Τώρα που ανακοίνωσε φορτισμένος την (ελπίζουμε καθόλου προσωρινή) αποχώρησή του από την καθημερινότητά μας, νομίζω εκείνο που περιγράφει καλύτερα την σχέση που ανέπτυξε ο ελληνικός λαός με τον καθηγητή Σωτήρη Τσιόδρα είναι ότι πολλοί εξακολουθούν να κάνουν λάθος το επώνυμο του. Η χθεσινή «ενημέρωση στις 18.00» ήταν το δικό τους Last Dance με τον υφυπουργό Νίκο Χαρδαλιά. Κι αν για πολλοστή (και σίγουρα όχι τελευταία) φορά ο λυρισμός του αποχαιρετισμού του στα σόσιαλ μίντια παραλίγο να μας ανεβάσει το ζάχαρο, τελικά εξουδετερώθηκε από αυτό το τόσο χαριτωμένο «ευχαριστούμε κύριε ΤσιόΡΔα» που πολλοί δεν απέφυγαν. Σχεδόν τρεις μήνες μετά την εισβολή του στις οθόνες μας ο καθηγητής τις εγκαταλείπει ως ο πιο δημοφιλής ‘Ελληνας της στιγμής. Έδωσε τόσο κουράγιο, αποτέλεσε τέτοια έμπνευση, συμβολοποιήθηκε σε τέτοιο βαθμό που κάποιους δεν τους ένοιαξε ποτέ ούτε καν ποιο είναι το σωστό επώνυμό του.
«Ακόμα κι αν δεν υπήρχε, θα έπρεπε να τον εφεύρουμε», είναι μια φράση που ακούστηκε/γράφτηκε πολλές φορές από τα μέσα Μαρτίου κι έπειτα. Ο καθηγητής ήταν η φωνή που έδωσε ανθρώπινο πρόσωπο στην αμφιβολία της πανδημίας, στο γεγονός ότι η επιστήμη δεν είχε/δεν έχει ακόμα όλες τις απαντήσεις. Όσες φορές (και δεν ήταν λίγες) είπε όμως «δεν ξέρω», μετέδωσε περισσότερη ανακούφιση παρά φόβο. Κι αυτός είναι ένας σύντομος ορισμός του χαρίσματος.
Ο Σωτήρης Τσιόδρας δεν υπήρξε μόνο ο εθνικός μας λοιμωξιολόγος ως ο απόφοιτος του Χάρβαρντ που έχει υπογράψει πάνω από 200 συγγράμματα λαμβάνοντας σχεδόν 6000 βιβλιογραφικές αναφορές. Αναγορεύθηκε και σε εθνικό μας ψυχαναλυτή για καθημερινά 15λεπτα sessions. Επειδή είναι κι οικογενειάρχης, επειδή είναι κι ο πιστός που ένιωσε την ανάγκη να πάει να ψάλλει στην αρχή της καραντίνας χωρίς να αψηφήσει λόγω θέσης τους κανόνες, επειδή διάνθιζε την ανάγνωση ψυχρών αριθμών με τους στίχους των ποιητών, επειδή έσπασε η φωνή του όταν αναφέρθηκε στους «παππούδες και τις γιαγιάδες μας», επειδή μας ενθάρρυνε συγκρατημένα που τα πηγαίναμε καλά και μας μάλωνε συγκρατημένα όταν ξεθαρρεύαμε, επειδή αποτέλεσε επιτέλους ένα παράδειγμα δημοσίου προσώπου που χτύπησε ουσιαστικά τον ρατσισμό με την επίσκεψη και τα λόγια του στον καταυλισμό των ρομά στη Νέα Σμύρνη Λάρισας, γιατί όχι επειδή μας αποκάλυψε κιόλας ότι είναι Ολυμπιακός. Αν κάτι με εμποδίζει να γράψω «επειδή είναι κι ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας», είναι ότι στη γειτονιά σας μάλλον δεν υπάρχουν πολλοί γονείς επτά παιδιών όπως εκείνος με τη σύζυγό του Μίνα. Για όλα αυτά αποτέλεσε, μάλλον by chance παρά by design, ιδανικό δίδυμο με τον Νίκο Χαρδαλιά επικοινωνώντας αποτελεσματικά την κυβερνητική πολιτική κι απορροφώντας τις δομικές αντιφάσεις της (που αντιμετώπισαν «Τσιόδρες» και κυβερνήσεις σε όλον τον κόσμο). Ο κόσμος το είπε «καλός μπάτσος-κακός μπάτσος», το μερίδιο του Χαρδαλιά σε αυτήν την παρομοίωση ήταν σίγουρα μεγαλύτερο.
Πριν λίγη ώρα η Γενική Γραμματέας Αντιεγκληματικής Πολιτικής, Σοφία Νικολάου, μάλλον παραπατώντας θεσμικά για άλλη μια φορά, έσπευσε να ενημερώσει η ίδια στη δημόσια τηλεόραση ότι η Κεντρική Επιτροπή Μεταγωγών αποφάσισε τη μεταφορά του κρατούμενου Βασίλη Δημάκη από το υπόγειο των γυναικείων Φυλακών Κορυδαλλού στο απέναντι κτίριο των ανδρικών φυλακών. Ο συνήγορός του, Θανάσης Καμπαγιάννης, σχόλιασε επιφυλακτικά «όχι πρόωροι πανηγυρισμοί». Κι έχει δίκιο, γιατί αν σε όλη αυτήν την ιστορία δεν παραμόνευαν συνεχείς τρικλοποδιές ο Βασίλης Δημάκης θα ήταν κρατούμενος, αριστούχος φοιτητής, υπότροφος του ΙΚΥ, εμπράκτως πρόθυμος να σωφρονστεί, τελεία. Δε θα ήταν τρεις φορές απεργός πείνας και δίψας.
Κανείς δεν έχει την απαίτηση από την τωρινή να είναι η πρώτη κυβέρνηση στα χρονικά που δε θα κάνει άστοχες επιλογές στελεχών, αλλά είναι άλλο αυτό κι άλλο να βάζεις τον λύκο να φυλάει τα πρόβατα. Η Σοφία Νικολάου αποδεικνύεται στην πράξη ακατάλληλη για τη θέση της, επικίνδυνη ίσως. Όχι μόνο για τις εύλογες απορίες που προκάλεσαν οι συμβάσεις ύψους 739.000 ευρώ για την (προ κορωνοϊού) απεντόμωση κι απολύμανση των φυλακών με εταιρείες, ανάμεσα στις οποίες και μια που έκανε πριν…εμπόριο γλυκισμάτων. Ούτε για την απευθείας ανάθεση υπηρεσιών επικοινωνίας έναντι 24.800 ευρώ για την προσωπική προβολή της (η σύμβαση παύει να ισχύει αν η Νικολάου παυθεί από τη θέση της, η δημοσιογράφος που πήρε τη δουλειά ήταν υποψήφια στο παρελθόν με τη ΝΔ στην Εύβοια – τόπο καταγωγής της Νικολάου). Ούτε καν επειδή παρότι νομικός υπήρξε για λίγο στο παρελθόν εκδότρια εφημερίδας με ένθετο «Παραδικαστικά». Αλλά, γιατί ο/η Γενικός Γραμματέας Αντιεγκληματικής Πολιτικής πρέπει, όχι μόνο να μοιάζει αλλά και, να είναι κάποιος/α που δεν βρέθηκε εκεί εξαργυρώντας κομματικά διαπιστευτήρια. Κάποιος/α που δε συναγελάζεται με ακροδεξιούς στο Twitter, που δεν μαλλιοτραβιέται με τη Ρένα Δούρου για το ποιανής «η βάρδια ήταν χειρότερη» ενώ ένας άνθρωπος κινδυνεύει να πεθάνει, που δε διαχωρίζει τον ανθρωπισμό σε αριστερό και δεξιό, που δε χρειάζεται το Υπ.Προ.Πο.. να εκτεθεί ανεπανόρθωτα βγαζόντας ανακοινώσεις γεμάτες ανακρίβειες για να τον/την στηρίξει. Ή, πολύ απλά, κάποιος/α που δεν μετατρέπει σε προσωπική βεντέτα το δικαίωμα ενός κρατούμενου να σπουδάσει
Παρότι το ήθος που κομίζουν στη δημόσια σφαίρα απέχει όσο το σήμερα από τη ζωή μας πριν την πανδημία, ο «κύριος καθηγητής» και η «κυρία γενική γραμματέας» έχουν ένα κοινό. Άσκησαν πολιτική για λογαριασμό της κυβέρνησης. Σχεδιάζοντας κι επικοινωνώντας τις αποφάσεις του υπουργείου Υγείας ο κύριος Τσιόδρας (που εγκαταλείπει το προσκήνιο τώρα που η αντιμετώπιση της πανδημίας περνά σιγά σιγά στο οικονομικό πεδίο και οι αντιφάσεις μεγαλώνουν), εφαρμόζοντας το φετίχ περί «μηδενικής ανοχής» του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη η κυρία Νικολάου. Μεταξύ τους ομως υπάρχει και μια μεγάλη διαφορά. Ο καθηγητής υπήρξε πράγματι μια επιλογή «επιτελικού» κράτους με οικουμενική αποδοχή, αντίθετα η γενική γραμματέας εκφράζει ένα βαθύ, εκδικητικό κράτος, με το οποίο ηδονίζονται οι πιο φανατικοί των υπερσυντηρητικών. Σαν αυτό που διορίζει διευθυντή σε δομή προσφύγων κάποιον που έχει γράψει βιβλίο Μιναρέδες: Οι Λόγχες του Ισλάμ στην Ευρώπη…