Αν ήσουν ταξιδιώτης σε πλοίο στις αρχές του 19ου αιώνα, θα παρατηρούσες ότι οι τρεις γωνίες κάθε ιστίου ήταν δεμένες με μεγάλα σχοινιά, που κρατούσαν το κατάρτι και το πλοίο σταθερό. Αυτά τα σχοινιά αποκαλούνταν στην αργκό των Άγγλων ναυτικών “sheets”, όρος που αντιστοιχεί στην ελληνική ναυτική λέξη σκότα.
Όταν λοιπόν τα “sheets”, οι σκότες, λύνονταν, το πλοίο άρχιζε να πηγαίνει πέρα δώθε, περιπλανώμενο ωσάν να ήταν μεθυσμένος ναυτικός. Πράγματι, τη δεκαετία του 1820, οι ναυτικοί συνειδητοποίησαν ότι αυτή η εικόνα του χωρίς κατεύθυνση «μεθυσμένου πλοίου» ήταν η πιο κατάλληλη για να περιγράψει κανείς ένα ναυτικό, ή και οποιοδήποτε άνθρωπο, που ήταν τύφλα. Όλοι όσοι «τα είχαν κατεβάσει» θύμιζαν πολύ τις σκότες που είχαν λυθεί και πήγαιναν πέρα δώθε από τον αέρα. Τα παραπάνω έκαναν τους άκρως παρατηρητικούς και εφευρετικούς Άγγλους ναυτικούς να περιγράφουν έναν τύφλα μεθυσμένο ως “three sheets in the wind” («τρεις σκότες στον άνεμο»). Ανάλογα, η φράση “two sheets in the wind” περιέγραφε κάποιον που ήταν λιγότερο μεθυσμένος, ενώ η φράση “a sheet or so” προοριζόταν για όποιον είχε γίνει λίγο πιο ευδιάθετος χάρη στο ποτό.
Η παραπάνω ιστορία, καθώς και πολλές άλλες εξίσου ενδιαφέρουσες, προέρχεται από το βιβλίο Words in Time and Place του γλωσσολόγου David Crystal. Στο νέο του πόνημα, ο ειδικός σε θέματα γλωσσολογίας αναζητά την ιστορία πολλών συνώνυμων λέξεων και ριζών με κοινές συνδηλώσεις. Από το βιβλίο αυτό δε θα μπορούσε φυσικά να λείπει η ιστορία των συνώνυμων της λέξης «μεθυσμένος».
Όπως διαβάζει κανείς στο βιβλίο, μακρινός πρόγονος της λέξης drunk είναι το “fordrunken”, μία μεσαιωνική αγγλική λέξη που βρίσκει κανείς συχνά στα παραμύθια του Chauser. Από τότε, όμως, ο τρόπος με τον οποίο οι Άγγλοι άρχισαν να περιγράφουν τους μεθυσμένους έγινε ιδιαίτερα διασκεδαστικός και εφευρετικός. Ακολουθούν μερικά από τα λήμματα που περιλαμβάνονται στο βιβλίο του Crystal και αποδεικνύουν περίτρανα του λόγου το αληθές.
- Tippled: Η λέξη εμφανίζεται το 1564 και προέρχεται από τη λέξη tippler, που σήμαινε τον ιδιοκτήτη ταβέρνας.
- Bumpsy: Όρος που εμφανίζεται το 1611, στα νέα αγγλικά σημαίνει «ανώμαλος, κακοτράχαλος», παραπέμποντας εύστοχα στο βηματισμό του μεθυσμένου που παραπέει…
- High: Λέξη και αυτή του 17ου αιώνα, χρησιμοποιείτο από τους Άγγλους ναυτικούς κατά κόρον για τους μεθυσμένους. Μέχρι που εμφανίστηκε η μαριχουάνα, οπότε η λέξη βρήκε νέα πληθυσμιακή ομάδα για να περιγράψει.
- Groggy: H λέξη γεννιέται το 1770. Προέρχεται από τον όρο Grog, που αποτελεί ανάμειξη ενός υψηλόβαθμου σε οινόπνευμα ποτού με ζεματιστό, αχνιστό νερό ή κρασί, μέλι ή ζάχαρη και καρυκεύματα. Πρόκειται για ρόφημα με διάφορες συνθέσεις, αφού όλοι οι λαοί του Βορρά που τους αρέσει να το «τσούζουν» έχουν εμπνευστεί την εθνική τους εκδοχή. Οι Βρετανοί ναυτικοί λοιπόν έφτιαχναν το δικό τους γκρογκ με ρούμι και νερό και όποιος το παραέκανε ήταν πια groggy.
- Lushy: Η λέξη εντάσσεται στο λεξιλόγιο των Άγγλων το 1811 και προέρχεται από τον όρο lush, που στην βρετανική αργκό σημαίνει μπίρα, ποτό.
- Up the hole: Έκφραση ατόφια ναυτική, που κάνει την εμφάνιση της το 1897 και πιθανότατα αναφέρεται στο κατάρτι που ανέβαιναν οι ναυτικοί.
- Blotto: Όρος του 1917, προέρχεται από τη φράση blotting paper, που σημαίνει στυπόχαρτο. Όπως λοιπόν το τελευταίο είναι βαθιά ποτισμένο με μελάνι, έτσι και ο blotto είναι μέχρι το κόκαλο ποτισμένος με άφθονες ποσότητες αλκοόλ.
- Poggled: Η λέξη έρχεται στη ζωή το 1923 και προέρχεται από την ινδική λέξη pagal που σημαίνει τρελός. Κάτι σαν την ελληνική παροιμία για τον τρελό που είδε το μεθυσμένο και φοβήθηκε.
- Plonked: Εμφανίζεται το 1943 και προέρχεται από τη λέξη plonk, που στην πραγματικότητα αποτελεί μία χωρατατζίδικη-και ίσως λίγο βλάχικη-προφορά του vin blanc, δηλαδή του λευκού κρασιού στα γαλλικά. Η λέξη έγινε αρχικά ευρέως γνωστή στην Αυστραλία, πριν κατακτήσει το σύνολο των αγγλόφωνων χωρών.
- Honkers: Όρος με πολλές πιθανές «καταγωγές» που χρησιμοποιείται ως χαρακτηρισμός για τους μεθυσμένους από το 1957. Μία πιθανή ρίζα της λέξης είναι το ρήμα “honk”, που στην αγγλική αργκό σημαίνει ξερνάω.
- Wasted: Η λέξη αυτή έλαβε τη σημασία του μεθυσμένου χάρη στους hippies, σύμφωνα με τους οποίους, όπως υποστηρίζει ο Crystal στο βιβλίο του, ο όρος αποτυπώνει πως «το μυαλό και το σώμα ενός μεθυσμένου θυμίζει μία χώρα που είναι ισοπεδωμένη ή κατεστραμμένη».
Υπάρχει όμως ένα νήμα που να διατρέχει όλες τις παραπάνω έννοιες; Υπάρχει ένας ενιαίος τρόπος με τον οποίο έχουν προσπαθήσει οι άνθρωποι μέσα στους αιώνες να αποτυπώσουν τη ζάλη και τις «παρενέργειες» του οινοπνεύματος; «Όχι», απαντάει ο Crystal, αλλά «υπάρχει μία παγκόσμια τάση να αποφεύγουν οι άνθρωποι να δηλώσουν το προφανές». Το ανθρώπινο είδος υπήρξε φίλος του ποτού ήδη από τη Νεολιθική Εποχή και η αφθονία των όρων που ήδη αναφέραμε δείχνει την προσπάθεια του να περιορίσει στο μυαλό του τις επιπτώσεις της κατανάλωσης ποτού. Κάποιος που «έχει πιει πολύ» μπορεί να χρειάζεται ιατρική βοήθεια ή ακόμη και πρόγραμμα αποτοξίνωσης. Κάποιος όμως που είναι «απλά λίγο ζαλισμένος» ή «παραπατά» είναι μια χαρά και δεν αντιμετωπίζει ιδιαίτερα προβλήματα. Έτσι οι άνθρωποι μετέρχονται διαχρονικά διάφορων λεκτικών τρικ, για να συνεχίσουν με καθαρή τη συνείδηση τους να τα πίνουν…