Έχει ανοίξει μια ωραία κουβέντα. Ας την κάνουμε γρήγορα και προσεκτικά, γιατί βλέπω, πολύ σύντομα, να μας την κόβουν. Δεν είναι συμφέρουσα η στιγμή, όταν οι προβολείς επιτέλους φωτίζουν το σωστό πρόβλημα.
Είδαμε πόσο γρήγορα ανοίγει η ομπρέλα. Ήταν αυτή η όμορφη επιφάνειά της που χρησιμοποιούσαμε για στυλ, χωρίς να ξέρουμε, χωρίς να θέλουμε να δούμε ή να μάθουμε, ότι εκεί πάνω της, πάνω σ’αυτήν τη χαρούμενη ομπρέλα, ήταν κεντημένα όλα τα εγκλήματα. Νομίζαμε ότι την κρατήσουμε μήπως βρέξει, αλλά, τελικά, την κρατούσαμε μήπως δούμε. Θέλουμε να φωτιστούμε, αδέρφια; Θέλουμε;
Το μπόλι στη σύγχρονη μορφή είναι τύπου MRNA. Κάποτε ήταν μια κουβέντα από τους γονείς ή τους παππούδες ή τους δασκάλους. Κάποτε ήταν σφαλιάρες απ’όλους αυτούς μαζί. Κάποτε ονομαζόταν γνώση. Πόναγε πάντα το μπόλι. Ήθελε καλλιτεχνικό χέρι για να μη τραυματιστεί το δέντρο. Δε νομίζω τότε, στο κάποτε, να είχαμε περισσότερους καλλιτέχνες. Ξεράθηκαν πολλά δέντρα από τους άσχετους και τους αδιάφορους.
Επίσης, πρέπει να είναι και το δέντρο δεκτικό. Πολλοί πάλεψαν με ξύλα αρνητικά. Με ξύλα επίμονα και κουτά. Με ξύλα καταδικασμένα. Πολλοί χάσαν τον καιρό τους. Ήταν τ’όνειρο μεγάλο.
Ας ανοίξουμε λοιπόν την ομπρέλα. Τι υπάρχει μετά τον νεαρό της Φολεγάνδρου; Μετά τους άλλους νεαρούς και άνδρες; Τι υπάρχει μετά το Λιγνάδη, το Φιλιππίδη, τον Μπερτράν Καντά; Θέλουμε να φωτιστούμε, αδέρφια; Θέλουμε;
Θυμάμαι, πριν πολλά χρόνια, φοιτητής, σ’αυτά τα μεγάλα τραπέζια, με τους ατέλειωτους καφέδες και τις ατέλειωτες συζητήσεις, κάναμε σχέδια για το πώς θ’αλλάξουμε τον κόσμο. Θυμάμαι, πριν πολλά χρόνια, ερωτευμένος, σ’αυτά τα μεγάλα κρεβάτια με τις ατέλειωτες επαφές, κάναμε σχέδια για το πώς θ’αλλάξουμε τη ζωή μας. Και πέρασαν πολλά χρόνια. Τίποτα δεν άλλαξε. Και έμεινα μόνος στο τραπέζι. Έμεινα μόνος στο κρεβάτι. Και όλοι αυτοί που έφυγαν, από το τραπέζι κι από το κρεβάτι, πληρώνονται και εθελοτυφλούν, για να συνεχίζονται η βιαιότητα και η χυδαιότητα. Γιατί ξεκινάει από ψηλά το πρόβλημα. Γιατί κανείς δεν πίστεψε ότι κάτι μπορεί ν’αλλάξει. Και μείναμε με το ζόρι υπήκοοι μιας γονικής κατασκευής ασυναγώνιστης. Όταν μεγαλώσεις, αγόρι μου, θα μπορείς να δέρνεις κι εσύ. Τώρα θα σε δέρνω εγώ. Και μας είπαν και οι άρχοντες του πάμφτωχου, εξευτελισμένου τόπου: ‘Ξεπούλα, ρε. Κι εδώ, δίπλα μου, θα σε κακοποιώ, να μαθαίνεις πώς θα κακοποιήσεις. Θα σε κάνω άρχοντα.’ Γιατί πρέπει να πληρωθούν κάπως οι λογαριασμοί. Το επάγγελμα δε χρειάζεται να είναι χρήσιμο. Οι βίζιτες της καριέρας και της ανέλιξης. Γιατί μια ζωή την έχουμε. Εγώ θα σώσω τον κόσμο;
Είπα στο φίλο μου προχθές, ότι δε θέλω να’μαι άλλο θυμωμένος. Δε γίνεται όμως. Ο βιασμός και ο σεξισμός ξεκινούν από την καρέκλα του κυρίου Μητσοτάκη. Και από εκεί φτιάχνουν όλες τις περήφανες ‘γαλάζιες’ οικογένειες. Σαν αυτή που μεγάλωσα. Σαν αυτή που μεγαλώσαμε όλοι.
Η κοινωνία, όπως κάθε σχέση, θα είναι πάντα χωρισμένη ανάμεσα σ’αυτούς που αρνούνται να παραδεχτούν ότι δεν αγαπιούνται και βιάζονται και σ’αυτούς που δε θέλουν να αγαπήσουν και βιάζουν. Η ελληνική κοινωνία είναι ένα εργοστάσιο. Βγάζει συγκεκριμένα μωρά, συγκεκριμένους ανθρώπους.
Σας μιλώ από τη θέση κάποιου που κακοποιήθηκε. Σας μιλώ από τη θέση κάποιου που αρνήθηκε να πάρει μέρος στην υποτίμηση του ανθρώπινου είδους, στην υποβάθμιση των ανθρώπινων σχέσεων. Σας μιλώ από τη θέση του παραμερισμένου, γιατί τόλμησε να καταδείξει τους κακοποιούς, τους συνεργούς και τις τακτικές τους. Γιατί θέλησε να συνετίσει τους εκπαιδευτές του. Σας μιλώ από την πόρτα του τρελάδικου, ή του νεκροταφείου, ή του χάους, δεν βλέπω καθαρά. Γιατί όλοι αυτοί που ήθελαν να συνεχίσουν το παραμυθάκι των βιαστών, που μας διαβάζει τα βράδια ο κύριος Μητσοτάκης, αυτό που διάβαζαν οι προκάτοχοί του, αυτό που θα διαβάζουν οι διάδοχοί του, κανένας, μα, κανένας, δε θέλει να το σταματήσει.
Αυτό το παραμυθάκι που αρρωσταίνει τις ψυχές. Αυτό το μπόλι-δηλητήριο που οργανώνει αυτή τη σάπια κοινωνία μας, που καίει τη σάρκα και το πράσινό μας, παίζει αδιάκοπα, έως και βουβά, σα στρατιωτικός, θρησκευτικός ύμνος.
Έχω παραμεριστεί από τα αδέρφια, παραμεριστεί από τους γονείς, παραμεριστεί κι από την εργασία. Ψάχνω ψυχές που θέλουν να μπουν μαζί μου στο τείχος της αξιοπρέπειας, και δε βρίσκω καμία. Ψάχνω τρόπο να ζήσω και να εργαστώ χωρίς να εξευτελίζω και να εξευτελίζομαι, και δε βρίσκω κανέναν. Ψάχνω μπράτσο για να κάνω το αντιβιαστικό, και δεν υπάρχει κανένα. Κανείς εθελοντής, καμία εκστρατεία.
Γιατί το αντιβιαστικό θα είχε στείλει τον κύριο Μητσοτάκη και τους ομοίους του στη φυλακή. Γιατί αν ήταν τίμιο το σύστημα, θα δίκαζε τους άρχοντες πρώτους ως σεξιστές και βιαστές, όχι τα παιδιά τα μεταξύ μας, τα τελευταία της αμάξης, τα κακόμοιρα – με την έννοια την αρχαιοτραγική της λέξης. Γιατί αν ήταν τίμια η κυρία Μενδώνη θα κοιμόταν δίπλα στον κύριο Λιγνάδη. Μαζί με την κυβέρνησή της. Αλλά, βλέπετε, κάπως πρέπει να πληρώνουμε τους λογαριασμούς της βίας. Το τηλέφωνό της, το ρεύμα της και το νερό της. Κάποιος πρέπει να συντηρεί το δαιμονισμένο, αηδιαστικό κάστρο που κληρονομήσαμε.
Θέλουμε να φωτιστούμε, αδέρφια; Θέλουμε; Πώς γίνεται να απαιτούμε να μας φέρεται καλά ο σύντροφος, αφήνοντας την ίδια στιγμή να μας βιάζει ο άρχοντας; Γιατί είναι ωραίο να βιάζεις. Εύκολο. Όταν είσαι δειλός είναι η μόνη δύναμη, η μόνη λύση. Αδέρφια, γεννήθηκαμε από δειλούς, διοικούμαστε από δειλούς. Αδέρφια, είμαστε παρακμιακοί γιατί είμαστε χέστηδες.