Ήταν Απρίλης του 2016 όταν η Πρωτοβουλία Αλληλεγγύης στους Οικονομικούς και Πολιτικούς Πρόσφυγες κατέλαβε το έρημο κτίριο του City Plaza.
Είχε προηγηθεί ένα μήνα νωρίτερα η υπογραφή της συμφωνίας Ευρωπαϊκής Ένωσης – Τουρκίας που οδήγησε στο σφράγισμα των συνόρων και τον εγκλωβισμό 60.000 προσφύγων στην Ελλάδα.
Αυτό που είχε να προτείνει το ελληνικό κράτος σ’ έναν πληθυσμό πολλαπλώς τραυματισμένο και διωκόμενο ήταν camp τύπου Μόρια, σκηνές στα τσιμέντα του λιμανιού του Πειραιά και χαρτόκουτα στις πλατείες.
Ως εκ τούτου, η κατάληψη του ξενοδοχείου – όπως και οι καταλήψεις άλλων κτιρίων στο κέντρο της Αθήνας – ήθελε αφενός να καλύψει την επιτακτική και ζωτική ανάγκη εξασφάλισης ενός αξιοπρεπούς τρόπου στέγασης για τους πρόσφυγες και αφετέρου να λειτουργήσει ως ένας ελεύθερος χώρος αντιρατσισμού, αντιφασισμού και συντροφικότητας.
«Με τον καιρό να ‘ναι κόντρα» και παρά τον ανηλεή πόλεμο λάσπης που δέχτηκε, το City Plaza σ’ αυτά τα τρία χρόνια λειτουργίας φιλοξένησε 2500 πρόσφυγες από 13 χώρες.
Τους έδωσε έναν τόπο ασφάλειας και φροντίδας χωρίς συρματοπλέγματα και λάσπες, χωρίς ιεραρχήσεις και καταναγκασμούς, όπου εκεί μέσα μπορούσαν ξανά να γίνουν υποκείμενα.
Να ξεφύγουν από τις στερεότυπες αναπαραστάσεις του «ξένου σώματος» που πρέπει να περιφραχθεί για να μην αλληλεπιδράσει με τα «οικεία σώματα» και από τις φιλανθρωπικές προσεγγίσεις του οίκτου που αντιμετωπίζουν τον προσφυγικό πληθυσμό ως δομικά μειονεκτικό χωρίς δυνατότητες αυτενέργειας και δημιουργίας.
Ζώντας μαζί πρόσφυγες και αλληλέγγυοι απέδειξαν ότι μπορούν, ότι το να ζούμε μαζί δεν είναι ένα ρομαντικό σύνθημα αλλά μια πραγματική υλική και ψυχική συνθήκη συμβίωσης που σφυρηλατείται στο χτίσιμο μιας κοινής καθημερινότητας και φτάνει μέχρι το χτίσιμο ενός κοινού οράματος.
Γιατί πως αλλιώς μπορεί να γίνει;
Πως μπορείς να ονειρευτείς έναν κόσμο χωρίς διακρίσεις και αποκλεισμούς, αν δεν τον ακουμπήσεις λίγο στα χέρια σου;
Το βίωμα είναι η μεγαλύτερη πηγή συνειδητοποίησης. Όταν καθαρίζουμε μαζί, μαγειρεύουμε μαζί, διαβάζουμε μαζί, παίζουμε μαζί, κλαίμε μαζί, γλεντάμε μαζί, διαδηλώνουμε μαζί, καταλαβαίνουμε ότι η αγάπη έχει το ίδιο ηχόχρωμα σε όλες τις γλώσσες του κόσμου.
Στο City Plaza δεν υπήρχαν έτοιμες λύσεις. Από το να υπάρχει χαρτί υγείας μέχρι να το να πάνε να παιδιά σχολείο και να γεννήσουν οι προσφύγισσες, όλα έπρεπε να διευθετηθούν σ’ ένα πλαίσιο συλλογικής ευθύνης και απόφασης. Αυτό είναι η αυτοοργάνωση. Την ίδια στιγμή που μπορεί να συζητάς για τη στρατιωτικοποίηση μιας ηπείρου, την ίδια στιγμή πρέπει να φροντίσεις το φαγητό να είναι πάνω στο τραπέζι.
Είναι μια κοπιαστική αλλά υπέροχη υπόθεση ενδυνάμωσης και χειραφέτησης. Γι’ αυτό άλλωστε κέντρισε το ενδιαφέρον του διεθνούς τύπου, ακτιβιστών από διάφορα μέρη του πλανήτη αλλά και προσωπικοτήτων, όπως η Judith Butler και η Angela Davis.
Ωστόσο, αντιμετωπίζοντας μια σειρά από αντικειμενικές δυσκολίες και υπαρκτές απειλές, η κοινότητα του City Plaza πήρε ήδη από τον Ιούνιο το 2018 τη δύσκολη απόφαση ότι πρέπει να δρομολογήσει όσο πιο ομαλά γίνεται το κλείσιμο της κατάληψης. Οι λόγοι ήταν κυρίως το απόθεμα εθελοντικής προσφοράς ενέργειας και χρόνου που δε μπορεί να είναι ανεξάντλητο σε συνθήκες σκληρής επιβίωσης και ανταγωνισμού και ο κίνδυνος μιας αστυνομικής επιχείρησης εκκένωσης της κατάληψης. Εις βάρος του City Plaza εκκρεμούσαν τρεις εισαγγελικές εντολές εκκένωσης. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα διασάλευε τη σταθερότητα που είχε κατακτηθεί για τους πρόσφυγες – κάτοικους του ξενοδοχείου. Γι’ αυτό από τον περασμένο Ιούνιο το εγχείρημα σταμάτησε να δέχεται νέους κατοίκους και εργάστηκαν όλοι μαζί προκειμένου να βρεθούν αξιοπρεπή καταλύματα για όσα άτομα έμεναν ήδη μέσα. Αφού, λοιπόν, διασφαλίστηκε αυτή η αναγκαιότητα μέσα από μια επίπονη διαδικασία και κανείς δεν έμεινε στο δρόμο, ήρθε αυτή η πολύ φορτισμένη στιγμή που μαζεύτηκαν όλοι ξανά όλοι/ες την Τρίτη για να πάρουν και τα τελευταία πράγματα, να καθαρίσουν το χώρο και να κλείσουν την πόρτα.
Και η συγκίνηση περίσσευε, όπως και να το κάνεις. Όπου και να πάταγες, όπου και να κοίταγες υπήρχαν σημάδια μιας ζωής που άνθισε μέσα από το τραύμα της.
Καθάριζαν με χλωρίνη και δάκρυα, ζωγράφισαν ένα τεράστιο πανό, έκαναν ένα τελευταίο τσιγάρο, αγκαλιάστηκαν σφιχτά, έδωσαν μια υπόσχεση ότι θα συνεχίσουν να υπάρχουν ως κοινότητα και μετά το κτίριο και παρέδωσαν τα κλειδιά στους πρώην εργαζόμενους του ξενοδοχείου.
Παρέδωσαν έναν χώρο σε άριστη κατάσταση και φύλαξαν μέσα τους την εμπειρία ενός όμορφου αγώνα μαζί μ’ ένα ρητό του Μαρκές «Μη κλαις επειδή τελείωσε. Χαμογέλα επειδή συνέβη».