Είναι η συνέντευξη που έχω ευχαριστηθεί περισσότερο όσα (λίγα) χρόνια κάνω αυτήν την δουλειά. ‘Η, να το πώ αλλιώς, συναντώντας τον Μάλκολμ Μακ Λάρεν ένα συννεφιασμένο μίζερο απόγευμα του Φεβρουαρίου του 2007 στο νούμερο 22 της Λεωφόρου Βουλιαγμένης, ένιωθα ότι μιλάω με έναν άνθρωπο που χωρίς να είναι ήρωας μου (με την ένοια της αφίσας στο εφηβικό δωμάτιο), έχει διαμορφώσει με καθοριστικό τρόπο το τοπίο μέσα από το οποίο αντιλαμβάνομαι τον κόσμο. Ο Μάλκολμ Μακ Λάρεν, που πέθανε στα 64 του χρόνια – σαν σήμερα – 8 Απριλίου του 2010, ήταν ο «ιμπρεσάριος του punk», ο καλύτερος μάνατζερ που γνώρισε ποτέ η ποπ κουλτούρα, ο άνθρωπος που συσκεύασε τον νεανικό αντικομφορμισμό τυλίγοντάς τον με τα καπιταλιστικά εργαλεία της ελεύθερης αγοράς. Ο τύπος που μπράνταρε την ανάγκη των νέων να είναι αντιδραστικοί εντός συστήματος, διαφορετικοί μέσα στην ομοιογενειά τους, επικίνδυνοι για όση ώρα διαρκεί μια βίαιη συναυλία.
Ήταν καλεσμένος του Marketing Week για να μιλήσει σε σχετική ημερίδα. Συναντηθήκαμε στο τότε Club 22 (ή ήταν ήδη Fuzz;), νωρίς το απόγευμα, ενώ είχε πάει να «επιβλέψει» το soundcheck για το – τελικά – ανεκδιήγητο dj/vj set που έκανε το ίδιο βράδυ. Ο τύπος είχε ένα συγκλονιστικό, σπάνιο ταλέντο να πουλάει. Στην προκειμένη περίπτωση, εμπειρίες κι απαντήσεις. Γενικότερα τον εαυτό του. Άλλωστε, τις δύο τελευταίες δεκαετίες (90s – 00s) που μάλλον είχε ξεμείνει από καινοτόμες ιδέες, αυτό έκανε. Γυρνούσε τον κόσμο, «έδινε συμβουλές», διηγούταν (ή επινοούσε) ιστορίες, πλασαριζόταν ως καλλιτέχνης, τα άρπαζε κι έφευγε. Ακόμα, κι αν είστε από αυτούς που (μάλλον όχι άδικα) τον κατηγορούν ως εκμεταλλευτή και διαφθορέα του punk ιδεώδους, θα πρέπει να παραδεχτείτε ότι χωρίς αυτόν να μετατρέπει την οργή σε εικόνα, η νεανική κουλτούρα των τελευταίων 30+ χρόνων δε θα ήταν η ίδια. Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Ταχυδρόμος (σαββατιάτικο ένθετο στα Νέα), ήταν το δεύτερο μου κείμενο εκεί και – τώρα χαίρομαι περισσότερο γι’ αυτό – ο διευθυντής κι ο αρχισυντάκτης μου μού είχαν πει ότι ήταν «καλή». Ακολουθεί αυτούσια…
«ΠΑΝΤΑ ΠΡΟΣΠΑΘΟΥΣΑ ΝΑ ΕΙΜΑΙ ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΕΙΩΔΗΣ ΑΠΟΤΥΧΙΑ»
Στον κατάλογο με τις σημαντικότερες προσωπικότητες των τελευταίων 100 χρόνων ο κύριος Μάλκολμ Μακ Λάρεν έχει εξασφαλισμένη θέση ψηλά στην κατάταξη. Μόνο που το συνοδευτικό λήμμα θα είναι ιδιαίτερα μακροσκελές, προσπαθώντας να περιγράψει τον πολλαπλό εαυτό του. Πατέρας του punk, του πιο επιδραστικού κινήματος του 20ου αιώνα, το οποίο συνέλαβε στη Νέα Υόρκη και μετέφερε στη Βρετανία κάνοντας τη βασίλισσα να χρειάζεται πράγματι τη θεϊκή παρέμβαση. Στυγνός τυχοδιώκτης – μάνατζερ, μεταξύ άλλων και των θρυλικών Sex Pistols, που πάντα ήξερε να εκμεταλλεύεται ανθρώπους και καταστάσεις με μοναδικό κίνητρο τη φήμη και την τσέπη του. Ταλαντούχος μετεωρολόγος των τάσεων και των στιλιστικών αλλαγών. Μουσικός, ζωγράφος, σχεδιαστής μόδας, σύμβουλος πάσης φύσεως, κινηματογραφικός παραγωγός, κάποτε υποψήφιος δήμαρχος Λονδίνου, καταστασιακός χάκερ της τέχνης και της ζωής, ένας άνθρωπος που μπορεί να πουλήσει τα πάντα. Και πάνω απ’ όλα τον εαυτό του. Επισκέφθηκε την Αθήνα για να μιλήσει σε ημερίδα μάρκετινγκ, αλλά άδραξε την ευκαιρία να δώσει κι ένα σόου διαλέγοντας δίσκους, προβάλλοντας δικά του βίντεο και κάνοντας αυτό που αγαπά περισσότερο. Να λέει ιστορίες …
Marketing & Punk
Καλωσήρθατε κύριε Μακ Λάρεν, δεύτερη φορά στην Αθήνα; Ναι και για να είμαι ειλικρινής δεν περίμενα τέτοια ανταπόκριση κι ενδιαφέρον στην Ελλάδα. Πρότεινα στους έλληνες διοργανωτές να κάνουμε ένα σόου όπου θα διηγηθώ τη ζωή μου, συνοδεία μουσικής και βίντεο. Αν και τα visuals συνήθως δε μου αρέσουν γιατί αποσπούν τον κόσμο. Πώς σας φαίνεται που πλέον σας ζητούν να μιλάτε κυρίως για μπίζνες και λιγότερο για το ένδοξο punk παρελθόν; Νομίζω ότι ξαφνικά ο κόσμος άρχισε να συλλαμβάνει το τι συνέβη στα ‘70s. Δεν μιλάω τόσο για τον κόσμο της ποπ κουλτούρας, όσο για τον κόσμο του εμπορίου. Ζούμε σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον που καθοδηγείται από τις επιχειρήσεις, στον οποίο η τέχνη, η διασκέδαση, η ποπ κουλτούρα και η μόδα αναμειγνύονται συνεχώς. Σε αυτόν τον κόσμο δεν υπάρχουν και τόσοι πολλοί διαφορετικοί άνθρωποι. Οι επιχειρήσεις το βλέπουν και σκέφτονται «γιατί να μη ζητήσουμε τη συμβουλή του Μάλκολμ Μακ Λάρεν;». Μην ξεχνάμε ότι τα στελέχη τους είναι τα παιδιά του punk, οι 40ρηδες που ανατράφηκαν με την DIY κουλτούρα (‘Do It Yourself’ – «Κάντο μόνος σου») και θέλουν να την εφαρμόσουν στις τωρινές υπεύθυνες θέσεις τους. Όλοι άλλωστε ήταν πάνκηδες 25-30 χρόνια πριν, ο διευθυντής της τράπεζας, το αφεντικό της διαφημιστικής, ο σημερινός πολιτικός. Όλοι έρχονταν με τις αηδιασμένες μαμάδες τους στις συναυλίες μας. Μήπως σας φωνάζουν και για λόγους ματαιοδοξίας; Για την ψευδαίσθηση της επαφής με το ‘πιο άγριο’ παρελθόν τους; Σίγουρα, θέλουν να νιώθουν ότι δεν πρόδωσαν τη νιότη τους. Ξέρουν ότι το punk ήταν μια στιγμή που άλλαξε τους ίδιους κι επηρέασε τον κόσμο γύρω τους, πιθανότατα με θεωρούν τον ιθύνοντα νου του. Είτε ως καλλιτέχνη, είτε ως μάνατζερ, αλλά κυρίως – νομίζω – ως ένα αίνιγμα που πρέπει να τεθεί στο μικροσκόπιο για να απαντήσει ερωτήματα. «Γιατί;», «πώς;», «υπήρχε δομή, σχέδιο, οργάνωση;». Υπήρχε τελικά; Ναι και όχι. Δίνοντας αυτές τις διαλέξεις, όπως εδώ στην Αθήνα, είναι σαν κάνω ψυχανάλυση, αναζητώ την αυτογνωσία διηγούμενος την ιστορία. Μπορεί να την «μυθοποιώ» κάπως, όπως συνήθως κάνουμε όταν ανατρέχουμε στο παρελθόν, αλλά επιτέλους ξετυλίγω το νήμα της ζωής μου και καταλαβαίνω σιγά σιγά γιατί έκανα ότι έκανα. Μπορείτε να συνοψίσετε τις γενικές συμβουλές που δίνετε; Τον περισσότερο καιρό μιλάω για την αξία του αντί – μάρκετινγκ. Είναι πιο ενδιαφέρον όταν προσπαθείς «να μην πουλήσεις» κάτι. Όταν λοιπόν στοχεύεις, όχι στους πρόθυμους μεσήλικες, αλλά στους νέους που νομίζουν ότι τα ξέρουν όλα να έχεις υπ’ όψη σου ότι μπορούν να μυρίσουν τις μαλακίες που τους σερβίρεις από πολύ μακριά. Εκτός κι αν το αποφύγεις. Ένα παράδειγμα από το «μάρκετινγκ» των Sex Pistols. Όταν ήταν να κυκλοφορήσουμε το single “Anarchy in the UK” με κάλεσαν από τη δισκογραφική για να συζητήσουμε τις λεπτομέρειες. Μόνο και μόνο ο τίτλος «τμήμα μάρκετινγκ» μου προκαλούσε αναγούλα. Τους άκουσα να μου προτείνουν «να συνδέσουμε τους Pistols με τους Beatles», «να βάλουμε όμορφες φωτογραφίες», «μερικά ενδιαφέροντα γραφικά». Είπα, «δεν υπάρχει περίπτωση να βάλουμε χαρούμενες φατσούλες στο εξώφυλλο, στην πραγματικότητα δε χρειαζόμαστε καμία εικόνα, μόνο μια μαύρη θήκη χωρίς καν την τρύπα στη μέση του βινυλίου και χωρίς να αναφέρεται πουθενά το όνομα EMI». Αναρωτήθηκαν πώς θα το βρίσκει ο κόσμος στα καταστήματα και απάντησα ότι αυτό ακριβώς ήθελα, να μην το βρίσκει κανείς. Αυτό είναι το καλύτερο μάρκετινγκ που μπορείς να εφαρμόσεις, να κινητοποιήσεις όσους έχουν πραγματικό ενδιαφέρον για το προϊόν. Ακολούθησαν τη συμβουλή; Δεν ξέρω, αλλά είναι μια ιστορία που μου αρέσει να λέω.
Ένας αποτυχημένος χαμαιλέων
Η προηγούμενη, αφοπλιστικά ειρωνική, απάντηση δείχνει τον υπέροχο ποπ παραμυθά που ποτέ δεν μπορείς να υπολογίσεις πόσο αυτοσχεδιάζει και πόσο ανακαλεί. Καπνίζει το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, ενώ επιβλέπει το soundcheck και διαλέγει τους δίσκους που θα παίξουν το βράδυ. Μιλώντας για τον εαυτό του διακρίνεις μια καλυμμένη υπεροψία ενός ανθρώπου που στα 61 του δεν έχει λόγο να είναι μετριόφρων, άλλωστε ποτέ δε βασίστηκε στο χαμηλό προφίλ.
Αλήθεια, πόσες φορές έχετε επανεφεύρει τον εαυτό σας και με ποια από όλες τις ιδιότητες θα θέλατε να σας θυμούνται; Δεν ξέρω, ίσως 20 – 30. Αυτό προκύπτει από την αναζήτηση μια νέας ταυτότητας για κάθε εποχή. Τελευταία, νομίζω ότι γίνομαι όλο και περισσότερο παιδί. Με ελκύουν η αθωότητα, η συμπεριφορά και τα λάθη τους. Οι καλλιτέχνες, αυτό ειλικρινά πιστεύω ότι είμαι κι έτσι θέλω να με θυμούνται, κάνουν πράγματα απλά για να τα βγάλουν πέρα με τους εαυτούς τους. Κοιτάζοντας πίσω το μόνο που βλέπεις είναι στιγμές που άλλαξαν ζωές, τη δική σου και των άλλων. Χωρίς να ξέρεις απαραίτητα το γιατί. Ποιες ήταν οι δικές σας στιγμές; Όταν ήμουν στην Καλών Τεχνών στα ‘60s, η πρώτη διάλεξη που θυμάμαι ήταν ενός καθηγητή που μας είπε επί λέξη: «Η επιτυχία είναι κάτι που θα πρέπει να ξεχάσετε αμέσως. Θα βρίσκεστε σε μια διαρκή πάλη, σε ένα ταξίδι που δεν τελειώνει ποτέ γιατί αν τελειώσει σημαίνει πώς είστε νεκροί, θα αποτυγχάνετε διαρκώς γιατί όλοι οι καλλιτέχνες πρέπει να μάθουν να αποτυγχάνουν μεγαλοπρεπώς. Αυτή είναι και η βαθύτερη επιτυχία τους». Αυτές οι λέξεις μου άλλαξαν την κοσμοθεωρία. Βρισκόμουν μόνιμα σε μπελάδες προσπαθώντας να είμαι μια μεγαλειώδης αποτυχία. Οι Sex Pistols ήταν το απόγειο αυτής της πορείας: μια υπέροχη, βαθυστόχαστη, φανταχτερή αποτυχία, πολύ πιο σημαντική από μια συμβατική επιτυχία. Τότε δεν έκανα αυτούς τους συνειρμούς, τώρα τους συνειδητοποιώ. Κάποια άλλη στιγμή παρακολούθησα μια διάλεξη του Ζαν Λικ Γκοντάρ που διάλεξε ως αγαπημένο του σκηνοθέτη τον Ροζέ Βαντίμ, τον ηδονοθήρα που ανακάλυψε την Μπριζίτ Μπαρντό, «γιατί είναι ο μεγαλύτερος ερασιτέχνης». Κι αποφάσισα ενστικτωδώς ότι θα γίνω κι εγώ ένας μεγάλος ερασιτέχνης, ένας κλέφτης. Συνειδητοποίησα την γενναιότητα που αποκτάς όταν δε φοβάσαι να αποτύχεις, τα λάθη είναι που δίνουν ζωή στα έργα. Όταν είσαι άφοβος, τότε, ναι, έχεις τη δυνατότητα να αλλάξεις την κουλτούρα. Δηλαδή, δεν υπήρξαν περίοδοι δισταγμού, δεν κάνατε πίσω ποτέ; Υπήρχαν και εποχές που όντως έδινα δεκάρα και δε θέλω να τις θυμάμαι. Ήταν φτωχές σε ιδέες, εποχές που ακολουθούσα και δεν προηγούμουν, που ήμουν περισσότερο ευγενικός από όσο έπρεπε. Είναι μάλλον σύμπτωμα της κρίσης της μέσης ηλικίας, να νοιάζεσαι για να βοηθήσεις, να ακούσεις ή να δώσεις σημασία σε ανθρώπους που δεν υπάρχει λόγος να το κάνεις. Έτσι, καταλήγεις να κάνεις σκουπίδια. Σήμερα, οι μόνοι που ακούω είναι τα παιδιά.