Δημοσιεύθηκε στο τεύχος της 17ης Οκτωβρίου κι έγινε viral λόγω των μακάβριων προβλέψεων. Μετά το δυσάρεστο νέο του θανάτου του είναι πια και κλασική. Ο διευθυντής του New Yorker, David Remnick, τον επισκέφτηκε στο Λος Άντζελες πέρασε μαζί του κάμποσες ώρες κι έγραψε ένα συγκλονιστικό δημοσιογραφικό κομμάτι που θα θα μείνει στην ιστορία ως η τελευταία του συνέντευξη.
Αυτά είναι τα σημαντικότερα σημεία της…
«Προσπαθώ να προσεγγίσω τους εφήβους που σκηνοθετούν εσωτερικά τον εαυτό τους, τους εραστές όλων των βαθμών της αγωνίας, τους απογοητευμένους Πλατωνικούς και τους πορνογραφικούς ηδονοβλεψίες».
«Έκανα το ένα ταξίδι μετά το άλλο, καθισμένος στην ταράτσα μου στην Ελλάδα περιμένοντας να δω το Θεό. Τελικά, κατέληξα με ένα πολύ κακό hangover».
«Από τη στιγμή που υπάρχει ένα τραγούδι, υπάρχει και μια ιστορία. Μια γλυκιά ιστορία. Από αυτή την άποψη δεν είμαι δυσαρεστημένος, έγραψα πολλά τραγούδια».
«Από μια άποψη, αυτή η σημερινή μου κατάσταση μού επιτρέπει να δουλεύω με μεγαλύτερη συγκέντρωση και συνέχεια απ’ ότι όταν είχα υποχρεώσεις όπως να διασφαλίσω την επιβίωσή μου, να είμαι σύζυγος και πατέρας. Τέτοιου είδους περισπασμοί έχουν μειωθεί ριζικά, σ’ αυτό το σημείο της ζωής μου. Το μόνο στοιχείο που μετριάζει την απόλυτη παραγωγικότητα είναι η κατάσταση του σώματός μου».
«Για κάποιον παράξενο λόγο, έχω όλα μου τα “μάρμαρα” μέχρι τώρα. Έχω πολλές πηγές χαράς, κάποιες καλλιεργούνται σε προσωπικό επίπεδο, αλλά περιστασιακά: η κόρη μου και τα παιδιά της ζουν στον από κάτω όροφο και ο γιος μου ζει λίγα στενά παρακάτω. Είμαι, λοιπόν, εξαιρετικά ευλογημένος. Έχω έναν βοηθό που είναι αφοσιωμένος και ικανότατος. Έχω έναν φίλο σαν τον Bob (σ.σ Faggen, καθηγητής λογοτεχνίας), κι έναν-δυο ακόμα που κάνουν τη ζωή μου πλουσιότερη. Από μια άποψη, λοιπόν, ποτέ δεν ήμουν καλύτερα. Αν διαθέτει κανείς ακόμα τα «μάρμαρά» του και δεν έχει να αντιμετωπίσει σοβαρά οικονομικά προβλήματα, έχει όλον τον χρόνο να τακτοποιήσει το σπίτι του. Το να τακτοποιείς το σπίτι σου, αν μπορείς να το κάνεις, είναι μια από τις πλέον παρήγορες διαδικασίες, και τα οφέλη της είναι ανυπολόγιστα».
«Έχω μια πολύ έντονη αίσθηση της φυλής. Μεγάλωσα σε μια συναγωγή που οι πρόγονοί μου έφτιαξαν. Καθόμουν στην τρίτη σειρά. Η οικογένειά μου ήταν αξιοπρεπής. Ήταν καλοί άνθρωποι. Οπότε, ποτέ δεν είχα το αίσθημα της επανάστασης».
«Όταν πέθανε ο πατέρας μου, γύρισα στο σπίτι, πήγα στην ντουλάπα του και βρήκα ένα παπιγιόν. Δεν ξέρω γιατί το έκανα αυτό, τώρα πια δεν μπορώ ούτε καν να το χρησιμοποιήσω, αλλά έκοψα το ένα κομμάτι του παπιγιόν κι έγραψα κάτι σε ένα κομμάτι χαρτί – νομίζω ότι ήταν κάποιου είδους αποχαιρετισμού – και το έθαψα στην πίσω αυλή του σπιτιού. Ήταν ένα τελετουργικό-απάντηση σε ένα απίστευτο γεγονός».
«Irving Layton: Τον δίδαξα πως να ντύνεται, με δίδαξε πως να ζήσω για πάντα».
«Ενδιαφέρομαι για όσα μπορούν να συμβάλουν στην επιβίωσή μου. Είχα κοπέλες, των οποίων η αφοσίωση στους Beatles με ενοχλούσε στα αλήθεια. Δεν ζήλευα το ενδιαφέρον τους, και υπήρχαν τραγούδια όπως το “Hey Jude” που μπορούσα πραγματικά να εκτιμήσω. Αλλά δε μου φαίνονταν να έχουν τα απαραίτητα για το είδος της τροφής που λαχταρούσα».
«Δεν έχω ιδέα τι κάνω. Είναι δύσκολο να το εξηγήσω. Όσο πλησιάζω στο τέλος της ζωής μου έχω όλο και λιγότερο ενδιαφέρον στην εξέταση όσων θεωρώ επιφανειακές αξιολογήσεις και γνώμες για τη σημασία της ζωής και της δουλειάς κάποιου. Δεν αφέθηκα σ’ αυτό όσο ήμουν υγιής, πολύ λιγότερο το κάνω τώρα».
«Πηγάζει από το γεγονός ότι δεν είσαι τόσο καλός, όσο θα ήθελες να είσαι· αυτό είναι στην πραγματικότητα η νευρικότητα. Εκείνη η πρώτη φορά που έπαιξα δίπλα στην Judy Collins, δεν θα ήταν τελικά και η τελευταία φορά που θα το ένιωθα».
«Δεν θεωρώ πως έζησα μια ζωή γεμάτη από σπουδαίες στιγμές. Έτσι, αποφάσισα να το διαλύσω. Και να φύγω».
«Συμμετείχα σε όλες εκείνες τις μεγάλες αναζητήσεις που ασχολήθηκαν με τη φαντασία της γενιάς μου, εκείνον τον καιρό. Τραγούδησα και χόρεψα Hare Krishna – χωρίς τη ρόμπα· ποτέ δεν συνδέθηκα μαζί τους, αλλά δοκίμασα τα πάντα».
«Ο κόσμος έχει την αίσθηση πως ένα μοναστήρι είναι τόπος γαλήνης και περισυλλογής. Δεν είναι καθόλου, έτσι. Είναι ένα νοσοκομείο· η πληθώρα όσων καταλήγουν εκεί είναι άνθρωποι που δεν μπορούν να μιλήσουν ή να περπατήσουν. Έτσι, πολλές από τις διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα εκεί μέσα είναι για να μάθουν τους ανθρώπους να περπατάνε, να μιλάνε και να αναπνέουν· να προετοιμάζουν ένα γεύμα για τον εαυτό τους ή να δημιουργούν το δικό τους μονοπάτι μέσα στον χειμώνα.
Το πως ζούσα στο Mt. Baldy ήταν τέλειο για μένα. Μου άρεσε η κοινόχρηστη ζωή, μου άρεσε να ζω σε μια καλύβα».
«Η μεγάλη αλλαγή είναι η εγγύτητα του θανάτου. Είμαι ένας τακτικός τύπος. Η φυσική μου κλίση είναι να τελειώνω οτιδήποτε έχω ξεκινήσει».
«Ξέρω ότι υπάρχει πνευματική πτυχή στη ζωή κάθε ανθρώπου, είτε θέλει να το αποδεχτεί, είτε όχι. Υπάρχει, μπορείς να το νιώσεις στους ανθρώπους· υπάρχει η αναγνώριση μια πραγματικότητας στην οποία δεν μπορούν να εισχωρήσουν, αλλά επηρεάζει τη διάθεση και τις πράξεις τους. Έτσι, ώστε να είναι λειτουργικό. Αυτή η δραστηριότητα σε συγκεκριμένα σημεία της μέρας ή της νύχτας επιμένει σε συγκεκριμένου τύπου αντιδράσεις. Μερικές φορές για παράδειγμα την ακούς να σου λέει: “Χάνεις πολύ βάρος, Leonard”.
Πεθαίνεις αλλά δεν είναι αναγκη να αντιμετωπίσεις τη διαδικασία με ενθουσιασμό. Πίεσε απλά τον εαυτό σου να φάει ένα σάντουιτς. Ακούς αυτήν την άλλη πραγματικότητα να σου τραγουδάει όλη την ώρα και συνήθως δεν μπορείς καν να την αποκρυπτογραφήσεις. Ακόμα και όταν ήμουν υγιής, ήμουν αρκετά ευαίσθητος στην όλη διαδικασία. Σ’ αυτό το στάδιο του παιχνιδιού την ακούω να λέει: “Leonard, απλώς συνέχισε να κάνεις όσα πρέπει να γίνουν”.
Μοιάζει να είναι αρκετά συμπονετική σ΄αυτό το στάδιο. Πιο πολύ από κάθε άλλη φορά στη ζωή μου. Δεν έχω πια εκείνη τη φωνή που έλεγε “Τα σκατώνεις!”. Αυτό είναι μια απίστευτη ευλογία στ’ αλήθεια».
Πηγή: The New Yorker