Βάδιζα αργά τα στενά δρομάκια της Καλλιθέας. Λαχταρούσα να συναντήσω κάποια ηδονή. Ήμουν πολύ καιρό σε διαβάσματα προσευχών και χριστιανικών νουθεσιών. Είχα αποκαθαρθεί και η αγνότητα μου διακαώς ποθούσε το θνητό βίωμα για να γίνω ακόμη πιο σώφρων. Αυτές οι εναλλαγές νηστείας σαρκικών εμπειριών κι έπειτα μέθεξης στις τρυφές και τα πάθη της ζωής ήταν ο δρόμος μου. Το ήξερα από παλιά, επαληθευτής κάποιας προφητείας του πεθαμένου μου πατέρα…ο δρόμος θα γίνει η ζωή σου, είχε πει…Το ήξερα πως η υπόσταση μου θα ήταν διφυής. Ήθελα να ανέλθω στις τάξεις των θυμόσοφων. Υπήρχαν μέσα μου σε πλήρη ανάπτυξη η ενόρμηση προς την αγιότητα και η άλλη προς την ασωτία. Δίχως τη συνείδηση και τις εμπειρίες ενός ασώτου, δεν γεννιέται ποτέ η θέληση για παλιννόστηση στον πατέρα όλων μας. Τον Θεό. Απλά δεν ήταν ακόμη ο χρόνος να τραβηχτώ απ’ τη λαγνεία και τα συνώνυμά της. Περπατούσα λίγο σκυθρωπός. Πάντα σ’ αυτές τις προφητευμένες διαδρομές. Εξ ολοκλήρου δικός τους. Μ’ έναν ρυθμό που δάμαζε τις σκέψεις μου και τις κρατούσε ασκόρπιστες. Ήμουν θλιμμένος και με βαριά ματόκλαδα. Κι η θλίψη μου ήταν απότοκη της αναζήτησης της τέρψης. Αμάρτησα με τα μάτια μου. Αμάρτησα πολύ και τελικά καταχάρηκα γι’ αυτό….
Κάθομαι στο δωμάτιο μου. Βρέχει και φυσάει μια όμορφη δροσιά. Μέσα σε παρατεταμένους καύσωνες, η βροχή είναι μια ανακωχή της φύσης προς αυτούς που η ζέστη τους αφήνει μπαϊλντισμένους. Βρέχει και ρε παιδιά να κατακάτσει κ’ η στάχτη μέσα μας. Η ευαισθησία, η συμπόνια, η απόλυτη ενσυναίσθηση μέχρι ταυτίσεως με τους πυρόπληκτους να γίνουν να μεταμορφωθούν όλα σε χρέος. Χρέος να μην ξεχάσουμε ποτέ αυτούς του ανθρώπους, τα ζώα και τα δέντρα. Αν τους ξεχάσουμε κι εμείς, όπως οι αμνήμονες της παρακμής, δεν θα δικαιωθούν ποτέ. Έχουμε παραγγέλματα απ’ τους καμένους. Το νιώθεις την ώρα που ξυπνάς και κουβαλάς το βάρος και την αγωνία του ξεψυχίσματός τους. Ας συνεχίσουμε όμως και τις ζωές τους. Αυτοί οι άνθρωποι που χάθηκαν είμαστε εμείς και είμαι βέβαιος πως μας θέλουν να προχωρήσουμε τις ζωές τους μέσα απ’ τις δικές μας. Βρέχει και γράφοντας αναρριπίζονται για λίγο μέσα μου οι φλόγες των ημερών. Ύστερα τις σβήνω γιατί είναι η ώρα που πρέπει να ζήσω. Ό,τι κι αν κάνω είναι σαν να το βλέπω μέσα απ’ το παραπέτασμα κάποιας φωτιάς. Δεν είναι ντροπή να συνεχίσουμε να ζούμε. Το παραπέτασμα θα υπάρχει για πάντα. Κάποιες στιγμές πιο έντονο, άλλες πιο ανεπαίσθητο. Να τώρα σε λίγο θα φύγω για έναν καφέ και είμαι σίγουρος – όπως και κάθε άλλη φορά τον τελευταίο καιρό- πως θα ‘μαι αυτήκοος μάρτυρας αυτού του εθνικού λυγίσματος. Όλοι πενθούν στα διπλανά τραπέζια. Στις παραδίπλα διαδρομές και τις οικίες. Όμως θα κοιτάξω λίγο και τα δικά μου. Θα ζήσω, με την υπευθυνότητα που το έκανα πάντα. Και όλοι θα κάνετε το ίδιο. Δεν έχουμε λήθη για κανένα πόνο. Δικό μας ή αλλότριο. Αχθοφόροι και αίροντες τον σταυρό των αλγεινών του κόσμου.
Δεν έγραψα τίποτα σήμερα. Δεν είναι πως μ’ άφησε η έμπνευση. Είναι αυτή η υπερβολική ζέστη και η υγρασία που μουδιάζουν τα μάτια μου και μου φέρνουν υπνηλία. Κάτι σαν σόλοικες σκέψεις μόνο. . . Στην αρχή της συγγραφικής μου πορείας, όταν ξεκίνησα αυτή την διαδοχική απέκδυσή μου, που έφτανε μέχρι τον πυρήνα της ύπαρξης μου, ένιωθα μια ισχυρή και για τους δυο πόλους της αμφιθυμία. Απ’ την μια η εξαγνιστική δύναμη της εξομολόγησης κι απ’ την άλλη ο διογκωμένος τρόμος πως όλοι ήξεραν ποιός είμαι. Κι έπειτα από ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα… η γνώση. Απ’ την στιγμή που δεν σας γράφω παρά για αυτά που ξέρω πως είναι κοινό έδαφος για όλους μας και δεν εκπίπτω σε αυτιστικές αναφορές των πιο μύχιων και ολότελα δικών μου, δεν υπάρχει λόγος να φοβάμαι. Γιατί όλοι μας έχουμε ένα κομμάτι μέσα στο οποίο φλερτάρουμε με φιλίες ή λυκοφιλίες με πράγματα σαν παραβατικά -σαν ιδέες απεικάσματα τρομακτικών κτηνωδών ενστίκτων, με σκοτάδια ανομολόγητου περιεχομένου και με φαντασιώσεις πράξεων βλάσφημης παντοδυναμίας. Όλα αυτά ήδη υπονοούνται κι ο καθένας μπορεί να καταλάβει γιατί ύφους συνεργασίες ή ραδιουργίες συντάσσω αυτές τις προτάσεις. Συμβόλαια με το κακό, υποσυνείδητες αυτομολήσεις στα χωράφια των αναμφίλεκτων κατά την εγρήγορση εχθρών μου. Με μια δεύτερη σκέψη ίσως να πρέπει να βρεθεί κάποιος πιο θαρραλέος να φωτίσει τα εκούσια άρρητα.
Πριν λίγο διάβαζα ένα βιβλίο για τον Μοναχισμό γραμμένο απ’ τον Άγιο Ιγνάτιο Μπριαντσανίνωφ. Θέλω να σημειώσω πριν φύγω κάτι που έγραψε και παρακίνησε το ενδιαφέρον μου. Ότι ο διωγμός είναι αναγκαίο χαρακτηριστικό της αλήθειας…Ετοιμάζομαι να βγω έξω. Μες στο λιοπύρι. Έβγαλα τα καλά μου ρούχα και φόρεσα κάτι παλιά. Όπως πάντα. Αποφόρια που τα φοράω για να αντέχουν στις τραχιές επιφάνειες της ζωής στο περιθώριο. Μια φόρμα που πρέπει να φορούσε ο αδερφός μου. Κι ένα μπλουζάκι κάποιου ξεχασμένου θείου μου. Λίγο σαν άστεγος… Στην πλατεία οι συνταξιούχοι ήταν ακριβώς στην ίδια θέση και με την ίδια στάση στο σώμα τους που τους άφησα και χθες . Λες και -άγρυπνοι για πάντα. Ακοίμητοι φρουροί και εχθροί του θανάτου. Να μην τους βρει ποτέ στο κρεβάτι. Να μην περάσουν απ’ το σημείο που τους έχει στήσει η τελευτή αναπόφευκτο καρτέρι. Ας τρέφουν αυτοί ψευδαισθήσεις αιωνιότητας. Δεν βρήκα τον φίλο μου και ήμουν μόνος αυτή τη φορά. Μαζί με κάτι κουνούπια που μου κέντρισαν το δέρμα σε δεκαπέντε διαφορετικά σημεία. Θυμήθηκα ότι τη μέρα που πέθανε ο πατέρας μου καθόμουν και έκλαιγα σ’ αυτή την πλατεία απέναντι από μια παλιού τύπου λάμπα. Την έχω βγάλει και φωτογραφία.
Με πήρε τηλέφωνο η μητέρα μου το πρωί. Ήμουν πολύ άσχημα ψυχολογικά και της είπα ότι είμαι καλά. Όταν έχεις τη δύναμη να εκτρέψεις το συναισθηματικό σου φορτίο έστω και για να μην ανησυχήσεις κάποιον, τότε , νομίζω, έχεις μια υγιή σχέση με το θάνατο σου. Γιατί ακόμη και στο ψυχορράγημα που έπεται της διάλυσης μου απ’ τις πολλές οδύνες – καλά της λέω ότι είμαι. Θέλω να πεθάνω μόνος μου μέσα σ’ αυτό το σπίτι στην Καλλιθέα. Δεν φοβάμαι κανένα. Συνήθισα στον πόνο. Έχω υψώσει το ανάστημα μου και αγέρωχος νιώθω τα πάντα. Να πεθαίνεις μόνος νομίζω δείχνει πίστη στη μετάβαση στο Θεό. Από κει εκπορεύεται και η αντοχή που κατακλύζει την ψυχή μου….
Ο άγιος Ιγνάτιος Μπριαντσανίνωφ (για να συνεχίσω τις αναφορές στο βιβλίο του που διαβάζω) έγραψε ότι όπως οι νύχτες διαδέχονται τις ημέρες, έτσι και οι κακίες των άλλων διαδέχονται τις ευεργεσίες μας. Αυτό ας υπάρχει έτσι φαινομενικά μόνο του. Αν και οι νουθεσίες του γέροντα καθορίζουν την εγγύτητα της γειτνίασης μου με το θείο… Ετοιμάζομαι πάλι να φύγω. Σκέφτομαι αυτή τη φορά να κάνω κάτι διαφορετικό…Τελικά δεν έκανα τίποτα διαφορετικό. Πήγα, ήπια ένα καφέ και έκατσα στην Πλατεία Δαβάκη. Σε κάποια φάση ήρθε ένας Σύριος που ήξερα και μου ζήτησε λεφτά για να πάρει ένα καφέ. Του έδωσα τρία ευρώ για να πάρει τον καφέ του και ένα μπουκάλι νερό για ‘μένα. Δεν επέστρεψε ποτέ. Κι έτσι, κομμάτι κομμάτι, ανάλογα με τις εμπειρίες μας, χάνουμε τα εδάφη της ζωής μου. Θα παραμείνω ευκολόπιστος θεωρώντας πως μόνο έτσι θα απελευθερωθεί η ειλικρίνεια. Και τα λόγια του αγίου Ιγνατίου έγιναν προφητεία…
Δύσκολη εποχή για παρεάκι τελικά… Κάθε φορά που παραμελείς να με σκεφτείς -έχει περάσει ένας μήνας από τότε που ήρθα- είναι το ίδιο με την υπαναχώρηση του βλέμματος σου , όταν είσαι στο δρόμο, σε άλλες εικόνες πιο ευχάριστες απ’ αυτές του πόνου των ανθρώπων. Ο άστεγος και ο χωλός πάντα θα είναι στις θέσεις τους σαν βαρόμετρα όσων δικών μας δώσαμε στο κακό με την απόβλεψη για απολαβές σε δόξες και τιμές. Γι’ αυτό όταν τους βλέπουμε αναριγούμε σαν τους δαίμονες στις ταινίες μπροστά στην εικόνα του σταυρωμένου Χριστού. Συσπειρωνόμαστε γύρω απ’ τον κατακόρυφο νοητό άξονα του σώματος μας και έπειτα μ’ ένα αστραπιαίο μηχανισμό απόδοσης λήθης διαστελλόμαστε στην πρότερη μας κατάσταση. Πόσο εύκολα ξεχνάμε τους αναγκεμένους. Αρνούμαι την ευτυχία που θα με οδηγήσει στο ξέχασμα της ύπαρξης τους. Απαντήσεις του τύπου, ωχ αδερφέ, δεν έχω τίποτα πάνω μου, έχω λίγα τσιγάρα, δεν ενδιαφέρομαι, ακυρώνονται. Οι ζητιάνοι εξετάζονται όλοι στο κοίταγμα τους. Σαν τον οφθαλμολόγο που κοιτάζει τους οφθαλμούς, εγώ τους κοιτάζω στο ίδιο σημείο (με τους ειδικούς) στο φάσμα του αντιφεγγίσματος της ψυχής.
Ήθελα να βγω έξω. Είχα ένα πλάκωμα στο στήθος απ’ την μοναξιά. Σαν να με καθήλωνε στο κρεβάτι. Έπρεπε να βγω. Να αναστρέψω τη ροή του ποταμιού της ζωής μου. Η εκτροπή της φοράς του από μέσα μου προς το εξωτερικό περιβάλλον. Ζείδωρη τροχιά. Δεν απεφεύχθη τελικά ο νοτισμός των ματιών μου. Πήγαινα και έκλαιγα …κάποια στιγμή βρήκα κάτι τσιγγανάκια στο δρόμo, εφτάχρονα και οχτάχρονα. Μιλούσαν στα Ελληνικά για πράγματα που εγώ άρχισα να καταλαβαίνω μετά την αρχή της εφηβείας μου…Τί είναι αυτά που λέτε, τους έκανα παρατήρηση. Τσιγγάνος είσαι, με ρώτησε το ένα για απάντηση. Το κρατάω κι αυτό στο τετράδιο με τις προφητείες για τη ζωή μου. Όλα μέχρι στιγμής δείχνουν δρόμο.