Έχω μεγαλώσει, όπως οι περισσότερες και οι περισσότεροι από εμάς, μέσα στην απατηλή αναπαραστασιακή φούσκα της «απέραντης, παντοδύναμης, ακατανίκητης, αφοσιωμένης» μητέρας που εκμηδενίζεται μπροστά και στο όνομα του παιδιού της. Μια μητέρα τέλεια και καθαγιασμένη που δεν πονάει, δε βαριέται, δεν κουράζεται, δεν εκνευρίζεται, δε λιγοψυχά και δεν επιθυμεί για την ίδια παρά μόνο αντλεί επιθυμία από την ευχαρίστηση του παιδιού της. Μια μητέρα ικανή να προστατεύσει το παιδί της από τη δυστυχία, την κακοτυχία, τη φθαρτότητα και τη θνητότητα.
Αλλά να που αναπόφευκτα τρυπάει η φούσκα και χιλιάδες μικρά κοσμογονικά συμβάντα συντελούνται μέσα μας εκλύοντας απογοήτευση, ματαίωση και θυμό. Και η μητέρα πλημυρίζει με ενοχές γιατί όσο κι αν προσπάθησε, όσο κι αν ξενύχτισε, όσο κι αν μαγείρεψε, όσο κι αν καρδιοχτύπησε, όσες ζακέτες κι αν έδωσε δεν έγινε ποτέ ιδεατή. Κάθε ερώτημα της αντιφατικότητας και της πολυπλοκότητας της ύπαρξης μας θα επιστρέφει σ’ εκείνη.
Δεν υπάρχει άλλη συνθήκη στην πατριαρχία που να έχει επενδυθεί με τόσα συμφραζόμενα ιερότητας, κοινωνικής ηθικής και αποδοχής, εθνικού καθήκοντος, φυσικής εξέλιξης, ψυχοσυναισθηματικής προσδοκίας όσο η μητρότητα. Παρουσιάζεται ως τελεολογία για κάθε γυναίκα. Η θηλυκότητα που δε γίνεται μητρότητα εκλαμβάνεται πάντα ως λειψή, προβληματική ή ακόμα και παθολογική. Ωστόσο, και η μητρότητα ακόμα, παρά τη ρομαντικοποίηση και τη φυσικοποίηση που την περιβάλλουν, δεν εξασφαλίζει απαραίτητα μια σταθερή θέση στην κοινωνική αναγνώριση της αξίας. Αντίθετα η μεταπήδηση από τη σφαίρα της εξιδανίκευσης σε αυτήν της δαιμονοποίησης διακυβεύεται σε ελάχιστα, σ’ ένα κλάμα που δεν καθησυχάστηκε, μια δραστηριότητα ή μια ηδονή που δεν έσβησε, μια αδυναμία που δεν υπερκεράστηκε, σε οτιδήποτε σύμφυτο με την ανθρωπινότητα της μητέρας. Γιατί η ευθύνη, η ανατροφή, η φροντίδα, η ευδαιμονία του παιδιού θεωρείται σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα δικό της ύψιστο μέλημα ως απόρροια της παραδοσιακότητας του γυναικείου ρόλου. Αυτό μαθαίνει η ίδια, αυτό μαθαίνει και το παιδί.
Και αλήθεια πόσο κραυγαλέα υποκριτικό και ψευδεπίγραφο φαντάζει το γεγονός πως η μοναδική φορά που τέθηκε στον δημόσιο διάλογο ζήτημα για την ευθύνη του παιδιού ήταν ως παρελκυστική τακτική για να προωθηθεί ένα νομοσχέδιο που επιδεινώνει και εγκλωβίζει ακόμα περισσότερο τις μητέρες; Αλλά όχι δε θα γράψω εδώ περισσότερα για το νομοσχέδιο Τσιάρα και τους «Ενεργούς Μπαμπάδες». Τα έχουμε πει και θα τα ξαναπούμε όσες φορές χρειαστεί. Σήμερα, όμως, θέλω να γράψω για τις μητέρες. Αξίζει μια μικρή ωδή στην περατότητα τους.
«Το εξαιρετικά δύσκολο έργο που επιβάλλεται στο άτομο που κατά κύριο λόγο φροντίζει το παιδί, όχι μόνο από την κυρίαρχη κουλτούρα αλλά και από την ίδια του την ύπαρξη, είναι να το εισαγάγει στη σχεσιακότητα λέγοντας ξανά και ξανά, με πολλούς τρόπους, αυτό που διαφορετικά θα πρέπει να διδάξει στο παιδί ο θάνατος: Εδώ τελειώνεις εσύ κι αρχίζουν οι άλλοι. Δυστυχώς αυτό το μάθημα σπανίως περνάει και η μητέρα συνήθως το διδάσκει με τεράστιο τίμημα για την ίδια. Τα περισσότερα παιδιά αντιδρούν στη μερική ικανοποίηση των αναγκών τους με οργή που βασίζεται στην πεποίθηση ότι η μητέρα παρακρατεί κάτι που έχει τη δυνατότητα να παρέχει. Η κουλτούρα μας θα έπρεπε να στηρίζει τη μητέρα παρέχοντας θετικές αναπαραστάσεις της μητρικής περατότητας αλλά αντιθέτως διατηρεί σε όλους μας ζωντανή την πεποίθηση ότι η μητέρα θα μπορούσε να ικανοποιήσει τις επιθυμίες μας, αν πραγματικά το ήθελε», γράφει η Κάγια Σίλβερμαν.
Οι μητέρες μας είναι συνήθως γυναίκες κουρασμένες από τη σωρεία καθηκόντων που τις φόρτωσε η πυρηνική οικογένεια και η πατριαρχική κοινωνία. Αν κατανοήσουμε ότι δεν κρατούν στις τσέπες τους τα κλειδιά για την ευτυχία μας, μπορεί το βάρος της πραγματικότητας να ελαφρύνει και για τις δύο μας. Δεν είναι ηρωίδες σε αρχαία τραγωδία, ούτε φανταστικές επικλήσεις σε θρησκευτικά τροπάρια. Δε μας χρωστούν καμία θυσία κι ίσως στη βάση μιας τέτοιας παραδοχής να πάψει να μεταβιβάζεται η αναγκαιότητα της υπακοής σε εμάς τις ίδιες. Έχουν δικαίωμα να μη βιώνουν ενθουσιωδώς τα σωματικά γεγονότα της εγκυμοσύνης, της γέννας, της λοχείας ή του θηλασμού. Να μην είναι διαθέσιμες για εμάς 24/7. Να προσπαθούν να εξασφαλίσουν χώρο και χρόνο χωρίς εμάς. Να μην ποδοπατούν τη φιλοδοξία τους. Να μην ακυρώνουν τον ερωτισμό και τη σεξουαλικότητα τους. Να μην απομακρύνονται από τις φίλες τους και την κοινωνικότητα τους. Να μην τα βγάζουν πέρα και να αναζητούν βοήθεια και στήριξη. Να διαλύουν το γάμο ή τη σχέση τους αν δεν περνάνε καλά. Να επιδιώκουν διαφυγή από κακοποιητικά περιβάλλοντα. Να χρειάζονται και οι ίδιες φροντίδα. Να είναι λεσβίες, bisexual ή trans. Να είναι ευάλωτες. Να μην είναι «τέλειες» μητέρες και να μη ντρέπονται γι’ αυτό.