“Δυτική Αποβάθρα”, “Έγκλημα και Τιμωρία”, “Στέλλα Κοιμήσου”, “Δαιμονισμένοι”, “Το Μεγάλο Κρεβάτι”, “Πορνοστάρ- Η αόρατη βιομηχανία του σεξ”, “Ποιος σκότωσε τον σκύλο τα μεσάνυχτα”, “Ορέστια- Χοηφόροι”, “1821: Η επιθεώρηση”, “Παίχτες”, “Αμαντέους”. Και μια σειρά από συνεργασίες με σκηνοθέτες, εκφραστές ενός  «παλαιού» και «νέου» κόσμου: Ludovic Lagarde, Σωτήρης Χατζάκης, Γιάννης Οικονομίδης, Μάνος Βαβαδάκης, Θοδωρής Αμπαζής, Κωνσταντίνος Ρήγος, Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, Λίλλυ Μελεμέ, Δημήτρης Καραντζάς,  Γιώργος Κουτλής, Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος.

Αν θα ρωτήσεις το θεατρόφιλο κοινό για κάποια αγαπημένη του εμπειρία, θα ξεχωρίσει σίγουρα κάποια από αυτές τις παραστάσεις, ίσως και περισσότερες από μία. Και θα σου διηγηθεί μια ωραία ιστορία για κάποιον νεαρό ηθοποιό που είδε στη σκηνή με μεγάλη ερμηνευτική δεινότητα: «Τι είναι ταλέντο; Να σου αρέσει κάτι, παραπάνω από ότι αρέσει σε έναν άλλο. Στην περίπτωση μας, να θες να βγεις στην σκηνή και να παθιάζεσαι με το πόσο άρτιο μπορεί να γίνει αυτό. Να φτάσεις σε ένα σημείο που να είσαι υπόλογος μόνο στον εαυτό σου. Να είσαι τόσο καυλωμένος και ταγμένος σε αυτό που να μη σε νοιάζει τίποτα άλλο στη ζωή σου».

Αν θα ζητήσεις σε μένα να διαλέξω, θα σου μιλήσω για το Life Before Grammys, ένα παράδοξο, αυτοσαρκαστικό και αδιανόητα απολαυστικό one man show μετά μουσικής που είχε ανεβάσει στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο, λίγο πριν η πανδημία χτυπήσει και διαλύσει την πόρτα μας. Κάθε φορά που ακούω το όνομα του, το πρώτο που «επιτίθεται» στην μνήμη μου, είναι σκηνές από αυτή την παράσταση: «Δεν θα το ονόμαζα stand up comedy πάντως, που έτσι κι αλλιώς είναι ένα είδος που δεν με ενδιαφέρει καθόλου. Στην Αμερική ταιριάζει στην κουλτούρα τους, στην ψυχοσύνθεσης τους. Εδώ πέρα ο Έλληνας είναι πιο γκροτέσκος. Την “γελοιότητα” του, δύσκολα θα την πιάσει και θα την κατανοήσει ο αμερικάνικος τρόπος του stand up που είναι πιο “απλοϊκός”. Ο μόνος του είδους που εκτιμώ εδώ στην Ελλάδα, είναι ο Φάνης Λαμπρόπουλος. Τρελαίνομαι με αυτόν τον τύπο, ίσως γιατί το έχει τερματίσει κανονικά!».

Η εβδομάδα που πέρασε, ήταν για τον απόφοιτο του Εθνικού Θεάτρου και κάτοχο βραβείου Χόρν (για την παράσταση του Οικονομίδη), μέσα στην τρέλα. Τελευταίες παραστάσεις για τους Παίχτες και συνεχόμενες – στην τελική τους ευθεία- πρόβες για το Αμαντέους (η παράσταση ξεκίνησε αυτό το Σαββατοκύριακο). Και στο ενδιάμεσο, μουσική. Πολύ μουσική. Πρακτική για το πιάνο που παίζει ζωντανά στην παράσταση αλλά και λίγες ακόμη πινελιές στο παζλ του «σάουντρακ» που ετοιμάζει για το “Σπιρτόκουτο” που θα κάνει πρεμιέρα τον Νοέμβρη, στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση (σε σκηνοθεσία Λένας Κιτσοπούλου). Ξεκινάμε από αυτό.

Μουσικός ή ηθοποιός;  Δεν αντιλαμβάνομαι τον εαυτό μου καθαρά ως μουσικό. Δεν αισθάνομαι πως είμαι καλός σε όλα. Σε όποια παράσταση όμως έχω κάνει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, υπήρχε χώρος για μουσική για μένα. Τη σέβομαι, την αντιμετωπίζω με ταπεινότητα. Την σκέφτομαι «σκηνικά», ως ένα μέρος της δραματουργίας, μιας κατάστασης, μιας εικόνας. Δεν μπορώ να γράψω ένα τραγούδι γενικά, θα μπορούσα να γράψω ίσως ένα τραγούδι που περιγράφει ένα χαρακτήρα, μια αφήγηση, μια ιστορία.

Το να γράψεις τη μουσική για ένα μιούζικαλ, δεν αποτελεί ένα μεγάλο στοίχημα;  Μιλάμε για την παρανοϊκή επιλογή του Γιάννη να γράψει ένας μουσικός παύλα ηθοποιός τη μουσική για αυτή την παράσταση. Παλιά αυτό που έκανα συνήθως, ήταν να υποδυθώ τον τύπο που παίζει κιθάρα, με ένα ξεκάθαρα κωμικό τρόπο. Υπομονεύοντας δηλαδή τη μουσική την ίδια. Και τώρα καλούμαι να βάλω μουσική πάνω στα μπινελίκια του Οικονομίδη και στις έντονες συγκρούσεις του Σπιρτόκουτου. Στην αρχή μου είχε φανεί ένα μεγαλεπήβολο, αδύνατο πλάνο. Από τη στιγμή όμως που άρχισα να καταπιάνομαι με αυτό, είδα πως η έλλειψη πείρας, η ασχετοσύνη μου, εντός πολλών εισαγωγικών, γιατί είμαι άνθρωπος που έχει ψάξει τι είναι μουσική και ποιοι οι κανόνες της, είναι και το δυνατό μου χαρτί. Αυτή η μουσική πρόταση θέλει μια αθωότητα και σίγουρα κάτι μη συμβατικό, κάτι να είναι ειλικρινές απέναντι στον Γιάννη και το έργο του. Για μένα ο Οικονομίδης είναι ο μόνος που έχει προτείνει στο ελληνικό θέατρο τον ρεαλισμό, οκ, μαζί με τον Μπισμπίκη.

Θα έλεγες πως ταιριάζετε;  Έχουμε μια απόσταση σαν προσωπικότητες και αυτό είναι που μας ενώνει. Νομίζω αντιλαμβάνεται σε μένα πως δεν κάνω εκπτώσεις στο τι θεωρώ πως είναι ποίηση στο θέατρο και στο ότι παράλληλα, δεν θα αμελήσω τη δική του αξία. Δεν εξαφανίζουμε ο ένας τον άλλο κι αυτό είναι πολύ σημαντικό. Είναι πολύ απλόχερος στο πως συνεργάζεται μαζί σου!

Οικονομίδης, Κουτλής, Παπασπηλιόπουλος. Κάτι γίνεται με αυτή τη νέα ματιά στη θεατρική σκηνοθεσία…  Είχαμε συνηθίσει τον σκηνοθέτη-πατέρα. Ευτυχώς δεν έχω δουλέψει πολλές φορές με αυτούς τους παλιούς, τους αυστηρούς. Ο τρόπος του Οδυσσέα ή του Γιώργου στους Παίχτες είναι διαφορετικός. Σου δίνουν και την ελευθερία και τον έλεγχο. Το κάνουν συνειδητά. Οι παλιοί αν σου έδιναν μια κάποια ελευθερία, ήταν λόγω αδυναμίας. Το να μπορείς να μιλάς στον σκηνοθέτη σου απλά και να ξέρεις πως δεν σε έχει άχτι, πως δεν ζηλεύει, δεν φοβάται, δεν είναι τρομαγμένος, δεν είναι αγχωμένος, σου φτιάχνει όλες τις καλές συνθήκες για μια δουλειά.

Είναι η πρώτη φορά που συνεργάζεσαι με τον Παπασπηλιόπουλο;  Όταν ήμουν μικρός, κάτι τύποι που δούλευα μαζί τους, από μόνοι τους, μου λέγανε «α εσένα θα σου πήγαινε τρελά να δουλέψεις με αυτόν». Και είχαν δίκιο. Είναι παρά πολύ έξυπνος και αυτό είναι κάτι που δεν πάει πάντα πακέτο με τους ηθοποιούς. Είναι ένας γλυκός,  πολύ καλός άνθρωπος που ξέρει πως να διαχειρίζεται τους ανθρώπους με την καλή έννοια. Δεν θα μιλήσει σε κανέναν άσχημα κι αυτό δεν είναι το συνηθισμένο. Οι περισσότεροι σκηνοθέτες φέρνουν τα ψυχολογικά τους στην πρόβα ή νοιώθουν απειλή. Αυτός είναι πολύ ισορροπημένος, έτσι φαίνεται τουλάχιστον, είναι παρά πολύ εργατικός, το ψάχνει το θέμα, δεν είναι τύπος που θα εμφανιστεί στην πρόβα και θα περιμένει «να το βρουν» οι ηθοποιοί γι’ αυτόν. Είμαι τυχερός που δουλεύω μαζί του και ταυτόχρονα άτυχος, γιατί δεν ξέρω αν μετά θα μπορέσω εύκολα να δουλέψω με άλλους.

Τι «είδες» στο Αμαντέους και είπες το ναι;  Όταν έρχεται μια πρόταση, ένα βασικό κριτήριο που έχω είναι να διαβάσω το έργο και να δω αν θα συγκινηθώ. Και για μένα κάτι τέτοιο δεν είναι εύκολο, επειδή είμαι πολύ χάχας και πολύ κυνικός. Δύο φορές μου είχε συμβεί σε τέτοιο βαθμό, στο «Ποιος σκότωσε τον σκύλο τα μεσάνυχτα» και στο «Έγκλημα και τιμωρία». Και τώρα συνέβη πάλι, με το «Αμαντέους».

Τι βρίσκεις συγκινητικό σε αυτό;  Για μένα, πιο προσωπικά μιλώντας, τη σχέση του Μότσαρτ με τον πατέρα του. Ο Οδυσσέας έχει βάλει τις επιστολές της αλληλογραφίας του μέσα στο έργο. Ότι μήνυμα έγραφε στους ανθρώπους με τους οποίους επικοινωνούσε, το έγραφε διπλά και το κρατούσε. Νομίζω πως αυτή η αρρώστια του ήρθε από τον πατέρα του, όλη η οικογένεια του το ίδιο έκανε. Αυτό βοηθά να δεις τον Μότσαρτ σαν άνθρωπο, με τρίχες, με δέρμα, με νεύρα. Να τον βλέπεις να τσακώνεται με τον πατέρα του, να νοιώθεις πόσο απελπισμένα τον χρειάζεται.

Αυτό είναι το μόνο;  Με ιντριγκάρει πολύ και η έννοια του ροκ σταρ που διαθέτει, κι ας μην είναι τόσο πραγματική όσο αυτή του Φρέντι Μέρκιουρι. Σκέψου ότι δεν ξέρουμε πολλά για τον Μότσαρτ, αλλά παρόλα αυτά όταν θα έρθει ο θεατής στο θέατρο, κάτι θα έχει στο μυαλό του γι’ αυτόν, ίσως κάποια στοιχεία από την ταινία, ίσως κάποιες νότες από τη μουσική του. Και μετά -και αυτό έχει μεγάλο ενδιαφέρον- θα πρέπει να το συγκρίνει με αυτό που εσύ θα του δώσεις. Γιατί καλείσαι να του ανατρέψεις την όποια γνώση. Να δει ο θεατής τι κατάλαβες εσύ από μια τέτοια προσωπικότητα. Και τι θα του δείξεις, μετά από τη δική σου έρευνα.

Υποθέτω πως βλέπουμε τον Μότσαρτ μέσα από τα μάτια του Σαλιέρι.  Τον βλέπουμε μέσα στην ανάμνηση του. Και αυτό επηρεάζει πολύ σημαντικά τον τρόπο που υπάρχουν οι χαρακτήρες στη σκηνή και την αφήγηση γενικότερα της παράστασης.

Μια ανάμνηση, πόσο καθαρή μπορεί να είναι;  Υπάρχουν κάποια στοιχεία που είναι διογκωμένα, σουρεαλιστικά. Μπορεί ίσως, εσύ, να θυμάσαι κάτι άλλο από αυτό που εγώ θυμάμαι. Συναντάς ένα άνθρωπο – και αυτό είναι κάτι σημαντικό- και μετά το μόνο που θυμάσαι μέσα στο χρόνο, είναι η αίσθηση της μυρωδιάς του, πόσο σπαστικιά για παράδειγμα ήταν. Και θυμάσαι μόνο αυτό, δεν θυμάσαι πραγματικά τι σου είπε, δεν θυμάσαι γιατί τσακωθήκατε.

Πως ήταν η πρώτη συνάντηση ανάμεσα σε Σαλιέρι και Μότσαρτ;  Πως μπορεί να είναι μια συνάντηση που αμέσως ο ένας αναγνωρίζει πως ο άλλος είναι καλύτερος του;  Αυτό είναι και ένα άλλο σημείο που με συγκινεί. Αυτή η καταραμένη γνώση. Το ‘χω νοιώσει κι εγώ, το έχουν νοιώσει και όλοι οι καλλιτέχνες κάποια στιγμή στη ζωή τους. Και όλοι οι άνθρωποι. Κάποια στιγμή, στις σχέσεις που κάνεις, είσαι ο Σαλιέρι. Θα κοιτάξεις τον άλλο και θα πεις, «σε αυτόν γιατί του είναι όλα τόσο στρωμένα, τόσο εύκολα». Και αυτό είναι πολύ σπαραχτικό. Όλοι έχουμε ένα Σαλιέρι και ένα Μότσαρτ μέσα μας!

Ποιος από τους δύο βρίσκεται στην πιο δυσχερή θέση;  Ο Σαλιέρι λέει για τον Μότσαρτ, απευθυνόμενος στον Θεό, στην ανώτερη δύναμη, «γιατί με έκανες ικανό να καταλάβω πόσο μικρός είμαι απέναντι του;». Οι άλλοι γύρω τους δεν καταλαβαίνουν τη διαφορά φάσης μεταξύ αυτών των δύο, αλλά ο Σαλλιέρι έχει το βαθμό εξυπνάδας να το καταλάβει. Είναι συγκλονιστικό, οι πιο έξυπνοι είναι και οι πιο δυστυχισμένοι, οι άνθρωποι με ενσυναίσθηση δεν μπορούν πραγματικά να είναι ευτυχισμένοι!

Υπάρχει διέξοδος από αυτό;  «Φτιάξε τη μουσικούλα σου αγόρι μου και πέρνα καλά με αυτή και μη τη μετράς με τους διπλανούς σου», αυτή, ναι, θα μπορούσε να είναι μια κάποια ρομαντική λύση. Αλλά είναι στη φύση μας, να δυσκολευόμαστε και να μην το καταφέρνουμε.

Προσφάτως τριαντάρισες. Τι νοιώθεις πως έχεις καταφέρει;   Η ζωή στα τριάντα είναι αυτό που λέγανε οι παππούδες μας. «Αχ Γιάννη μέχρι τα τριάντα πρέπει να έχεις εδραιώσει το επάγγελμα σου, να έχεις βάλει κάποιες βάσεις, να ξέρεις τι θέλεις και μετά να το υλοποιείς». Ευτυχώς νοιώθω πολύ τυχερός σε αυτό το κομμάτι, γιατί κάποια από αυτά που ήθελα τα έχω καταφέρει και έτσι είμαι πιο ήρεμος. Ήμουν ένας τύπος που με ενδιέφεραν τα πάντα. Θα μπορούσα να σου παίξω καμπαρέ και τρας και βαριά κουλτούρα. Τώρα πια σαν να έχει ηρεμήσει καλλιτεχνικά μέσα μου, όλο αυτό!

Έχεις καθαρή αντίληψη αυτής της ωρίμανσης;  Ναι φουλ! Είχα ξεκινήσει από νωρίς να παίρνω αποφάσεις σε σχέση με το επάγγελμα μου, σχεδόν από τα είκοσι. Να  διαλέγω αυτό ή εκείνο. Οπότε ήδη έχω μια εμπειρία και στο λάθος και στο σωστό. Έχω διαμορφώσει πλέον ένα κώδικα που με βοηθά να βάζω κάτω τα πράγματα και μετά να υπομένω τις συνέπειες των πράξεων μου πιο ήρεμα, γιατί παλιά τρελαινόμουν από το βάρος της όποιας απόφασης.

Έχεις πάρει λάθος αποφάσεις;  Θα σου πω, δύο στα δέκα έπεσα έξω. Το ποσοστό είναι μικρό αλλά έχω κλάψει πολλές νύχτες για να πάρω τη σωστή. Ήμουν ψυχάκι. Τις κοστολογούσα πολύ τις αποφάσεις μου, γιατί ήθελα όταν θα φτάσω στα τριάντα, καλή ώρα, να πω στον εαυτό μου πως έχω ηρεμήσει με την φιλοδοξία μου και την αναγνώριση. Γιατί από την στιγμή που ηρεμούν αυτά, μπορείς να κάνεις πράγματα που πραγματικά γουστάρεις.

Άρα, μπορούμε να πούμε πως την έχεις νικήσει την φιλοδοξία σου;  Ποτέ δεν νικιέται εκατό της εκατό αλλά ας πούμε πως πριν τέσσερα πέντε χρόνια, ήμουν πιο άρρωστος, πολύ πιο άρρωστος!

Τι σε βοήθησε τελικά σε αυτό; Υπάρχει συνταγή;  Η παράσταση του Life Before Grammys! Γιατί μίλησα ανοιχτά για αυτό. Για το τι είναι φιλοδοξία. Και τι να προσπαθείς συνέχεια για να είσαι ο καλύτερος. Αυτοσαρκάστηκα άγρια! Από την άλλη είχα πάρει και τα βραβεία μου και είχα προλάβει να θρέψω το τέρας μέσα μου, το ηλίθιο αυτό πράγμα. Οπότε δεν είχα απωθημένα, ήξερα πως ο χώρος μου με έχει αναγνωρίσει και ο κόσμος εκεί έξω με βλέπει σαν έναν άνθρωπο που δουλεύει σκληρά γι’ αυτό που αγαπά!

Είσαι δραματικός ή κωμικός ηθοποιός;  Όταν ξεκίνησα, ήθελα να κάνω κωμωδία. Βαριόμουν το δράμα, ένιωθα μεγάλη έκθεση με αυτό- η έκθεση βεβαίως είναι το μεγάλο συστατικό της καλής ερμηνείας. Όσο πιο πολύ δείχνεις από το πραγματικό υλικό σου τόσο το καλύτερο. Παραδόξως αυτό στη αρχή μπορούσα να το βιώσω μόνο μέσα στη κωμωδία. Κάποια στιγμή αποφάσισα να διώξω τη ρετσινιά της. Και έτσι άρχισα να το απενοχοποιώ και να αισθάνομαι καλά, ακόμη και όταν παίζω τον λυπημένο ή τον οργισμένο. Και να προσπαθώ να το ευχαριστιέμαι χωρίς να πέφτω σε αυτή τη σκοτεινή δίοδο που μας έχουν πει πως πρέπει να πέφτουμε. Γιατί δηλαδή πρέπει σώνει και καλά να είσαι ο Ντανιελ Ντε Λιουις που «το ζει στο πετσί του και μπαίνει μέσα στο ρόλο και μετά πάει σπίτι και κλαίει μόνος του»;

Είσαι ένας άνθρωπος που θα κατεβάσει τα ρολά του και θα πάει να μείνει σε ένα τροχόσπιτο στη Μυτιλήνη για δύο μήνες;  Ναι, αλλά υπάρχει πάντα ο φόβος της πλήξης, οπότε αν το κάνω θα γίνει για να μαζέψω μπαταρίες για τον χειμώνα που ακολουθεί. Θα έπρεπε να είναι απενοχοποιημένο κι αυτό, αλλά δεν είναι. Δεν το αναζητάμε επί της ουσίας.

Τι μας σταματάει;  Η επαφή με τα απρόσωπα πράγματα γύρω μας. Το κινητό, τα φασολάκια που έφτιαξε το μεσημέρι και το ανεβάζει η άλλη στα σόσιαλ, οι ερωτήσεις που έχουν μάταιες απαντήσεις. Η αγωνία πως μια τέτοια επιλογή θα σε καθιστούσε ερημίτη και η υποψία πως μπορείς να χάσεις πράγματα.

Τι σε ξεκουράζει;  Να παίζω play station. Ξεκίνησα από την καραντίνα και μετά. Παίζουμε με τους φίλους μου, μια ευκαιρία να χαζολογάμε και να μη μιλάμε για τη δουλειά μας.

Μόνο ηθοποιοί;  Ακριβώς. Άλλοι παίζουν ποδόσφαιρο, εμείς όχι, γουστάρω πολύ, νοιώθω παιδάκι, ξεχνιέμαι.

Τι σε αγχώνει περισσότερο;  Να μη προλάβω να δω τη γιαγιά μου που είναι σε γηροκομείο και δεν μπορώ λόγω κορονοϊού.

Αμαντέους
Δημοτικό Θέατρο Πειραιά
Συγγραφέας: Πίτερ Σάφερ
Μετάφραση: Έλενα Καρακούλη
Σκηνοθεσία: Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος
Σκηνικά – κοστούμια: Όλγα Μπρούμα
Μουσική & Μουσική Επιμέλεια: Δημήτρης Σιάμπος
Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος
Παίζουν: Νίκος Ψαρράς, Γιάννης Νιάρρος, Μαίρη Μηνά, Γιάννης Κότσιφας, Γιώργος Τριανταφυλλίδης, Γιώργος Τζαβάρας, Βαγγέλης Δαούσης, Βασίλης Ντάρμας
Τιμές Εισιτηρίων: Διακεκριμένη Ζώνη: 25-30 ευρώ Α Ζώνη: 20-25 ευρώ Β Ζώνη: 15-20 ευρώ χωρίς Αρίθμηση- Εξώστης: 10-15 ευρώ
Παραστάσεις: Τετάρτη: 20.00 Πέμπτη: 21.00 Παρασκευή: 21.00 Σάββατο: 17.30 & 21.00 Κυριακή: 20.00
Εισιτήρια https://www.viva.gr/tickets/theater/festivalamanteous/