ο κώστας μου μιλούσε για το βίο του και βλέπαμε παλιές φωτογραφίες.
– αυτό ήταν το ποδήλατο σου;
– ναι, μου το πήρε ο πατέρας μου το πενήντα δυο, εφτά λίρες χρυσές, γερμανικό, το πρώτο ποδήλατο που ήρθε στην καλαμωτή. κι ερχόμουνα με το ποδήλατο μέρα παρά μέρα στο χωριό κι αγόραζα μια κολώνα πάγο, είχα πίσω ένα ξύλινο καφάσι, έτσι σαν αυγοειδές που τότε βάζαν τα σταφύλια μέσα. την πήγαινα στην κώμη, την έβαζα τη μισή στο ψυγείο του πάγου και την άλλη μισή σε ένα τσουβάλι με άχερα, την έθαβα μέσα στον άμμο και διατηρώτανε βλέπεις δεν έπαιρνε αέρα. πήγαινα και στη χώρα με το ποδήλατο, πολλές φορές.
– από κει που τώρα είναι το φράγμα;
– ναι από τη παναγιά τη σικελιά
η χώρα της χίου είναι εικοσιτέσσερα χιλιόμετρα μακριά από το χωριό. από τη χώρα φεύγει το πλοίο για τον πειραιά.
η ίδια σχεδόν διαδρομή, από τα μαστιχοχώρια προς τη χώρα, ήταν το τέλος ενός μεγάλου ταξιδιού με ποδήλατα, για το όμορφο ζευγάρι από την αγγλία, που συνάντησα ένα ζεστό απόγευμα, το νοέμβριο του δυο χιλιάδες εννιά στην παραλία μαύρα βόλια:
– άι χαβ δε σέιµ µπάισικλ ιν αθενς λάικ γιορς, γουέρ γιου καµ φροµ;
– from norwitch in england, close to cambridge.
– χάου λονγκ ντου γιου τράβελινγκ;
– four months, we travelled roughly four thousand miles; our destination was istanbul, then ayvalik, we passed through lesvos and now here we are; we ‘ll travel to athens, and then by plane back to england, but these days are so beatiful! …is the other beach any good?
– γιες, γιες, γκόου ον.