Μιλώντας ως θεατής προς θεατή θα ήθελα να δηλώσω πως η ευχή και κατάρα μιας παράστασης είναι το εύρημα που στηρίζει τη σκηνοθεσία της. Αν σου πάει, θα τη λατρέψεις, όπως έκανα εγώ. Αν όχι, τότε θα έχεις πρόβλημα. Αλλά και πάλι, αν το εύρημα από μόνο του είναι άξιο συζήτησης, τότε μπορείς να πεις ότι η παράσταση είναι πετυχημένη.
Πριν περάσουμε στο «Ξύπνα Βασίλη» του Δημήτρη Ψαθά σε σκηνοθεσία του Άρη Μπινιάρη στο Εθνικό Θέατρο, θα μου επιτρέψετε μια προσωπική ιστορία. Ο πατέρας μου είχε ένα διαμέρισμα γεμάτο βιβλία. Όπου δεν υπήρχαν βιβλία, υπήρχε το κρεβάτι του, ένα ηλεκτρικό καλοριφέρ, μια τηλεόραση Sony Trinitron 21 ιντσών (αυτή που έβαλε το μαύρο στην έγχρωμη ζωή μας). Ενώ τον Σαίξπηρ, τους αρχαίους, τα λεξικά και τις εγκυκλοπαίδειες τα είχε στη μόστρα, μέσα σ´ένα ντουλάπι της κουζίνας είχε κρυμμένους κάποιους καφέ, κόκκινους ή μαύρους τόμους. Στο κάτω μέρος της ράχης είχαν τ’ αρχικά Γ.Δ., δηλαδή Γιώργος Διοσκουρίδης, ο πατέρας του και παππούς μου. Αυτοί οι τόμοι ήταν συρραμμένες συνθέσεις βιβλίων, συνήθως των εκδόσεων Γαλαξίας, που ο παππούς είχε αποφασίσει να κατακρεουργήσει με αυτό τον τρόπο αφαιρώντας τα παλιά εξώφυλλα. Ο πατέρας μου φυσικά ήταν έξαλλος με αυτή την απόφαση οπότε για αυτό τα βιβλία αυτά τα έβρισκες στριμωγμένα σε ντουλάπια ανάμεσα σε κάποια κουζινικά σκεύη σε αχρηστία.
Ευχαριστούμε μεγάλε για την περιγραφή, θα πείτε, αλλά που το πας το γράμμα; Εκεί, μικρός ανακάλυψα τα Άπαντα του Δημήτρη Ψαθά. Επειδή ήταν κρυμμένα, θεώρησα ότι είναι και πιο σημαντικά, οπότε βούτηξα με μανία. Όπως ο Καποδίστριας με τις πατάτες. Αυτό που με γοήτευε πολύ στον Ψαθά, χωρίς να έχω ιδέα από ηθογραφικό είδος, ήταν ότι μ’ έβαζε χιουμοριστικά στον κόσμο των μεγάλων. Ιστορίες από δικαστήρια, γκάφες σε μεγάλα γραφεία, τα καμώματα των οικογενειών, επαρχιώτες στην Αθήνα και άλλα τέτοια. Ας πούμε ότι με μια έννοια πίστευα ότι προσπαθούσε να με νουθετήσει για όταν θα βγω στη ζωή. Και στο «Ξύπνα Βασίλη» δεν κάνει κάτι διαφορετικό. Προσπαθεί να σου δείξει ότι, ακόμα και απλός άνθρωπος να είσαι, κινδυνεύεις να τα χάσεις αν παρασυρθείς από τις τάσεις της εποχής.
Όπως γνωρίζετε όλοι, στο τέλος ο Βασίλης δεν ξυπνά αλλά τρελαίνεται. Πιστεύει ότι είναι κόκορας, όπως το σήμα του πρακτορείου που πουλάει τα λαχεία. Το έργο από αυτή τη σκοπιά μοιάζει συντηρητικό αλλά θα χάσουμε τη νοστιμιά του αν το αντιμετωπίσουμε έτσι. Δείχνει τους χαρακτήρες της εποχής, κρατά μια ίση απόσταση απ’ όλους και τονίζει σατυρικά την εμμονή που έχει ο καθένας μας με τον ιδεολογικό τύπο ανθρώπου που πιστεύει ότι εκπροσωπεί. Τα καλούπια όπου μπαίνουμε για να προστατευθούμε.
Το καλούπι της σύμπραξης της μουσικής συναυλίας με το θέατρο είναι αυτό που ακολουθεί και τη φήμη του Άρη Μπινιάρη. Έχοντας θητεύσει αρχικά πολύ στο θέατρο δρόμου, έκανε ένα θεατρικό μπαμ πριν από λίγα χρόνια με το Θείο Τραγί και, θα γράψω ένα κλισέ για να του προκαλέσω ένα χαμόγελο, εκτοξεύθηκε στο θεατρικό χρηματιστήριο με τους Πέρσες που ανέβασε με τον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου και απέσπασε διθυραμβικές κριτικές. Ήταν η πρώτη φορά ομολογώ που έβλεπα δουλειά του αλλά η παρουσία του Φώτη Σιώτα ως συνθέτη αλλά και ως μουσικού μαζί με τον Δημήτρη Τσεκούρα στη σκηνή αποτελούσαν ισχυρά κίνητρα. Ο Σιώτας έχει έναν επιδέξιο τρόπο να γλιστρά από την ιδιότητα «ο τραγουδιστής του Αερικού του Παπακωνσταντίνου» ή «ο βιολιστής του Μάλαμα» σ´έναν κρίκο από αλυσίδες όπου συμβαίνουν σπουδαία πράγματα.
Ο Μπινιάρης χρησιμοποιεί την κάμερα και την οθόνη μ´ένα τρόπο που πραγματικά προσφέρει κάτι στην παράσταση. Εδώ να πούμε και ένα επιτέλους γιατί η χρήση της κάμερας είχε μετατραπεί σε μια περίοδο σε κάτι που δεν καταλάβαινε κανείς γιατί υπάρχει. Ίσως σαν ένδειξη ότι εδώ κάνω κάτι μοντέρνο, κάτι επινοημένο.
Τη χρησιμοποιεί κυρίως γιατί κατά τη δική μου άποψη δεν θέλει ν’ αποδομήσει την εικόνα που έχουμε για την κινηματογραφική μεταφορά του έργου. Μοιάζει σαν να θέλει να δούμε το ίδιο έργο με άλλα μέσα. Επιθυμεί στον Γιώργο Γάλλο να δούμε τον Γιώργο Κωνσταντίνου ως Γιώργο Βασιλάκη και πάει λέγοντας. Η ανάγκη του όμως για τελειότητα μας αναγκάζει στο τέλος να δούμε ένα άλλο έργο.
Σχεδόν για δυόμισι πράξεις παρακολουθούμε την πλοκή σε μια οθόνη που χωρίζει τους θεατές από το χώρο όπου παίζουν οι ηθοποιοί. Αυτό μπορεί να το πάρεις και ως έναν εμπαιγμό για το σύγχρονο κόλλημα με τις οθόνες. Ακόμα και στο θέατρο, βρισκόμαστε μπροστά από μια τέτοια. Εξάπτεται όμως και η περιέργεια ή η αγωνία. Θα βγουν άραγε οι ηθοποιοί να μας συναντήσουν; Αλλά δίνει και ένα κινηματογραφικό βάθος ώστε να υπηρετήσει το όραμα του, να μας δείξει την ταινία και να μπορεί ν’ αλλάζει διαρκώς τη φόρμα του, παίρνοντας πολλή βοήθεια από το σκηνικό του Πάρη Μέξη. Πότε νομίζεις ότι βλέπεις παλιό ελληνικό κινηματογράφο, πότε μια τηλεοπτική διαφήμιση, πότε ένα σπιντάτο σήριαλ. Ο Κωνσταντίνος Σεβδαλής, που τραγουδά και αφηγείται, μας επαναφέρει συχνά στην τάξη: εδώ είναι θέατρο, δεν είναι παίξε γέλασε.
Άλλο ένα κλισέ είναι να πούμε πως κανείς ηθοποιός δεν υστέρησε. Πώς όμως να το πεις αλλιώς όταν έχεις να κάνεις με μια καλοκουρδισμένη μηχανή που μοιάζει σαν να λειτουργεί με αυτοματισμούς, χωρίς σκέψη, χωρίς ανάσες σαν να είναι μονταρισμένη μια και έξω. Ο Αινείας Τσαμάτης υποδύεται τον κομμουνιστή συνάδελφο, ο Γιώργος Παπαγεωργίου τον ποιητή Φανφάρα, η Ηρώ Μπέζου την αδερφή (και νεόκοπη κομουνίστρια) του Βασίλη Ντίνα, η την μητέρα του, η Λυδία Τζανουδάκη την «ξαναμμένη» υπηρέτρια, η Έλενα Τοπαλίδου την εκδότρια κυρία Φαρλάκου και ο Στέφανος Πίττας τον φίλο του Βασίλη Βασιλάκη, Περικλή Λελέ και τον μπάτλερ. Πότε αστείες, πότε θλιμμένες καρικατούρες όλοι αξιοποιούν το γεγονός ότι γνωρίζουμε την ιστορία και τους χαρακτήρες και στην ουσία υπογραμμίζουν εκείνα τα στοιχεία που θα έπρεπε να γνωρίσουμε περισσότερο.
Ένα από τα πολύ σπάνια φαινόμενα της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου ήταν οι ηθοποιοί να τσαλακώνουν ή να ωραιοποιούν την εικόνα τους. Όλοι έπαιζαν το ίδιο εσαεί ώστε να τους αναγνωρίζει το κοινό. Στο τέλος δεν έβλεπες μια τεράστια ερμηνεία αλλά έναν φίλο. Αυτό στην παράσταση φαίνεται έντονα στην περίπτωση της Ελισάβετ Κωνσταντινίδη που έγινε γνωστή στο πανελλήνιο ως Ζουμπουλία από το Παρά πέντε. Ενώ στην πρώτη της ατάκα σου έρχεται στο μυαλό το μα καλά, το ίδιο κάνει, στη δεύτερη βλέπεις πως αυτό ακριβώς χρειάζεται για ν’ απογειωθεί η κατάσταση. Και απογειώνεται.
Ένα θεατρικό εύρημα, λοιπόν, συναντά τα κλασικά υλικά της ελληνικής λαϊκής δημιουργίας. Όπως έγραψα στην αρχή, αν σας αρέσει θα ξετρελαθείτε, αν όχι θα προσπαθείτε να πείσετε για καιρό όσους έχουν δει την παράσταση γιατί σας συνέβη αυτό. Σε μια θεατρική Ελλάδα όπου το να βλέπεις καλές παραστάσεις δεν είναι η εξαίρεση του κανόνα, αλλά ο κανόνας. Ένας ακόμα λόγος για να είμαστε χαρούμενοι και αυστηροί ταυτόχρονα.