Τόση δουλειά, για μια και μόνο συναυλία; Μια κι έξω; «Τι να κάνουμε; Μια κι έξω». Ο Μίνως Μάτσας κάθεται απέναντί μου, στο υπόγειο προσωπικό σύμπαν του, όπου τους τελευταίους δέκα μήνες εργάζεται πυρετωδώς για τη μία και μοναδική συναυλία του, «Τα Ρεμπέτικα + FADO: TANGO: & ΒLUES Τραγούδια των αγνών και πληγωμένων ψυχών» (τη Δευτέρα, 2 Σεπτεμβρίου, στο Ηρώδειο), παίζοντας ακατάπαυστα με το anti-stress μπαλάκι που έχει επιλέξει από μια στοίβα σε κουτάκια. Έχει προσφέρει και σε μένα αντιστοίχως ένα, που όμως κάθεται ανέγγιχτο δίπλα από παρτιτούρες και σημειώσεις του.

Σε αντίθεση με τη θορυβώδη λεωφόρο, στον υπόγειο δροσερό χώρο, με τις μεταξοτυπίες εμβληματικών έργων του Μόραλη και του Τσαρούχη, επικρατεί τρομερή ηρεμία και η αίσθηση ότι έχεις αποκοπεί από τον ταραγμένο υπέργειο κόσμο. «Είναι το καταφύγιό μου εδώ. Θα ξεχάσεις τον χρόνο αν καθίσεις. Ξεχνάς αν είναι μέρα ή νύχτα», σχολιάζει κάποια στιγμή. 

Στις ανοιχτές οθόνες των Mac, όπου επεξεργάζεται τις μουσικές του, ο συνθέτης βάζει να ακούσω ένα δείγμα από τα πειραγμένα «με θράσος και θάρρος» κλασικά ρεμπέτικα που εντάσσονται στο ρεπερτόριο του Ηρωδείου, με την ηχογραφημένη όμως φωνή του Μητροπάνου. Στη συναυλία της Δευτέρας, ο Βαμβακάρης, ο Τσιτσάνης και ο Παπαιωάννου συνομιλούν με τον Robert Johnson, την Amalia Rodrigues και τον Carlos Gardel, καθώς ο Μίνως Μάτσας είναι πεισμένος για τις υπόγειες συνδέσεις μεταξύ του ρεμπέτικου, των fado, του tango και των blues.

«Το έχω στήσει με πολλή σκέψη, γιατί θέλω να είναι entertaining και ταυτόχρονα να δείχνει τη συνέχεια. Ότι η μουσική είναι ένα. Κι αυτό με συγκινεί πολύ, που από διαφορετικά μήκη και πλάτη έχουν συγγένεια οι μουσικές και μπορεί να τις απολαμβάνει μαζί κανείς χωρίς ενοχές. Θα μου πεις, στη εποχή μας, ποιες ενοχές;», αναρωτιέται.

«Το θέμα δεν είναι ότι δουλέψαμε 10 μήνες, αλλά να περάσουμε όλοι όμορφα. Να φύγει κανείς και να πει “τώρα έχω διάθεση να τα πιω”. Θέλω να φύγουν οι θεατές με χαρά από το Ηρώδειο. Το έχουμε ανάγκη. Κι αυτές οι μουσικές έχουν μια αλήθεια και μια δύναμη. Για να το αισθάνομαι εγώ, σίγουρα πρέπει να υπάρχει και κάποιος, τουλάχιστον ένας ακόμη άνθρωπος, που επίσης το νιώθει. Έχουμε ανάγκη σήμερα, μέσα στο χάος και τη φασαρία, να ακούμε και να βλέπουμε πράγματα που έχουνε μια αλήθεια. Γιατί αυτό λείπει. Και δεν έχει σημασία από πού προέρχεται. Μπορεί ακόμα και να διαφωνείς με το είδος».

Μίνως Μάτσας: «Χωρίς τη μουσική δεν μπορείς να ζήσεις. Είναι σαν τον ήλιο και σαν το νερό»
 

Η ανάμειξη των τεσσάρων μουσικών ειδών πώς προέκυψε; Και ποια είναι η σχέση σου με κάθε ένα; Η ιστορία με τα ρεμπέτικα ξεκίνησε όταν ήμουν μικρός.

Δηλαδή; Ανοίγω ένα βιβλίο και βρίσκω ένα χειρόγραφο – το έχω κάπου εδώ. Ήταν το «Ξυπνά μικρό μου κι άκουσε». Και γράφει «Μίνως Μάτσας». Στιχάκι του παππού μου; Λέω «δεν μπορεί». Και ρωτάω τον πατέρα μου και μαθαίνω την ιστορία του παππού μου. Πιτσιρικάς εγώ. Δώδεκα ετών. Οπότε αρχίζω και σκαλίζω όλη την ιστορία. Σκαλίζω τα ρεμπέτικα. Και τρελαίνομαι. Ταυτόχρονα, εκείνη την εποχή αρχίζω και την επαφή με την τζαζ. Γιατί ο γραφίστας Δημήτρης Αρβανίτης, που ήταν στην Minos, ήταν παθιασμένος με την τζαζ. Κι αρχίζει και μου παραγγέλνει απέξω τα πάντα. Αυτά τα δύο, τζαζ και ρεμπέτικο, ξαφνικά αρχίζουν και «μεγαλώνουν». Εντάξει, το ότι έχει γράψει στίχους ο παππούς μου σε κάποια τραγούδια, στον «Αντώνη τον βαρκάρη» ή  στο «Καραπιπερίμ» έπαιξε ρόλο. Αυτά τα τραγούδια θα τα παίξουμε στο Ηρώδειο. 

Πόσο σε επηρέασε το ρεμπέτικο, ειδικά; Είναι ένας κόσμος, ο οποίος είναι ανεξάντλητος. Τα ρεμπέτικα με έχουν επηρεάσει και στη μουσική μου. Συνέχεια γυρνάω και τα ακούω – και τους τραγουδιστές και τους συνθέτες. Είναι μια πηγή έμπνευσης τρομερή. Όπως είναι και η κλασική και η τζαζ μουσική. Υπάρχει επίσης κι η τρομερή ιστορία, που πήγαν τον Βαμβακάρη στον παππού μου, ο οποίος ήταν διευθυντής της εταιρείας Odeon-Pαrlophone. Τότε μεσουρανούσαν οι σοβαροί συνθέτες, τύπου Σκαλκώτας ή Χατζηαποστόλου, που επηρεασμένοι από το ευρωπαϊκό κλίμα προσπαθούσαν να κάνουν μια εθνική σχολή. Επί το  λαϊκότερον ήταν οι οπερέτες. Του στέλνουν λοιπόν τον Βαμβακάρη του παππού μου. Αυτά μου τα έχει πει ο πατέρας μου, τότε ήταν με τα κοντά παντελονάκια. Βγάζει ο Βαμβακάρης μέσα από την καμπαρντίνα τον μπαγλαμά, και παίζει του παππού μου. Κι εκείνος του λέει να ξαναέρθει την επόμενη να ηχογραφήσει. Και τρελαίνεται ο Βαμβακάρης – έμπαινες μέσα εκείνη την εποχή αν είχες σχέση με το ρεμπέτικο. Ακούει από το διπλανό στούντιο ο Χατζηαποστόλου, που έγραφε οπερέτες, τι συμβαίνει και απειλεί ότι αν ηχογραφήσει ο παππούς μου Βαμβακάρη “εμείς θα φύγουμε από την εταιρεία”. “Αν θες να φύγεις, φύγε”, του απαντά ο παππούς μου. Έτσι έχουμε σήμερα του Βαμβακάρη τη μουσική, όμως. Αν ο παππούς μου εκείνη την εποχή είχε πει «φύγε»…

Και είχε υποκύψει στον εκβιασμό του Χατζηαποστόλου.. Θα ήταν αλλιώς. Αλλά μπόρεσε και συνέλαβε τη δύναμη αυτών των μουσικών. Ο Βαμβακάρης, που είναι η σχολή του Πειραιά, προερχόμενος από τη Σύρο, ήταν εκτεθειμένος και στη δυτική μουσική, λόγω των Καθολικών. Διαβάζοντας πάλι αυτά τα ένα – δυο βιβλία που είναι γραμμένα για αυτόν, έλεγε «άκουγα κονσέρτα».

Αυτές οι επιρροές ανιχνεύονται στις μουσικές του; Έχει πράγματα που είναι πολύ ανοιχτά, παρότι πολύ αυστηρά. Εν πάση περιπτώσει, θεωρείται ο πατριάρχης του είδους, και γι’αυτό είναι σαν τον Μπαχ. Μετά ακολούθησαν όλοι. Παπαϊωάννου, Τσιτσάνης, ένας ογκόλιθος που τότε τους ισοπέδωσε όλους, γιατί έκανε και τη μετάβαση στο λαϊκό τραγούδι. Μετά το τέλος του ’50 τα ρεμπέτικα τελειώσανε. Άλλαξαν τα όργανα και και και…. Αλλά, ρε παιδί μου, είναι  συγκινητικό ότι πέρα από το ότι ο συνονόματός μου έγραψε αυτά τα ωραία τραγουδάκια, χάρη σε αυτόν διασώθηκε το ρεμπέτικο. Το έχουνε πει πολλοί. Και ο Μπίνης μου έλεγε «αν δεν ήταν ο παππούς σου δεν θα είχαμε ρεμπέτικο τραγούδι». Έχω τις πλάκες στο γραμμόφωνο μέσα και παίζουνε, με μανιβέλα. Και βαράνε δυνατά. Είναι συγκινητικό.

Πώς ξεκίνησες τις διασκευές στα ρεμπέτικα; Την εποχή που ήμουνα Αμερική, αυτά τα 15 χρόνια, ήταν μια περίοδος που ξανάπιασα τα ρεμπέτικα. Κι όντας μακρά και με μια στενοχώρια, άρχισα να τα πειράζω. Έτσι δημιουργήθηκε η «μαγιά». Έχω κάνει διασκευές ξεκινώντας από τους στίχους του παππού μου. Μια είναι στο «Είσαι εσύ ο άνθρωπός μου». Ένα ζεϊμπέκικο της Μπέλλου, σε μουσική του Περιστέρη και στίχους του παππού μου. Το είχα βάλει και στους τίτλους στο «Νησί». Τα ρεμπέτικα τα «σπάω» τελείως. Δεν βάζω ένα beat από πίσω. Τα διαλύω στο μυαλό μου και τα ξαναφτιάχνω, βάζοντας και δίκη μου μουσική μέσα. Τα ξαναφτιάχνω με πολύ θάρρος και θράσος. Αν αυτό που θα βγει δεν μου δημιουργεί συγκίνηση, το πετάω. 

Έχουν ξαναβγεί ποτέ αυτές οι απόπειρές σου πάνω στα ρεμπέτικα; Όταν κάναμε την τελευταία δουλειά με τον Μητροπάνο, του λέω «θες να δοκιμάζουμε καμία από τις διασκευές στα τραγούδια του παππού μου;». Και τρελάθηκε που τις άκουσε. Ο Μήτσος ήταν πολύ ανοικτός γενικά. Και μου λέει «γουστάρω να δοκιμάσουμε». Δοκιμάσαμε 3-4 για να διαλέξουμε ένα. Στο μεσοδιάστημα, δυστυχώς, πέθανε. Στην τελευταία δουλειά που έβγαλε, είπαμε με τη γυναίκα του, τη Βένια, να τα βγάλουμε. Κράτησα τη φωνή. Όποτε έχουνε βγει με τη φωνή δύο ρεμπέτικα.

Δεν τα έχω ακούσει. Πόσο μακριά πηγαίνουν από το πρωτότυπο; Πηγαίνουν, αλλά κρατάνε κάτι που θεωρώ ως ουσία. Δηλαδή, αισθάνομαι ότι πάλι αυτό που προκύπτει εξακολουθεί να είναι Βαμβακάρης. Αυτή είναι η ιδέα. Να έχει το πρώτο μέρος της συναυλίας στο Ηρώδειο δέκα κομμάτια τέτοια και στο δεύτερο να παίζουμε κανονικά κάποια άλλα τραγούδια μαζί με τα είδη που θεωρώ συγγενικά.

Τα fados, τα blues και τα tangos. Καταρχήν, είναι της ίδια εποχής και γεννήθηκαν κάτω από τις ίδιες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες. Η Πορτογαλία είχε 40 χρόνια δικτατορία του Σαλαζάρ. Έχει πει η Αμάλια Ροντρίγκες «είχαμε από τη μια τους Ισπανούς με τα σπαθιά τους από την άλλη τους ναυτικούς που φεύγαν και δεν ξέραμε αν θα γυρίζανε». Fados σημαίνει πεπρωμένο, μοίρα. Είναι παρά πολύ συγγενικά είδη, και μουσικά και ιδεολογικά. Μετά, τα blues γεννήθηκαν στο Νότο, όπου ξέρουμε σε τι κατάσταση ζούσαν οι άνθρωποι. Και τα tango γεννήθηκαν από εμιγκρέδες από την Αφρική, από την Κολομβία, στα σύνορα Αργεντινής-Ουρουγουάης. Διασκέδαζαν οι άνδρες χορεύοντάς τα, ενώ περίμεναν στην ουρά για τα πορνεία. Μετά πήγε το είδος στην Ευρώπη, όπου το είπαν τανγκό και ξαναεπέστρεψε στην Αργεντινή και το αγάπησε πια η ελίτ.

Πειράζεις και τα tangos και τα fados και τα blues; Όχι. Έχω φτιάξει με πολύ κόπο το πρόγραμμα. Μετά τις διασκευές και την «Αχάριστη», λ.χ., ξεκινά ένα fado, ακολουθεί ένα  tango κ.ο.κ. Το έχω στήσει με πολλή σκέψη, γιατί θέλω να είναι entertaining και ταυτόχρονα να δείχνει τη συνέχεια. Ότι η μουσική είναι ένα. Κι αυτό με συγκινεί πολύ, που από διαφορετικά μήκη και πλάτη έχουν συγγένεια οι μουσικές και μπορεί να τις απολαμβάνει μαζί κανείς χωρίς ενοχές. Θα μου πεις, στη εποχή μας, ποιες ενοχές; Εγώ πάντως θεωρούσα από μικρός πολύ ανοιχτό πράγμα τη μουσική. Παλιά, την εποχή της κασέτας, στα  πάρτυ μου τα έμπλεκα όλα. Έβαζα Μπαχ, ρεμπέτικα, τα Καβουράκια, Τσιτσάνη. Τα πάντα.

Μίνως Μάτσας

Άκουγες  όλα τα είδη πάντα; Ναι, και τα μπέρδευα. Αν κάτι σε κάνει να αισθάνεσαι ωραία -και αισθητικά-, δεν υπάρχει σύνορο.

Θα ηχογραφηθεί η συναυλία; Ναι. Αλλά ας γίνει αυτή η βραδιά, να περάσουμε ωραία όλοι. 

Πόσο καιρό την προετοιμάζετε; Οκτώ με δέκα μήνες. Το θέμα δεν είναι ότι δουλέψαμε 10 μήνες, αλλά να περάσουμε όλοι όμορφα. Να φύγει κανείς και να πει «τώρα έχω διάθεση να τα πιω». Θέλω να φύγουν οι θεατές με χαρά από το Ηρώδειο. Το έχουμε ανάγκη. Κι αυτές οι μουσικές έχουν μια αλήθεια και μια δύναμη. Για να το αισθάνομαι εγώ, σίγουρα πρέπει να υπάρχει και κάποιος, τουλάχιστον ένας ακόμη άνθρωπος, που επίσης το νιώθει. Έχουμε ανάγκη σήμερα, μέσα στο χάος και τη φασαρία, να ακούμε και να βλέπουμε πράγματα που έχουνε μια αλήθεια. Γιατί αυτό λείπει. Και δεν έχει σημασία από πού προέρχεται. Μπορεί ακόμα και να διαφωνείς με το είδος.

Οι μουσικές που ακούνε σήμερα μαζικά οι νεότερες γενιές, όπως αυτές της  Τέιλορ Σουίφτ, πώς σου φαίνονται; Δεν μου αρέσουν, αν και δεν μπορώ να κρίνω τα πάντα. Αλλά, ναι, η Τέιλορ Σουίφτ δεν μου αρέσει. Τη βρίσκω βαρετή. Θα μου πεις, όμως, πέντε δισεκατομμύρια άνθρωποι την ακούνε. 

Εθίζεται το αυτί σε επαναλαμβανόμενα ακούσματα; Και ναι και όχι. Αν πάρεις ένα νέο παιδί και το εκθέσεις σε κάτι άλλο, κι αυτό το άλλο έχει δύναμη, πιστεύω ότι θα νιώσει έλξη. Για αυτό σου λέω, το αυτί εθίζεται σε όλα. Να σου πω την αλήθεια, από αυτό που θα κάνουμε στο Ηρώδειο, αν φύγει κάποιος, γυρίσει σπίτι του και ψάξει το υλικό  μας, θα είμαι πολύ χαρούμενος.

Μετά το Ηρώδειο τι ετοιμάζεις; Τη μουσική για δύο παραστάσεις. Το «Ιn the Next Room (or The Vibrator Play), σύγχρονο έργο, του 2009, της Σάρα Ρουλ, που σκηνοθετεί ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης. Και το “Τhe Verdict” του Ντέιβιντ Μάμετ, σε σκηνοθεσία Πέτρου Ζούλια, με τον Βαλτινό. 

Σου αρέσει να συνθέτεις για το θέατρο; Παρά πολύ. Και για το σινεμά, όμως. Εξίσου.Τώρα τελειώνω τη φοβερή ταινία του Γιώργου Τσεμπερόπουλου για τη ζωή του Στέλιου Καζαντζίδη, που λέγεται «Υπάρχω».

Είσαι επομένως στο στούντιο νυχθημερόν; Εδώ είμαι. Είναι το καταφύγιό μου εδώ. Θα ξεχάσεις τον χρόνο αν καθίσεις. Ξεχνάς αν είναι μέρα ή νύχτα. 

Είναι εύκολο να παράγεις διαρκώς νέα μουσική; Όταν πάρω χαμπάρι ότι ανακυκλώνομαι, θα σταματήσω. Θα πάρω  λίγο αέρα… Είναι πιο εύκολο όταν πρέπει να κάνεις μουσική για διαφορετικά είδη. Έτσι δεν βαριέμαι και ανανεώνομαι. Είναι διαφορετικοί οι τρόποι που δουλεύω. Δεν είμαι ένας συνθέτης κλεισμένος, που γράφει μουσική. Έχω επαφή με ανθρώπους από άλλες τέχνες, τις οποίες μαθαίνω και μέσα σε αυτές ανανεώνω τις ιδέες μου. 

Ήταν μονόδρομος τελικά να ασχοληθείς με τη μουσική, έχοντας μεγαλώσει σε αυτό το περιβάλλον; Δεν ξέρω τι άλλο θα έκανα. Είμαι πολύ τυχερός. Ευχαριστώ το θεό. I am grateful. 

Έχεις άλλο ταλέντο; Τι να σου πω. Μαγειρεύω καλά. Μου αρέσει. Θα μπορούσα να πάω να το σπουδάσω. Σπούδασα νομική, καταρχάς. 

Θα ήσουν καλός δικηγόρος; Όχι, γιατί νόμιζα ότι θα υπερασπιζόμουνα τους αθώους. 

Η Αμερική τι σου έδωσε; Μου άνοιξε λίγο τους ορίζοντες, που ήταν ήδη ανοιχτοί, και κυρίως έμαθα να μην φοβάμαι. Πολύ σοβαρό αυτό.

Να μην φοβάσαι τι; Γενικά. Όταν βρίσκεσαι σε ένα  περιβάλλον με πολύ κόσμο, ταλαντούχο κόσμο, μετράς τις δυνάμεις σου. Βλέπεις τα πράγματα πιο σφαιρικά. Έμαθα πολλά. Αναμετρήθηκα με τον εαυτό μου. 

Η Ελλάδα δεν είναι περιορισμένη, πεπερασμένη; Μια χαρά είναι. Εγώ επέστρεψα. Οικειοθελώς. Δεν με φέραν με το ζόρι. Γιατί είναι πάρα πολύ ωραία και ζεστά, σε σχέση με μια  χώρα 350 εκατομμυρίων. Ναι, είναι περιορισμένη σε όλα. Και στα μέσα. Αλλά αυτό είναι και σχετικό.

Δηλαδή; Άμα θες, ξαναβγές έξω, ξαναμπές μέσα. Εγώ συνεχίζω να δουλεύω εδώ, ακριβώς όπως δούλευα στην Αμερική. Αν έχω περισσότερες δυσκολίες; Ναι, έχω περισσότερες στην επικοινωνία σε κάποια πράγματα. Και κάθε φορά που κάνω μια συναυλία, που δεν είναι πολλές, νομίζω ότι παίζω στο Carnegie Hall. Γιατί έτσι είμαι.

Γιατί είναι τόσο σπάνιες οι συναυλίες σου; Ξεκίνησα αργά, μετά τα 50 μου. Γιατί έλειπα 15 χρόνια. Πριν, ψαχνόμουνα. Είχα κάνει μια συναυλία το 2014 στον Κήπο του Μεγάρου, με τα τραγούδια μου. Μετά ξαναέκανα μία, το 2020. Και τρεις βραδιές τον χειμώνα, στο Gazarte.

Δεν σου αρέσουν τα live; Είναι φανταστικά. Είναι παρά πολύ ωραία να παίζεις τη μουσική σου και να έρχεται ο κόσμος να ακούσει. Δεν το λέω ναρκισσιστικά. Είναι  αγαπησιάρικο.

Το ευρύ κοινό σε γνωρίζει; Δεν με ενδιαφέρει. Δεν με ενδιέφερε ποτέ. Όταν κάνεις σινεμά και θέατρο, είσαι από πίσω. Αυτό μου αρέσει παρά πολύ. Πολύς κόσμος ξέρει πράγματα δικά μου, αλλά αγνοεί ότι τα έχω κάνει εγώ. 

Η φιλοδοξία σου ποια είναι, πού φτάνει; Η φιλοδοξία μου ήταν να κάνω μουσική. Η φιλοδοξία μου είναι να κάνω ωραίες μουσικές, να δουλεύω με ωραίους ανθρώπους, που αγαπάνε αυτό που κάνουν. Να μπορώ να βρίσκομαι με ανθρώπους που αγαπούν αυτό που αγαπώ κι εγώ. 

Σε τι ηλικία έγραψες το πρώτο σου τραγούδι; Στα 20. Κιθάρα έπαιζα από τα 6-7. Τη μουσική δεν υπήρχε θέμα να την αποφύγω. Ήδη με το που τελείωσα το σχολείο, έπιασα δουλειά στον πατέρα μου. Μου λέει «αφού θέλεις να ασχοληθείς, έλα να πιάσεις δουλειά εδώ ως παραγωγός, να κανείς αυτά που έβλεπες τόσα χρόνια. Θα παίρνεις τους στιχουργούς, συνθέτες, τραγουδιστές, θα τους βάζεις μαζί, θα πηγαίνεις στούντιο, θα ηχογραφείς, θα το τυπώνεις, θα βγαίνει ο δίσκος. Ξεκίνα με αυτή τη δουλειά». Η δουλειά ήτανε η σειρά των εκπομπών του Σαββόπουλου στην ΕΡΤ που λεγόταν «Ζήτω το ελληνικό τραγούδι». Αναλαμβάνω την παραγωγή και πέφτω στα βαθιά. Από εκεί πέρασε όλη η δισκογραφία. Έμαθα πολλά πράγματα από τον Διονύση. Αυτή ήταν η πρώτη μου δουλειά ως παραγωγός. Μετά δούλεψα άλλα 3-4 χρόνια. Έκανα από ποπ ως λαϊκά. Και μετά είπα «τέρμα, θα ασχοληθώ  με τον εαυτό μου».

Το δέχτηκε ο πατέρας σου; Απογοητεύτηκε. Ο άνθρωπος θέλει να ασχοληθεί με τον εαυτό του; Δηλαδή, τι εννοεί; Το καταλαβαίνω. Είχα και το όνομα και την χάρη. Αλλά εγώ ήμουνα ταγμένος. 

Όταν θες να κανείς παύση από όλα, τι μουσικές ακούς; Κλασικές. Ή προκλασικά ή Μάλερ. Τα πρώτα, γιατί είναι σαν τον Μάρκο Βαμβακάρη. Και Μάλερ γιατί έφτασε τον ρομαντισμό στο τέρμα. Εντάξει, ακούω και άλλους συνθέτες – Arvo  Pärt και Giya Kancheli. Αλλά όχι τα ενδιάμεσα. 

Είναι θεραπευτική η μουσική; Το βλέπεις στη φύση. Εξημερώνει λιοντάρια και φίδια.

Τον άνθρωπο; Απόλυτα. Πιστεύω ότι χωρίς τη μουσική δεν μπορείς να ζήσεις. Είναι σαν τον ήλιο και σαν το νερό. 

Ο Μίνως Μάτσας, στο Ηρώδειο, στις 2 Σεπτεμβρίου, πλαισιώνεται από 15 Έλληνες και ξένους δεξιοτέχνες. Τραγουδούν ο Κώστας Τριανταφυλλίδης, η Δήμητρα Μωραΐτη, καθώς και οι LINA_,  Debora Russ και Eric B. Turner.