«ΝΒΑ με έβαλε να βλέπω η μάνα μου να φανταστείς. Βέρα Μανιάτισσα, φανατική ΑΕΚτζου, διηγείται ιστορίες με Τρόντζο-Αμερικάνο κι έχει ακόμα τον Μπάγεβιτς εικόνισμα και τον θυμιατίζει». Η αναφορά στον Μπαγέβιτς ξεθωριάζει λίγο το πορτοκαλί σενάριο, αλλά με τέτοια ανατροφή η μοίρα του Δημητρη Κατσιώνη ήταν προδιαγεγραμμένη.
Basketball Junkie. Αρρωστάκι. Εξηγεί ο ίδιος πώς έφτασε ως εδώ…
«Έπαιζα μπάσκετ στο Γύθειο σε καλό επίπεδο, από 15 χρόνων στο ανδρικό. Πήγα μικρός στρατό και μετακομίζοντας μετά στη Θεσσαλονίκη έζησα από κοντά τον Άρη που του είχα μεγάλη αγάπη. Αλλά με τέτοια τρέλα για το μπάσκετ, μου τη βάραγε –πιτσιρικάς ακόμα- και πήγαινα καλοκαίρι στο Τρεβίζο να δω από κοντά το περίφημο camp (τότε με Έτορε Μεσίνα). Έτσι απέκτησα και πολλές επαφές στην Ιταλία γιατί το άλλο μέρος, πέραν της Θεσσαλονίκης, που με διαμόρφωσε μπασκετικά είναι η Μπολόνια, στα χρόνια (late 90s-early 00S) που μια πόλη 400.000 ανθρώπων ήταν η μπασκετική πρωτεύουσα της Ευρώπης. Έχω γαλουχηθεί από την κόντρα Φορτιτούντο – Βίρτους που είχε ακόμα και κοινωνικοπολιτικές διαστάσεις. Κάτι τέτοιο είχαμε ξαναδεί μόνο στο Άρης-ΠΑΟΚ, πουθενά αλλού.
Κάποια στιγμή, λοιπόν, κατάλαβα ότι μάλλον δε θα παίξω στο NBA κι άρχιζαν να με ενδιαφέρουν άλλα πράγματα. Σε τεχνικό επίπεδο. Δεν ήθελα πια να παίζω μπάσκετ, αλλά να το σκέφτομαι. Διάβασα πολύ, παρακολούθησα NCAA, επηρεάστηκα από τον Πατ Ράιλι που τον θεωρώ τη μεγαλύτερη προσωπικότητα στην ιστορία του ΝΒΑ και, παράλληλα, ανέλυσα διαξοδικά το ευρωπαϊκό μπάσκετ που είναι η αδυναμία μου. Μέσα σε μια δεκαετία, έφτιαξα έναν κύκλο 30-40 φίλων/συνεργατών -ανθρώπων σαν κι εμένα- σε διάφορες χώρες, με τους οποίους ανταλλάσσω πληροφορίες. Πέρασα από το eurobasket.com, συνεργάστηκα 1.5 χρόνο περίπου με μεγάλη ισπανική εταιρεία μάνατζμεντ ως scouter για παιδιά 11-16 ετών στη Νότια Ευρώπη. Αλλά απαιτούσε πολύ χρόνο και προσπάθεια με μικρό όφελος, ενώ την ίδια στιγμή έπρεπε να τρέχω και την οικογενειακή επιχείρηση πάντα στο Γύθειο. Όμως, όλο αυτό το networking με βοήθησε πάρα πολύ στο να μεγαλώσει ο μπασκετικός κύκλος μου».
Αυτή είναι η σύντομη περιγραφή της δεκαετίας του 2000 που ουσιαστικά συλλέχθηκε η τεχνογνωσία για να φτιαχτεί το καλύτερο ελληνικό site για μπάσκετ (κι ένα από τα πιο εξειδικευμένα και ποιοτικά στην Ευρώπη). Το Hoopfellas. Όσοι παρακολουθείτε στενά το μπάσκετ, το ξέρετε πια. Και το(ν) έχετε διαβάσει και στην Popaganda όταν χρειαζόμαστε μια γνώμη λίγο πιο «ειδική» πάνω στο αγαπημένο μας σπορ…
«Ξεκίνησα να γράφω το 2010. Βρισκόμουν σε μια περίεργη φάση ψαξίματος, προσωπικά κι επαγγελματικά, αι ήμουν με μια βαλίτσα έτοιμη για να φύγω στην Ιταλία ή το Μπρούκλυν που έχω κάποιους συγγενείς. Τον πρώτο χρόνο, λογικά, δεν υπήρχε μεγάλη ανταπόκριση. Νομίζω, κομβικό σημείο για το site (blog τότε) ήταν η πρώτη χρονιά του Πεδουλάκη στον Παναθηναϊκό, η σελίδα πιστώθηκε την επιμονή της να προτείνει τον Λάσμε. Μετά το πρώτο του παιχνίδι, εκεί που έδειξε τις δυνατότητές του, πραγματοποιήθηκε έκρηξη στην επισκεψιμότητα. Μετά από 6 χρόνια, έχω ημερησίως 5.000-5.500 επισκέπτες. Προφανώς το νούμερο μεγαλώνει πολύ όταν έχουμε πλέι-οφ, σημαντικές διοργανώσεις, τελικούς κτλ. κι εκτοξεύεται ειδικά το καλοκαίρι που προτείνω παίκτες με scouting report, αλλά κι όταν κάνω μερικά σπέσιαλ αφερώματα π.χ. “ποιος είναι ο αγαπημένος σας παίκτης στην ιστορία της Ευρωλίγκας;”. Την ανάλυση της Κυριακής για την Ευρωλίγκα, παρότι βγαίνει 48 ώρες μετά τα ματς, ο κόσμος ανυπομονεί να τη διαβάσει».
Ο Δημήτρης είναι 34. Τυπική περίπτωση, ηλικιακά, που πήρε μυρωδιά από την έκρηξη του ‘87, έζησε τις χρυσές ημέρες του ΝΒΑ στα 90s και πέρασε την εφηβεία του με το μπάσκετ να είναι αδιαφιλονίκητα τότε το εθνικό άθλημα. Το σύντομο βιογραφικό του… «Παιδικός μου ήρωας ήταν ο Ντράζεν, ακόμα θυμάμαι πόσο συγκλονίστηκα όταν έμαθα ότι σκοτώθηκε. Η πρώτη ομάδα που αγάπησα στα παιδικά μου χρόνια ήταν οι Detroit Pistons, εποχής “Bad Boys” – τους ακολούθησα κι αργότερα στα 00s που λάτρεψα τον Τσόνσι Μπίλαπς. Γούσταρα πολύ του Knicks του Ράιλι, άλλοι ήρωες ο Τζόρτζεβιτς ως παίκτης και φυσικά ο Κάρλτον Μάγιερς. Και για να μη λέω μόνο τα προφανή, είχα μεγάλη αδυναμία στο underground μπάσκετ του Σάββα Ηλιάδη, ήταν τόσο υπέροχα 80s – θα έκανε άλλη καριέρα ο τύπος αν δεν ήταν τόσο καρντάσης. Το μπάσκετ το έμαθα, όπως όλοι οι Έλληνες, από τους Γιούγκους, την απόλυτη σχολή». Και φυσικά, όλα αυτά πασπαλισμένα με μια δόση από Μάρτιν Σκορσέζε, με μια δόση από Good Fellas, την ταινία πυ έδωσε την έμπνευση για το όνομα το blog και την ταυτότητα στο διαδικτυακό alter ego του Δημήτρη που είναι το Jim Conway.
To Hoopfellas δε γεννήθηκε την χρυσή εποχή των blogs, 2004-2006. Είναι ένα από τα λίγα όμως που επιβιώνει ακόμα, τώρα πια που λέγοννται sites, φτιάχνοντας με τον πατροπαράδοτο τρόπο κοινότητα. Που κινείται σε πορτοκαλί τροχιά. Που μοιράζεται την ίδια τρέλα με το μπάσκετ. Και που αντιμετωπίζει την κάθε ανάρτηση σαν ευαγγέλιο. Στα καλά posts, μπορεί να γίνονται και πάνω από 500 σχόλια. Και το κυριότερο, σχόλια 400-500 λέξεων που διαβάζονται, από ανθρώπους καταρτισμένους που δεν αναλώνονται στο να συζητάνε για διαιτησία ή για ΟλυμπιακοΠαναθηναϊκές κόντρες. Το περιβάλλον τους αποβάλλει. «Το Hoopfellas στην αρχή στόχευε αποκλειστικά στο basketball industry. Στους επαγγελματίες του χώρου που έχουν ανάγκη για μια πιο εξειδικευμένη ανάλυση. Είχα σαν όραμά να γίνει η Ελλάδα μια “Ιντιανάπολις της Ευρώπης”, να αλλάξει η κουλτούρα με την οποία προσεγγίζουμε το άθλημα. Είναι εντυπωσιακό αυτό που συμβαίνει με την κοινότητα που σχηματίστηκε. To 98-99% δεν τους γνωρίζω, αλλά αισθάνομαι ότι έχει αλλάξει ο τρόπος που βλεπουν τα ματς. Είναι κολακευτικό για μένα ότι μέχρι και την ορολογία έχουν μάθει να χρησιμοποιούν. Και, φυσικά, υπάρχουν και τα ευτράπελα: με έχει πάρει τηλέφωνο κοπέλα αναγνώστη-φίλοι και μου λέει “με κατέστρεψες, είχαμε κανονίσει να βγούμε, ανέβασες post και μείναμε μέσα”».
Παίρνει έναν παίκτη μια ελληνική ομάδα; Τις επόμενες ημέρες, ο πλήρης φάκελός του είναι ανεβασμένος στο Hoopfellas. Η ακόμα καλύτερα, γίνονται και προτάσεις για το που θα ήταν καλό να κοιτάξουν π.χ. οι αιώνιοι για να καλύψουν κενά. Οι δε αναλύσεις μετά τα ματς, είναι σχεδόν σεμινάρια προπονητικής αν και γίνονται σε απαιτητική εξειδικευμένη γλώσσα.
«Άσχολούμαι υπερβολικά πολύ με το μπάσκετ. Σχεδόν 40-50 ώρες την εβδομάδα. Κοιμάμαι λίγο, εξαντλώ την υπομονή της γυναίκας μου. Ξενυχτάω για να δω κολλεγιακό, παρακολουθώ όλα τα σημαντικά ευρωπαϊκά πρωταθλήματα, ακόμα και στην πρωινή δουλειά έχω δύο οθόνες κι όποτε μπορώ ξεκλέβω χρόνο. Το απόσταγμα αυτής της ενασχόλησης 10 χρόνων είναι μια scouting data base με σχεδόν 500 παίκτες, τους οποίους αξιολογώ κάθε εβδομάδα σημειώνοντας την πρόοδό τους σε διάφορες καταστασεις προκειμένου να μπορώ να προβλέψω αν θα ταιριάξουν στο πρόγραμμα ενός άλλου προπονητή σε μια νέα ομάδα.
Νομίζω ότι τα scouting reports της σελίδας είναι σχεδόν αλάνθαστα. Όμως δεν εξαρτάται από αυτά, αν ένας παίκτης θα αποδώσει. Θα σου πω μερικά πραδείγματα. Ο Λάσμε που λέγαμε πριν, ήρθε και κατάλαβε αμέσως το μπάσκετ του Παναθηναϊκού. Ο κόσμος βλέπει έναν ωμό, αθλητικό Γκαμπονέζο, έγω ξέρω ότι είναι ένα παιδί με επίπεδο που έχει σπουδάσει βιολογία και μπορεί να προσαρμόζεται. Από την άλλη, επέμεινα πολύ στον Νέλσον πέρυσι στον Παναθηναϊκό ή τον Πέρκινς πρόπερσι στον Ολυμπιακό και δεν βγήκαν. Ο πρώτος θεωρώ ότι δεν ήταν επιλογή του Ιβάνοβιτς γιατί τον χρησιμοποιούσε λάθος όλη τη χρονιά κι έδειξε κι έλλειμμα χαρακτήρα, ενώ ο δεύτερος αποδέιχθηκε ότι δεν μπορούσε να ταιριάξει σε αυτήν την ομάδα».
Τον ρωτάω πώς γίνεται και μερικές φορές οι ομάδες κάνουν τόσο εξώφθαλμα λανθασμένες επιλογές; Πώς πέφτουν σε παγίδες, σπαταλώντας συχνά πολύ ακριβά συμβόλαια; Τα παραδέιγματα είναι αναρίθμητα… «Ισχύει ότι οι προπονητές δεν έχουν γνώση της αγοράς. Είναι απαράδεκτο να μη δουλεύουν με τεχνικό διευθυντή όπως στο NBA. Όποιος το καταλάβει κι επενδύσει στο scouting, θα έχει τεράστια οφέλη».
Εκτός αν παίζουν άτυπα αυτόν τον ρόλο φιγούρες όπως ο Μίσκο Ραζνάτοβιτς και ο Αλεξάνταρ Ράσκοβιτς, οι μάνατζερ-μίδες του ευρωπαϊκού μπάσκετ από τους οποίους «ψωνίζουν» οι τοπ ευρωπαίοι προπονητές, των Ίβκοβιτς-Ομπράντοβιτς προεξάρχοντων, προσπαθώ να προβοκάρω λίγο την κουβέντα… «Είναι κάτι σαν no call. Όλοι κάνουν πως δε βλέπουν την παντοδυναμία τους που είναι και λίγο σαν σκιά. Όμως έτσι παίζεται το παιχνίδι. Αναγκαστικά τους γίνονται και χατηρια, για κάθε σούπερ σταρ που μανατζάρουν, σπρώχνουν πακέτο και παίκτες μικρότερης εμβέλειας για να γίνει η δουλειά. Συνέβαινε πολύ συχνά και στις δικές μας ομάδες, ειδικά πιο παλιά που τα μπάτζετ ήταν μεγαλύτερα.
Όπως καταλαβαίνει κανείς, το μπάσκετ είναι κάτι περισσότερο από χόμπι για τον Δημήτρη Κατσιώνη. Είναι όμως στ’ αλήθεια; Κερδίζει απ’ αυτό; «Κάποια στιγμή κατάλαβα ότι η γνώμη μου μετράει και μπορεί να επηρεάσει καταστάσεις. Παρουσίαζα παίκτες κι αμέσως ασχολούνταν μαζί τους είτε ομάδες είτε μάνατζερ. Θα ήθελα να ζω απ’ αυτό, αλλά ξέρω ότι δεν είμαστε στα 90s που η Ελλάδα ήταν το Ελ Ντοράντο του ευρωπαϊκού μπάσκετ. Τα τελευταία 2 χρόνια κεφαλαιοποιώ το Hoopfellas με κάποιες, προσεκτικά επιλεγμένες, διαφημίσεις. Θα μπορούσα να μπω στο χώρο του management, αλλά θέλει άλλο δώσιμο. Έχω κάνει συζητήσεις με ομάδες σε Ελλάδα κι εξωτερικό να αναλάβω head scouter, αλλά θα ήθελα να πάω μόνο κάπου που υπάρχουν συνθήκες πλήρους επαγγελματισμού. Στην Ελλάδα, ας πούμε, το συναντάς σπάνια».
Φυσικά, στην Ελλάδα ζούμε άλλωστε, το λίκνο της καχυποψίας. Πολλοί μπορεί να πουν ότι ο Hoopfellas απέκτησε μια δημοφιλία και τώρα την εξαργυρώνει ως «μπροστινός». «Το ξέρω ότι ο κόσμος θεωρεί ότι (μπορεί και να) συνεργάζομαι με μάνατζερ. Το ξέρω ότι με διαβάζουν τοπ στελέχη από τις μεγάλες ομάδες, μου έχουν ζητήσει άλλωστε τη γνώμη μου. Έμαθα να μη με επηρεάζουν όλα αυτά. Δεν είμαι χαζός να αρχίσω να παίζω υπόγεια και να διαλύσω ότι έχω χτίσει. Προφανώς μιλάω με πολύ κόσμο του κυκλώματος, με παίρνουν π.χ. μάνατζερ και μου λένε τον πόνο τους “ο δικός μου δεν ήταν καλός σήμερα” κτλ. ή γνωρίζω προπονητές. Ευτυχώς όμως έχω δουλειά εκτός μπάσκετ, βιοπορίζομαι από αυτήν κι αυτό μου επιτρέπει να είμαι αντικειμενικός. Κι όταν ο άλλος το βλέπει, δε σου ζητάει χάρες. Ας πούμε ζήτησα από τον ομοσπονδιακό κόουτς, τον Φώτη Κατσικάρη, τις προβλέψεις του για τα πλέι-οφ της Ευρωλίγκας και παρότι πέρυσι του είχα ασκήσει κριτική στο Ευρωμπάσκετ, μου τις έδωσε με προθυμία. Γενικά, είμαι της φιλοσοφίας να στηρίζουμε τους προπονητές. Π.χ. πέρυσι είχα τρελαθεί με τον Ιβάνοβιτς κι αυτά που έκανε, αλλά δεν μπορώ να γράψω “φύγε” για έναν προπονητή με την ιστορία του».
Μέχρι την επόμενη ανάρτηση…