Σαν έφτασε μπροστά στον γκρεμό, σταμάτησε ήσυχα, κοίταξε κάτω
κι άρχισε να οπισθοχωρεί με αργά, συλλογισμένα βήματα – τ’ άκουγε κιόλας
να ηχούν βαθιά σε κάποια μακρινή κοιλότητα πίσω απ’ τη ράχη του. Στάθηκε πάλι,
έσκυψε σα να γύρευε κάτι στη γη. Πήρε μια πέτρα
και τη σφεντόνισε μ’ απρόσμενη ένταση αθλητή πάνω απ’ το χάσμα·
ύστερα κίνησε ξανά προς τα εμπρός, πλησίασε τον γκρεμό και με ίσο βήμα
πέρασε το λεπτό γεφύρι που ‘χε διαγράψει η τροχιά της πέτρας.
Τον διέκρινα για λίγο
στο απέναντι βουνό· κουνούσε το καπέλο του· – δεν καλοφαινόταν·
τον έσβηνε το φως κι έπρεπε πια να τον ακολουθήσω.