στη Συρία είναι σήμερα τέτοιο που ΗΠΑ και ΝΑΤΟ θα πρέπει να είναι ρεαλιστές ως προς τους επιτεύξιμους στόχους: μπορεί να είναι αναγκαία η συνδιαλλαγή με ομάδες που έχουν διαπράξει εγκλήματα στο παρελθόν, μπορεί να είναι αναγκαία η αποδοχή μερικών στοιχείων του καθεστώτος Άσαντ, τουλάχιστον για μία μεταβατική περίοδο.
Αυτό που δεν επιτρέπει η κατάσταση στη Συρία είναι η επανάληψη των λαθών στα οποία υπέπεσαν οι ΗΠΑ την περίοδο προεδρίας του Τζορτζ Μπους.
H Συρία είναι η μισή εξίσωση. Μετά την απομάκρυνση του Ισλαμικού Κράτους από τη Μοσούλη και τη Ραμάντι, ποιος θα κυβερνήσει αυτές τις πόλεις του Ιράκ; Και εδώ τίθεται ένα ακόμη σημαντικότερο ερώτημα: έχει η διεθνής κοινότητα την πρόθεση να προστατεύσει τα τωρινά σύνορα του Ιράκ και της Συρίας;
Και το καλύτερο σενάριο στη Μέση Ανατολή να λάβει σάρκα και οστά, δεν θα έχει άρωμα νίκης για τη Δύση. Έρχονται μήνες – αν όχι χρόνια – πολεμικών επιχειρήσεων κατά του ISIS, για να επακολουθήσει ένα ακόμη μεγαλύτερο χρονικό διάστημα μέχρι τη σταθεροποίηση της περιοχής. Αν αυτή επιτευχθεί ποτέ.
Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να ακολουθήσουμε περισσότερο το παράδειγμα του Ρούσβελτ παρά του Τόγιο. Η Δύση μπορεί να πετύχει τους στόχους της, μόνο λαμβάνοντας υπόψη τόσο άμεσες πιεστικές ανάγκες, όσο και μακροπρόθεσμους στόχους. Δεν έχει και τόση μεγάλη σημασία ο αφανισμός του Ισλαμικού Κράτους, αν δεν συνοδευτεί με ένα νέο και βιώσιμο status quo. Αν δεν είσαι έτοιμος να κερδίσεις την ειρήνη, καλύτερα να μην επιχειρήσεις τον πόλεμο.