Ο Λάμπρος Παπαλέξης παίζει μουσική από τις αρχές της δεκαετίας του ’80. Τότε που αλώνιζε σε σκηνές όπως το Rodeo και ο Πήγασος, έκανε παρέα με τους έφηβους Last Drive και έδινε συνεντεύξεις μέχρι και στη Σούπερ Κατερίνα. Στα 90’s μας σύστησε τη δεύτερη του μπάντα, τη Σαύρα των Βασιλικών Δρόμων, για να επικοινωνήσει το παραμύθι των όσων πρέσβευε η δεκαετία της αφθονίας, έφτασε σε προσωπικά του αδιέξοδα, αποσύρθηκε, δέκα χρόνια δεν ασχολήθηκε καν με τη μουσική και επανήλθε γιατί «κάποιος έπρεπε να μιλήσει για την κρίση». Με τη τελευταία του μπάντα, τις Χτισμένες των Θεμελίων, κυκλοφόρησε πρόσφατα τον δίσκο Δηλητήριο Ποτισμένο από Αγάπη από την G.O.D. RECORDS και με αυτήν την αφορμή βρεθήκαμε, στο Παρασκήνιο μια μέρα που ξημέρωσε με λιακάδα. Μέχρι να τελειώσει η συνέντευξη οι δρόμοι των Εξαρχείων είχαν μετατραπεί σε ποτάμια, από μια δυνατή νεροποντή, από αυτές που τα ξεπλένουν όλα. Γεννήθηκα στη Γερμανία αλλά έχω μεγαλώσει στους Αμπελόκηπους. Εδώ ήρθαμε όταν ήμουν έξι αλλά είχα ήδη προλάβει μέχρι τότε να δω στη γερμανική τηλεόραση τους Simon and Garfunkel κα το Yellow Submarine. Ήρθαμε στην Ελλάδα μέσα στη χούντα, ήμουν και σε περίεργη ηλικία κι όλο αυτό πάγωσε μέχρι τα 12-13 μου, που άρχισα πάλι να ακούω μουσική μέσα από τα μεγαλύτερα αδέρφια των φίλων μου. Τότε στην Ελλάδα άκουγαν πολύ τεχνορόκ δηλαδή τους Camel, Procol Harum και τα σχετικά. Τέλη της δεκαετίας του ’70 συνέβησαν δύο περιστατικά που άλλαξαν τα ακούσματά μου. Το ένα ήταν όταν άκουσα το “Hey hey my my” του Neil Young και το άλλο που άκουσα τον δίσκο Darkness of the edge of the town του Bruce Springsteen. Ήμασταν, θυμάμαι, στο σπίτι ενός φίλου και ακούγαμε αυτά τα κομμάτια των 30 λεπτών και μπαίνει ο αδερφός του Αντώνη στο σπίτι και λέει «Ό,τι ακούτε βγάλτε το τώρα. Αυτό που έφερα δεν το έχετε ξανακούσει». Παίρνει λοιπόν τον δίσκο, τον βάζει στο πικάπ και το βάζει τη βελόνα να παίξει το “Candy ‘s Room”. E, το βράδυ πήγα στη μάνα μου και της είπα να μου πάρει κιθάρα. Αυτό ήταν. Το επόμενο καλοκαίρι μου πήρε μια κλασική και άρχισα να γρατζουνάω. Οι μέχρι τότε παρέες μου βόλταραν με τη μηχανάκια και ξημεροβραδιάζονταν στα μπιλιάρδα, όπως ήταν τότε όλη η φάση στους Αμπελόκηπους των 70’s. Όταν άρχισα να μπλέκομαι περισσότερο με τις ηλεκτρικές κιθάρες και τη μουσική τότε μοιραία άλλαξαν οι παρέες μου. Τότε φτιάξαμε ένα γκρουπάκι στη γειτονιά, κουτσοπαίζαμε με κλαπατσίμπανα, πολύ φτηνές κιθάρες, και με ενάμιση ακόρντο ο καθένας. Κάναμε και ένα live σε ένα θέατρο, τους Μοντέρνους Καιρούς. Αυτό που παίζαμε ήταν κάπως ακαθόριστο, ίσως θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν ένα είδος garage αλλά ούτε εμείς τότε το κατανοούσαμε. Επειδή δυσκολευόμουν να μάθω τα τραγούδια των άλλων φρόντιζα να γράφω δικά μου. Όταν στα 15 άρχισα να πηγαίνω και προς τις παρακάτω παρέες, προς την Ελληνορώσων, το γήπεδο του Παναθηναϊκού και το Γκύζη, άρχισαν σιγά σιγά να σχηματίζονται οι Φάντης Μπαστούνης και οι Άσσοι. Αυτή ήταν η πρώτη μου κανονική μπάντα. Ήταν πια αρχές δεκαετίας ’80.
Ήμασταν πεινασμένοι και στερημένοι. Κι όταν κανείς είναι πεινασμένος είναι και ορεξάτος. Η πρόσβαση στη μουσική τη δεκαετία του ’80 δεν ήταν όπως σήμερα που μπορείς να ακούσεις και να κατεβάσεις μουσική από παντού. Τότε μάθαινες ότι κυκλοφορούσαν δισκάκια Neil Young στο δισκάδικο Pop Eleven στο Κολωνάκι κι έκανες κοπάνα μέσα στη βροχή να πας να τα αγοράσεις, αν σου έφτανε βέβαια το χαρτζιλίκι σου. Σύχναζα στο Blues των Αμπελοκήπων, αυτό που ήταν στο υπόγειο στη Βατοπεδίου. Πήγαινα το ’81, παιδάκι, και θυμάμαι έπινα rosso martini. Όσοι blues καλλιτέχνες ερχόντουσαν στην Αθήνα περνούσαν από εκεί. Τα πρώτα χρόνια είχε ένα πικάπ στο πάτωμα και έβαζαν τον δίσκο και τον άφηναν να παίξει μέχρι τέλους. Εκεί έμαθα μουσική. Ως Φάντης Μπαστούνι και οι Άσσοι είχαμε την τύχη να δει την αφίσα του live που δίναμε στους Μοντέρνους Καιρούς, ο Φίλιππος Χρυσόπουλος, που τότε δούλευε στην Virgin και έγραφε στο ΠΟΠ+ΡΟΚ, και ήρθε να μας δει μαζί με τη φίλη του τη Λένα Παπαχριστοφίλου και τους έφηβους Last Drive. Έτσι από τότε έδεσαν οι παρέες. Έγραψε το ΠΟΠ+ΡΟΚ και τελικά φτάσαμε να δώσουμε συνέντευξη μέχρι και στη Σούπερ Κατερίνα. Τότε, ήμασταν 18χρονα, boy band κανονικά. Μετά κάπου μας είδε ο Δημήτρης που είχε το Rodeo, μας ζήτησε να παίξουμε κάποια βράδια εκεί και στο Rodeo έτυχε να μας δει ο Σιδηρόπουλος και το ένα έφερε το άλλο.Τώρα πια το κοινό στις συναυλίες είναι πιο στιλιζαρισμένο. Τότε όλοι πήγαιναν παντού. Θυμάμαι στα live μας στον Πήγασο υπήρχαν ροκαμπιλάδες, πάνκηδες, γκαραζάδες, μέχρι μεταλάδες. Τότε δεν είχε σημασία πόσο popular ήσουν αλλά το τι πολιτική στάση κρατούσες απέναντι στα πράγματα. Προσωπικά για εμένα ακόμη ισχύει αυτό. Νομίζω ότι ένα από τα εγκλήματα που έκανε το έντεχνο ήταν να διασπάσει τον κόσμο. Ο κόσμος μεταφέρθηκε στα μπουζουκομάγαζα, σε όλη αυτήν την ιστορία με τους Μαχαιρίτσες, τους Τσακνήδες, την Πρωτοψάλτη. Εκεί, ως επί το πλείστον, ακούς μπαρούφες. Θα μου πεις και όλη αυτή η ιστορία με τα 80’s που οδήγησε; Δίνω μια κοινωνική και πολιτική διάσταση σε όλα τα θέματα. Δεν πιστεύω ότι η μουσική μπορεί να ανατρέψει μια κατάσταση. Πιστεύω όμως ότι θα μπορούσε, μέσω από κάποιες διαδικασίες, να ευαισθητοποιήσει λίγο παραπάνω τον κόσμο. Πράγμα που τελικά δε συνέβη. Πολλές μπάντες είχαν την θέληση βέβαια και συμμετείχαν σε κάποιες δομές ή έπαιζαν για κρατούμενους ή σε διάφορα live με αφορμή κοινωνικές απαιτήσεις. Στο πορεία κάποιοι βολεύτηκαν, αυτό που συμβαίνει πάντα δηλαδή. Βέβαια για να είμαστε δίκαιοι ακόμη συμβαίνουν τέτοια live.
Πριν από 30 χρόνια στα μισά μπαρ των Εξαρχείων έπεφτε ξύλο. Πολλά από τα τραγούδια γράφονταν μέσω από τέτοιες εμπειρίες. Επίσης οι αρχές της δεκαετίας του ’80 ήταν η εποχή της σεξουαλικής απελευθέρωσης των Ελλήνων. Όλα ήταν πιο καινούρια για όλους και γι’ αυτό είχαν μια ορμή. Τώρα τα πράγματα είναι πιο μελετημένα. Αυτό που σίγουρα μπορώ να αναγνωρίσω στην εποχή μας είναι ότι πια οι μουσικοί είναι καλύτεροι. Αλλά δεν θέλω να συγκρίνω εποχές, δεν έχει νόημα άλλωστε. Μπορεί βέβαια απλώς να μεγάλωσα και να νιώθω ότι είμαι λίγο έξω από όλη αυτήν την ιστορία. Που εδώ που τα λέμε δεν ξέρω καν πια είναι αυτή η ιστορία. Αρχές του 2010 καθόμουν έξω από το 7 jokers και έπινα το ποτό μου και κοιτούσα το απέναντι εγκατελειμμένο κτίριο. Το παρατηρούσα και σκεφτόμουν τι θα έχει συμβεί μέσα εκεί, στα υπόγεια του, πόσες ψυχές είναι χτισμένες μέσα στα ντουβάρια. Έγινε ένα «παφ» μέσα στο κεφάλι μου κι ένιωσα ότι πλέον είμαστε όλοι χτισμένες ψυχές μέσα στο σύστημα που το υπηρετούμε ακόμη και όταν το πολεμάμε με λάθος τρόπο. Έτσι προέκυψε το όνομα της μπάντας Χτισμένες των Θεμελίων.
Οι μουσικοί στις μπάντες που είμαστε μαζί νομίζω ότι με διαλέγουν, κι αυτό είναι τιμή μου. Το υλικό του δίσκου μας το δουλεύαμε δύο χρόνια. Περνάμε άπειρο χρόνο μαζί, δεν είναι πια απαραίτητο να κάνουμε παρέα κι εκτός μπάντας γιατί στο τέλος θα σιχαθούμε ο ένας τον άλλον. Τώρα από τη σκηνή εκτιμώ κι αγαπώ όσους παίζουν americana, σχεδόν όλοι είναι φίλοι μου Illegal Operation, Penny Dreadful, Dustbowl, Thee Holy Strangers, φυσικά οι Last Drive και άλλοι. Από νέες μπάντες μου αρέσουν πολύ οι Mongrelettes. Για δέκα χρόνια είχα αποσυρθεί από τη μουσική, τα είχα βροντήξει και δεν ασχολιόμουν καθόλου. Τα προσωπικά μου αδιέξοδα με οδήγησαν σε άλλα διέξοδα. Η αποχή έφτασε σε ένα τέλος λόγω της κρίσης. Η κρίση με οδήγησε στο να γράψω πάλι γιατί ήθελα να μιλήσω για αυτό. Αλλά και στη δεκαετία του ’90 με τη Σαύρα των Βασιλικών Δρόμων έτσι έγραφα. Τότε προσπαθούσαμε να περιγράψουμε ότι όσα ζούσαμε ήταν ένα ψέμα, ένα παραμύθι κι αυτό ίσχυε και για το ελληνικό ροκ που τυλίχτηκε με σημαίες. Το είχα ξαναδεί βέβαια το έργο και στη δεκαετία του ’80. Άλλωστε το έργο πάντα ίδιο είναι. Τώρα θέλω να εξηγήσω τι μας οδήγησε εδώ. Όλη αυτή η αλαζονεία, η ηδυπάθεια, το χαϊλίκι και η γκλαμουριά με τα διακοποδάνεια. Κρατάει ακόμη αυτό το μοντέλο γιατί δεν το ξηλώnεις εύκολα το σκυλάδικο μέσα από τον Έλληνα. Βέβαια η κρίση δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο αλλά εγώ εδώ ζω, εδώ το αντιμετωπίζω.
Έχω πολιτικοποιηθεί από μικρή ηλικία, έτσι είχα μάθει από το σπίτι μου. Ξέρω βέβαια ότι η αντίσταση έρχεται από τις μειοψηφίες. Δεν μέμφομαι τόσο την τωρινή κυβέρνηση αλλά παραδέχομαι ότι πολλοί από εμάς κάναμε λάθος στην εκτίμησή μας και πήραμε κι άλλους στο λαιμό μας. Πιο πολύ έχω πρόβλημα με το 45% που απείχε από τις εκλογές. Απογοητεύθηκε ο κόσμος και πήγε σπίτι του. Όμως σε αυτές τις καταστάσεις δεν μπορείς να το βάζεις κάτω αλλά να απαντάς. Πάλι κατάθλιψη, πάλι καναπές; Δεν πρέπει να το επιτρέψουμε. Μας περιμένουν πολύ χειρότερα. Φοβάμαι ότι όταν θα αρχίσουν οι εξώσεις θα δούμε ανθρώπους με καραμπίνες έξω από την πόρτα του σπιτιού τους. Ο κόσμος δέχεται συνεχή βία, κάποια στιγμή θα ξεσπάσει και θα απαντήσει με βία στη βία. Για μένα η πολιτική στάση είναι κάτι που μας χαρακτηρίζει σε κάθε μας έκφανση. Δεν μπορώ να βγω το βράδυ, να πιω 10 ποτά και 5 σφηνάκια και να πάω να χουφτώσω την κοπέλα στο μπαρ. Δυστυχώς η έννοια της ελευθερίας έχει ξεχειλώσει. Εντάξει όσο και να θέλω να παραστήσω τον libertine, η χίπικη ελευθερία μου σταματάει εκεί που παραβιάζονται τα όρια του άλλου. Δεν μπορείς να μη ζεις σε όρια, ακόμη κι αν είσαι αντιεξουσιαστής.