Θυμάμαι στην Ε’ Δημοτικού στο δεύτερο διάλειμμα της μέρας- φαντάζομαι στο πρώτο σχεδιάστηκε η περίφημη επιχείρηση- με πλησίασε ο Δημήτρης για να μου μεταφέρει το μήνυμα του Θωμά. «Θέλεις να τα φτιάξουμε;» ήταν η ερώτηση που ο Δημήτρης, στον άχαρο ρόλο του διακομιστή της επιθυμίας του φίλου του, μου διατύπωσε με ρομποτική φωνή. Η χυλόπιτα έπεσε σε νανοσεκόντ, φαντάζομαι ότι ο Θωμάς το ξεπέρασε γρήγορα, για τον Δημήτρη που έπρεπε να μεταφέρει την απόρριψη δεν είμαι σίγουρη ακόμη. Πάντως σε εκείνες τις αθώες εποχές τα πράγματα ήταν πιο απλά. Ρωτούσες «Θες να τα φτιάξουμε;» και με ένα ναι ή με ένα όχι περνούσες στο επόμενο βήμα, δηλαδή περπατούσατε πιασμένοι χέρι με χέρι στην επιστροφή για το σπίτι ή μοιραζόσασταν στη μέση μια σοκοφρέτα.
Όλο και περισσότερο νιώθω ότι αφήνουμε όλο και πιο ασαφή τα όρια μεταξύ των διαφόρων φάσεων μιας σχέσης. Είναι κακό αυτό; Χμμ, εξαρτάται. Προσωπικά, το να γλιτώνεις από ταμπέλες και κατηγοριοποιήσεις το θεωρώ καλό βήμα στις σχέσεις των ανθρώπων. Το κάθε ζευγάρι ξέρει το ίδιο σε ποιο σύμπαν βρίσκεται, πώς αισθάνεται, πώς αλληλεπιδρά το κάθε μέλος του με το έτερο. Το πραγματικό ερώτημα είναι: όντως ξέρει;
Δύο άνθρωποι που μέχρι χθες ήταν ξένοι, που έχουν μεγαλώσει σε διαφορετικές οικογένειες, που έχει ο καθένας τις δικές του εμπειρίες, συναισθηματικές, ερωτικές, σεξουαλικές βρίσκονται, ξαφνικά, ο ένας απέναντι από τον άλλον, μέσα στον άλλο, από πάνω του ή από κάτω του και άντε να βρουν την ισορροπία για να δουν πού πάει όλο αυτό.
Εδώ, πέντε φορές μέσα στην ημέρα τρωγόμαστε με τα ρούχα μας και μας φταίει ο εαυτός μας, πώς λοιπόν θα ταιριάξουμε με κάποιον που έρχεται από το πουθενά για να γίνει κομμάτι του κόσμου μας;
Όλο και περισσότερες σχέσεις ξεκινούν με το «κάνουμε σεξ και βλέπουμε». Η Δέσποινα που βλέπει τον Μάκη εδώ και τρεις μήνες (τον βλέπει γυμνό συνήθως, και κάποιες φορές ντυμένο, κυρίως σε ένα κρεβάτι αλλά και ενίοτε για φαγητό και κάνα σινεμά) με ρώτησε τις προάλλες «Δηλαδή τώρα εμείς τα έχουμε;». Η αυτόματη απάντηση μου ήταν «Αν δεν ξέρετε εσείς, πού να ξέρω εγώ;» και μου κράτησε μούτρα για κάνα πεντάλεπτο οπότε αποφασίσαμε να προχωρήσουμε στις sos ερωτήσεις για να καταλήξουμε πώς θα το ονομάσουμε όλο αυτό που τους συμβαίνει.
Οι ερωτήσεις αυτές είναι κυρίως «Νιώθεις ότι έχεις επενδύσει συναισθηματικά;», «Πόσο συχνά σε αναζητά;», «Σε αναζητά μόνο για σεξ;», «Έχετε σκεφτεί να πάτε ένα ταξίδι μαζί;», «Ξεκινήσατε να βλέπετε καμιά σειρά παρέα;», «Πόσες φορές κοιμόσαστε και ξυπνάτε μαζί μέσα στην εβδομάδα», «Ζηλεύεις; Σε ζηλεύει;» κι άλλα τέτοια κλισέ που τελικά έχουν λόγο να υπάρχουν κι άλλους τόσους λόγους για να μην.
Θέλω να πω, για παράδειγμα, ότι η πλειονότητα θεωρούν ότι μπαίνουν σε σχέση όταν διεκδικούν και οι δύο πλευρές την αποκλειστικότητα. Τι γίνεται όμως με αυτούς που έχουν αποδεχθεί ότι ο σύντροφος τους έχει το δικαίωμα να χειρίζεται το σώμα του όπως αυτός το επιθυμεί και που δεν δέχεται να ελέγχεται από το ταίρι του για του αν θα είναι πιστός ή όχι; Δηλαδή όσοι έχουν κάνει αυτή την συμφωνία δεν είναι ζευγάρια, δεν έχουν συντροφική σχέση; Προφανώς και δεν ισχύει αυτό, προφανώς και το κάθε ζευγάρι βάζει τους δικούς του κανόνες, τους οποίους κιόλας κοινή συναινέσει μπορεί να ανατρέψει ή να αναδιαμορφώσει με το πέρασμα του χρόνου για να διατηρήσει την ισορροπία και την αγάπη.
Άρα; Πώς η Δέσποινα περιμένει να της απαντήσει ο οποιοσδήποτε σε αυτήν την ερώτηση εκτός από τον εαυτό της και τον Μάκη; Ο χρόνος είναι αυτός που δημιουργεί τα εύλογα ερωτήματα, ερωτήματα που προκύπτουν όσο κουλ και να θέλει να είναι κάποιος, όσο και εάν μπορεί να χαίρεται αυτό που ζει τώρα και τον έρωτά του. Βέβαια, όσο πιο απλές είναι οι συνθήκες και οι καταστάσεις τόσο πιο εύκολα δίνονται και οι απαντήσεις. Το θέμα είναι να βρεθούν και οι δύο στον σωστό χρόνο, δηλαδή τα ερωτήματα να μη γεννηθούν νωρίτερα στον έναν από ότι στον άλλον, οι απαντήσεις να μην αργήσουν πολύ για κανέναν από τους δύο. Και βασικό: να μην προκαλέσουν γκρίνιες και μούτρα και νεύρα.
Αν οι ερωτήσεις «Πού πάμε;», «Τι κάνουμε;», «Είμαστε μαζί, πώς είμαστε μαζί;», «Τι προοπτικές έχουμε;» σας τρώνε περισσότερο από όλο αυτό που αισθάνεστε για τον άλλον/άλλη τότε μάλλον κάτι γίνεται λάθος.
Δεν είναι πάντα πλήρως συγχρονισμένο το δικό μας ρολόι με εκείνο του συντρόφου, το θέμα είναι να μην χτυπάει το ένα ξυπνητήρι στις 12 το μεσημέρι και το άλλο στις 12 το βράδυ.
Αν περνάς καλά με αγόρι ή το κορίτσι που βρίσκεται δίπλα σου, οι χρόνοι θα συντονιστούν, θα βρείτε τους ρυθμούς σας, τις συνήθειες σας, θα τσακώνεστε για το ότι εκείνος ξεκίνησε να βλέπει μόνος του το Stranger Things ή για το ότι τα πιάτα έχουν μείνει άπλυτα τόσες μέρες που σαλεύουν.
Βέβαια, δε σημαίνει αυτό ότι πρέπει να καταπνίγει κανείς τις σκέψεις του ή ενστάσεις ή απορίες που έχει για την εξέλιξη της όποιας σχέσης. Θες να πεις αυτό που σε τρώει; Πες το. Αλλά δες πρώτα. Σε τρώει όντως; Σε τρώει επειδή σε νοιάζει ή επειδή σου είπαν άλλοι ότι πρέπει να σε νοιάζει; Εσύ ξέρεις τι θέλεις; Εσύ είσαι έτοιμος/έτοιμη να δεις σε τι περαιτέρω θα μπορούσε να εξελιχθεί αυτό που ζείτε; Εσύ είσαι έτοιμος να σου πει ο άλλος «όχι, ευχαριστώ. Μια χαρά είμαστε έτσι δε θα πάρω παιδιά, σκυλιά, σπίτι, πεθερικά. Με θες έτσι όπως είμαι;». Ωπ, να λοιπόν που τα πολλά ερωτήματα σπάνια βγαίνουν σε καλό γιατί πολύ απλά μας φορτώνουν με ένα βάρος που δεν μπορούμε να κουβαλήσουμε.
Οι απαντήσεις βγαίνουν από τη ζωή, θέλουμε δε θέλουμε. Ο Ρένος Χαραλαμπίδης στα «Φτηνά Τσιγάρα» έλεγε «έτσι και αλλιώς τα πράγματα θα κυλήσουν όπως θέλουν αυτά, η ζωή ξέρει, και εγώ την εμπιστεύομαι». Μια μικρή υπενθύμιση: την ζωή μας την χτίζουμε, κατά κύριο λόγο, εμείς. Ας το κάνουμε με αφοσίωση στα πραγματικά θέλω μας και χωρίς το άγχος να ικανοποιήσουμε ανάγκες άλλων. Γιατί και η Nancy Sinatra μας τραγουδούσε «You only live twice or so it seems / One life for yourself and one for your dreams». Κάτι ήξερε.