«Έτρεχα να αγοράσω το τετράδιο. Πίσω στο σπίτι η μαμά καβούρδιζε χαλβά. Το γλυκό που ακόμη αγαπώ. Όταν θα γύριζα, θα ήταν όλοι εκεί. Ο μπαμπάς, η μαμά, τ’ αδέρφια, η Μαριώ. Τα είχα όλα. Τους είχα όλους. Έτρεχα να αγοράσω το τετράδιο ξέροντας τι θα πει ευτυχία». Διαβάζω το οπισθόφυλλο του πρώτου του βιβλίου, ακούγοντας ένα κουταλάκι να ζαλίζει το μέλι σε ένα πολύχρωμο φλιτζάνι γεμάτο τσάι. Το σαλόνι του Δημήτρη Καταλειφού χαζεύει το Παγκράτι, μετρώντας έναν χρόνο από τότε που ανοίχτηκε άφοβα στον κόσμο. «Ήταν 11 Μαρτίου, όταν σταματήσαμε να παίζουμε τον Θάνατο του Εμποράκου, συνειδητοποιώντας ότι ξαφνικά βρέθηκα μόνος και πολύ κουρασμένος, μετά από σαρανταπέντε χρόνια που με απασχολούσε διαρκώς ένας «άλλος». Εγώ και οι μνήμες μου, τα παιδικά μου χρόνια, η άσβεστη ανάγκη μου για καθημερινή δημιουργία. Έτσι, άρχισα να στριμώχνω τις σκέψεις μου στο κινητό, σαν ποιηματάκια. Τα έδειξα στην Άννα Παττάκη. Οι «Συμπληγάδες Γενεθλίων», κυκλοφόρησαν στις 3 Δεκεμβρίου και μέχρι τις 3 Ιανουαρίου, είχε εξαντληθεί η πρώτη έκδοση».
Ο Δημήτρης Καταλειφός, υπήρξε για μια χρονιά καθηγητής μου στη σχολή Δραματοθεραπείας και αποτελεί μια από τις πιο τρυφερές αναμνήσεις εκείνης της περιόδου, μέχρι και σήμερα που σταλάζει πάνω από τα κεφάλια μας ο φόβος και ο θάνατος. «Η δεύτερη καραντίνα, με καταπιέζει, με εκνευρίζει και με κουράζει. Έχουν αναδυθεί μέσα μου υπαρξιακές αναζητήσεις σε σχέση με τη ζωή και τον θάνατο, καθώς και τον φόβο του να αρρωστήσεις και να πεθάνεις μόνος. Κάνω πλέον συχνά αναδρομές στη ζωή μου, τι άξιζε απ’ αυτά που έζησα μέχρι τώρα. Προσωπικά, αντιλαμβάνομαι ότι εκτός από το προνόμιο της μοναχικότητας, είμαι και συνταξιούχος. Δεν μπορώ όμως να μη βλέπω και να μη σκέφτομαι όλους εκείνους τους ανθρώπους που αναγκάζονται να συνωστίζονται στα μέσα μεταφοράς ή που δουλεύουν σε αυτές τις συνθήκες στα super market, συναντώντας 200 ανθρώπους τη μέρα με τον κίνδυνο να κολλήσουν. Δεν μπορείς να μη βλέπεις, εκτός κι αν είσαι γαϊδούρι».
Συμφωνούμε πως η συνθήκη μέσα στην οποία ζούμε, όπως πάντα, κάποιους τους βόλεψε ώστε να την εργαλοιοποιήσουν και να κομίσουν κέρδη απ’ αυτήν. «Απ’ το μνημόνιο και έπειτα, καταργήθηκαν οι επιχορηγήσεις, αλλάζοντας το τοπίο του θεάτρου, μιας και εισέβαλλαν στον χώρο πολλοί άσχετοι επιχειρηματίες χωρίς την παραμικρή σχέση και αγάπη για το θέατρο. Το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν το ταμείο και το θέατρο σαν θέαμα, οπότε δημιούργησαν ένα φτηνιάρικο τοπίο.
Σήμερα, το ζοφερό τοπίο ενισχύεται από τα τόσα αντιλαϊκά νομοσχέδια που περνάνε εν μέσω πανδημίας, την υπεραστυνόμευση, την τηλεργασία. Στο θέατρο έχουμε το φαινόμενο του live streaming, που ενώ εγώ ήμουν αρχικά αρνητικός μετά το είδα σαν ένα αναγκαίο κακό και γι’ αυτούς που δουλεύουν και για το κοινό. Παρόλα αυτά, με φοβίζει ο κίνδυνος να χαθεί με τον τρόπο αυτό η ουσία του θεάτρου, που δεν είναι άλλη από τη συνάντηση κάθε μέρα θεατών και ηθοποιών. Αν το θέατρο αντικατασταθεί με την τεχνολογία, δεν με ενδιαφέρει ούτε να το βλέπω, ούτε να το κάνω».
Πάει τόσος καιρός από εκείνο το αίσθημα ανακούφισης της ψυχής μας μετά από μια παράσταση, από το βράδυ εκείνο που σκεφτήκαμε ότι ίσως και να γίναμε λίγο καλύτεροι άνθρωποι, μετά από μια αυλαία που πνίγηκε στο χειροκρότημα. «Εκτός απ’ τη Μελίνα Μερκούρη, που υπήρξε ηθοποιός και έδειξε μια ευαισθησία έστω και μέσα από τα λάθη της στον θεατρικό χώρο, θεωρώ ότι κανένας από εκεί και πέρα δεν έδειξε το παραμικρό ενδιαφέρον. Παίζω 45 χρόνια, ελάχιστους πολιτικούς έχω δει να έρθουν να δουν μια παράσταση. Είναι άνθρωποι που έχουν γραμμένο τον πολιτισμό, γι’ αυτό υπάρχει και αυτή η ελάχιστη επιχορήγηση, γι’ αυτό και βάζουν άσχετους ανθρώπους χωρίς ευαισθησία και γνώση. Το υπουργείο πολιτισμού λειτούργησε χωρίς κανέναν σεβασμό απέναντι στο θέατρο, μέσα στην πανδημία. Απαγόρευσαν τις παραστάσεις, χωρίς κανείς να πάει να δει τους χώρους και να βγάλει συμπεράσματα για το πώς θα μπορούσε να παραμείνει με έναν τρόπο ανοιχτό το θέατρο. Είναι ο τελευταίος τροχός της αμάξης σε όλες τις μεταπολεμικές κυβερνήσεις. Επίσης, κάποια ερωτήματα. Πως συνδυάζεται η αρχαιολογία με το θέατρο και τον κινηματογράφο; Πώς γίνεται κανείς διευθυντής στο Εθνικό; Γιατί παρακάμπτονται οι διαγωνισμοί και γιατί κομματικοποιείται όποιος γίνεται διευθυντής; Δεν θα έπρεπε να κριτήρια να είναι πολύ πιο σοβαρά, απ’ ότι σε ποια παράταξη ανήκεις; Γι αυτό και εμένα διαχρονικά με απωθεί όπου εμπλέκεται το κράτος».
Μέσα στον ανεμοστρόβιλο τραγικών πολιτικών κινήσεων και τόσο μεταφορικής όσο και κυριολεκτικής νόσου της καθημερινότητας, τα σκάνδαλα στον χώρο της τέχνης, του αθλητισμού και της δημοσιογραφίας πληθαίνουν καθημερινά. «Οι άνθρωποι πρέπει να μιλήσουν και να αποδοθούν τα δίκαια. Λένε γιατί δεν μιλάγαμε μέχρι τώρα. Μα γιατί φοβόμασταν ότι θα χάσουμε τον ρόλο ή το μεροκάματο. Αυτό ο φόβος είναι όλη η καταδίκη μας. Η ζωούλα μας, το διαμερισματάκι μας, γίναμε άνθρωποι κλεισμένοι στο σπιτάκι μας με την τηλεορασίτσα μας, ολομόναχοι. Ζούμε μια εποχή που αναζητά ήρωες οδηγώντας μας τελικά να γίνουμε αντιήρωες.
Αυτή η αλλαγή οφείλει να γίνει με τρόπο σοβαρό. Η κάθαρση που επιθυμούμε στο θέατρο δεν πρέπει να αντιμετωπιστεί σαν ένα πράγμα που θα ξεφουσκώσει, επειδή εξάντλησε τον θεαματικό ή τον λαϊκίστικο χαρακτήρα του και μετά να ξαναγυρίσουμε στα ίδια.
Το να ξεκινάει ένα παιδί, είτε αγόρι είτε κορίτσι, με όλα του τα όνειρα και να έρχεται ένας με αυτή τη συμπεριφορά και να το λερώνει, να το τσαλακώνει, να του ζαρώνει την ψυχή, το θεωρώ στα αλήθεια απαίσιο. Παρά λοιπόν την ταραχή που νιώθω, πιστεύω ότι είναι υγιές που μιλάνε επιτέλους οι άνθρωποι. Αυτό που επιθυμώ, είναι να βρεθεί η ισορροπία ώστε να μην μετατραπεί η τέχνη του θεάτρου σε μια αποστειρωμένη διαδικασία εξαιτίας όλων αυτών των γεγονότων. Το θέατρο απαιτεί ελευθερία, όχι όμως ελευθεριότητα».
Ένα σχόλιο του, στην έναρξη ελληνικού κινήματος MeToo, ήταν η αφορμή για έναν χορό παρερμηνειών που δεν αντιστοιχούσαν ούτε σε αυτό που ακριβώς εξέφρασε, ούτε σε αυτό που φέρει ως προσωπικότητα όλα αυτά τα χρόνια. «Έγραψα ένα κείμενο για τη γενιά μου και παρεξηγήθηκε με αποτέλεσμα να με κακολογήσουν. Αυτό που ήθελα να αναδείξω είναι ότι στη δική μου γενιά, υπήρχε μια ατμόσφαιρα πως το θέατρο είναι κάτι δύσκολο, πρέπει να διαθέτεις γερό στομάχι και να δείχνεις υποταγή στον σκηνοθέτη. Μεγάλωσα μέσα σε μια γενιά που έλεγε «δεν βαριέσαι, προχωράμε». Τώρα, δημιουργήθηκε μια νέα γενιά η οποία ζητάει αυτό το πράγμα να σταματήσει και είναι φυσικό για εμάς τους μεγαλύτερους να μας ταράζει αυτό, μιας και είχαμε συνηθίσει στο άλλο. Να κάνω ξεκάθαρο ότι δεν αναφέρομαι επ΄ουδενί σε βιασμούς και κακοποιήσεις, παρά μόνο στις κακότροπες απευθύνσεις του σκηνοθέτη που τις αφομοιώναμε σαν ένα μέρος της διαδικασίας.
Η νέα γενιά, προς τιμήν της, πια δεν το αντέχει και πολύ σωστά λέει ότι δεν μπορείς εσύ στο όνομα του ταλέντου σου, να με προσβάλλεις. Κατανοώ ότι είναι πολύ σωστότερα έτσι, απλά εμάς αυτό, και ζητώ μια κατανόηση από τους νέους, μας έχει πραγματικά ταράξει, ακριβώς επειδή το είχαμε τόσο πολύ συνηθίσει.
Είμαι πραγματικά ταραγμένος, νιώθω να τρίζει ο κόσμος μου. Προσωπικά, είμαι εντάξει με τη συνείδηση μου. Όλη αυτή η κάθαρση που ζητιέται σήμερα, θέλω να ελπίζω με το έργο και τις πράξεις μου ότι σε μεγάλο βαθμό την εφαρμόζω εδώ και 45 χρόνια θεωρώντας την αυτονόητη, μιας και αυτός ήταν ο χαρακτήρας και η παιδεία μου. Αισθάνομαι ότι έχω ζήσει καθαρά. Παρόλα αυτά, πολλές φορές αν και είμαι πράος άνθρωπος σε πρόβες έχει τύχει να γίνω ένα θηρίο. Σαν δάσκαλος που αγαπάω πολύ τα παιδιά έχω υπάρξει και αυστηρός. Δεν έχω μιλήσει όμως ποτέ περιφρονητικά.
Αρκεί όλα να γίνονται με αγάπη και καλή πρόθεση. Οι κακοί σκηνοθέτες συγχέουν τη σκηνοθεσία με την εξουσία, πράγμα απαράδεκτο. Κομπλεξικοί άνθρωποι, έγιναν σκηνοθέτες απλώς για να επιβάλλουν μια εξουσία».
Συζητάμε για τον ρόλο που έχουν παίξει αυτήν την περίοδο τα social media, αναδύοντας γεγονότα και θεματικές που παρακάμπτουν τα συστημικά μέσα ενημέρωσης. «Τον πρώτο καιρό που είχα μπει στο Facebook, σοκαρίστηκα από τις διάφορες κακίες και φτηνιάρικα πράγματα που διάβαζα. Τώρα, μέσα στην πανδημία βλέπω ότι βοήθησε τόσο στο «Metoo» όσο και σε άλλα κοινωνικοπολιτικά θέματα, οπότε αρχίζω να βλέπω ότι είτε το θέλουμε είτε όχι, έχουν αποκτήσει μια δυναμική, μια έμμεση δημοκρατία. Ακούγονται πράγματα μέσα στην υπόλοιπη ασχήμια, που δεν μπορείς να μην τα λάβεις σοβαρά υπ όψιν. Αυτό εννοώ είμαι ταραγμένος. Σαν να πάει να ξεμυτίσει μια εποχή, που μας ξεβολεύει και ειδικά τους μεγαλύτερους μας αποδιοργανώνει, αλλά που πρέπει να την αποδεχτούμε και να γίνει κάτι χρήσιμο για τους ανθρώπους. Να πάρουμε την καλή πλευρά από το κάθε τι».
Ο Δημήτρης Καταλειφός, δεν θαυμάζει σχεδόν κανένα πολιτικό. «Είναι όλοι τους σε κομματικά μαγαζάκια, όπως είναι τα τηλεοπτικά καναλάκια με ημιμαθείς ανθρώπους που το πληρώνουμε όλοι, ο καθένας από τη γενιά του. Πώς να μην είναι απελπισμένα τα νέα παιδιά όταν δεν μπορούν να βρουν δουλειά, όταν ξέρουν πως δεν θα πάρουν ποτέ σύνταξη, όταν δεν υπάρχουν αξίες και πρότυπα. Έχει γίνει αξία η διασημότητα, για την οποία αναλωνόμαστεμε οποιοδήποτε τίμημα. Σιγά την αξία! Μεγαλύτερο καταφύγιο από την Τέχνη και το διάβασμα δεν υπάρχει. Παρηγοριά για μένα είναι να είσαι ένας ευαίσθητος και καλός άνθρωπος και ας ακούγεται αφελές, εγώ αυτό θέλω να είμαι».
Ο Δημήτρης Καταλειφός, σε ένα διαμέρισμα στο Παγκράτι, διασώζει πολύχρωμες μπογιές που ταξιδεύουν σε πίνακες, γράφει διηγήματα μένοντας συνεπής στο παιδικό του όνειρο να γίνει συγγραφέας και μου γεμίζει κουλούρια τις τσέπες για τον δρόμο.
«Να φτιάξουμε μια ελεύθερη περιοχή για τον καθένα μας και να ζήσουμε σε αυτή» μου λέει και μπήκε η Άνοιξη.