Ι’m Slim Shady, yes, I’m the real Shady
All you other Slim Shadys are just imitating
Eminem – “The Real Slim Shady”
«Ένα βιβλίο είναι σα μια αντλία. Δε σου δίνει τίποτα, αν δεν βάλεις πρώτα το δικό σου νερό κι αν δεν ανεβοκατεβάσεις με δύναμη το έμβολο. Πόσο μπορείς, όμως, να το κάνεις αυτό αν η αντλία δεν τραβάει τίποτε; Ξεκίνα, λοιπόν, να διαβάζεις και μόλις φτάσεις στο 1/10 θα ξέρεις πολύ καλά αν έχει να σου δώσει. Αν δεν έχει, τότε όση δύναμη και να βάλεις, το βιβλίο αυτό δεν είναι για σένα. Παράτα το.»
Η παραπάνω συμβουλή δίνεται από τον Στίβεν Κινγκ στο «Καρδιές στην Ατλαντίδα», που με είχε συντροφέψει κατά τη διάρκεια της άχρηστης άσκησης «Παρμενίων», χάριν της οποίας είχα μείνει εγκλωβισμένος -παρέα μ’ ένα σωρό άλλους τότε ψάρακες- στο στρατόπεδο για μέρες και μέρες, τον χειμώνα του 2000. Ήταν απ’αυτές τις φράσεις που δείχνουν αβασάνιστες και γεμάτες επικίνδυνη ευκολία, σου εντυπώνονται όμως μ’έναν υπόγεια πειστικό τρόπο, που μόνο οι λαϊκοί συγγραφείς πραγματικά κατέχουν.
Τελευταία η αφραγκία μου έχει δώσει νέες διαστάσεις σ’ αυτό το θέσφατο. Πάω στα βιβλιοπωλεία και -παίρνοντας ύφος αυστηρό για να καλύψω την ντροπή μου- διαβάζω όρθιος το 1/10 από το βιβλίο που μου τραβάει την προσοχή. Αν η αντλία δεν τραβήξει, πάω στο επόμενο. Και πρέπει να πω πως ο Στίβεν δεν μ’ έχει σώσει μόνο απ’την αβάσταχτη πια σπατάλη, αλλά και από την φρικτή βαρεμάρα στην οποία με οδήγησε αμέτρητες φορές ως τώρα το hype.
Διάβαζα, λοιπόν, πριν από καμιά βδομάδα τις πρώτες σελίδες (το 1/10 ακριβώς!) από διάφορα πολυδιαφημισμένα βιβλία της νέας εσοδείας και ο υπάλληλος του κεντρικού βιβλιοπωλείου με κοίταζε με αυξανόμενη δυσφορία. Άρχισα να τα ρίχνω στον εαυτό μου, που κανένα απ’αυτά δεν μπορούσε να τον κάνει να ξεχαστεί. Σκεφτόμουν πως παραξενεύω, πως δεν έχω πια την απαραίτητη αθωότητα, πως θα γεράσω όρθιος και πονεμένος στην «Πολιτεία», στο «Public» και στον «Ελευθερουδάκη». Ένας κακομαθημένος, αναποφάσιστος λαθραναγνώστης.
Ιδού όμως μπροστά μου οι 26 πρώτες σελίδες του «Μάρτυς μου ο Θεός», του πρώτου μυθιστορήματος του Μάκη Τσίτα (Κίχλη, 2013) -για τον οποίον δεν ήξερα τίποτα μέχρι εκείνη τη στιγμή: και μέσα σε λίγη ώρα ήμουν καθιστός σ’ένα παγκάκι της διπλανής πλατείας κι ο εαυτός μου -όπως πίστευα ότι τον ξέρω- μια ασήμαντη λεπτομέρεια. Ήμουν πια ανεπιστρεπτί ο Χρυσοβαλάντης, ο 50άρης παχύσαρκος, θρησκόληπτος, πουτανιάρης, ξενοφοβικός, καταχρεωμένος λιθογράφος απ’τον Κορυδαλλό. Ο -ας μου επιτραπεί- πιο αξιομνημόνευτος ήρωας ελληνικού λογοτεχνικού έργου τα τελευταία χρόνια.
Το βιβλίο είναι ιδιοφυές, ακριβώς γιατί είναι πραγματικά αστείο. Είναι το απόλυτο βιβλίο-troll.
Τι όμως με έκανε ίδιο με τον άνθρωπο αυτό; Και τι σας κάνει ίδιους κι εσάς μ’εκείνον-κι ας πιθανολογώ πως δεν του μοιάζετε καθόλου; Η απάντηση είναι απλή-και δύσκολη να την αντιμετωπίσεις: αυτό που μας κάνει ίδιους με όσους κοροϊδεύουμε.
Ο Χρυσοβαλάντης, για να υπάρξει, σιχαίνεται τους Πακιστανούς, τα «πορνώδη γερόντια», τις λεσβίες, τους Αλβανούς, τους Ρώσους, τα κυκλώματα, τους μασόνους, τους άθεους, τους συναδέλφους του, τις γυναίκες-«ψωλοφύλακες», τις τράπεζες, τα ριάλιτι, τους πουλημένους δημοσιογράφους.
Εμείς, για να υπάρξουμε, σιχαινόμαστε τους Χρυσοβαλάντηδες. Τα φοβισμένα ζώα που πάνε ακόμα σε «πνευματικούς» και γράφουν ευαίσθητες κοινοτοπίες στο facebook, για «μιαν άλλη εποχή, που όλα ήταν ρομαντικά και οι γυναίκες είχαν ήθος, όχι σαν τώρα που πηδιούνται με τον κάθε ξένο». Τα κατεστραμμένα παιδάκια της ελληνικής επαρχίας, που μεγάλωσαν γύρω απ’το στρατό και το παπαδαριό, περικυκλωμένα από τον αλκοολισμό και από την κατάθλιψη που δεν ξέρει καν τον εαυτό της. Και που ξαφνικά πετάχτηκαν στην πιο παράλογη χρηματοπιστωτική λογική και αποφάσισαν να αυτοπραγματωθούν δανειζόμενα. Και που, όταν έπεσαν στο γκρεμό, απλά έδωσαν στο φόβο τους λίγο πιο επείγοντα, χυδαία και μισάνθρωπα ονόματα απ’αυτά που θα του δίναμε ποτέ εμείς, που είμαστε χαρούμενοι που «δεν είμαστε οι άλλοι».
Ας μη γίνομαι μελό, όμως. Το βιβλίο είναι ιδιοφυές, ακριβώς γιατί είναι πραγματικά αστείο.Είναι το απόλυτο βιβλίο-troll. Όσοι από σας έχετε λατρέψει τα αριστουργηματικά fake accounts του Γαϊτάνου, του Λευτέρη Παπαδόπουλου και του Μιλτιάδη Βαρβιτσιώτη στο twitter και στο fb, θα αναρωτηθείτε πολλές φορές διαβάζοντας το βιβλίο αν αυτουργός τους είναι ο Τσίτας. Εννοείται πως ποτέ δεν πρέπει να μάθουμε αν κάτι τέτοιο στέκει, γιατί όλοι θέλουμε αυτά τα accounts να συνεχιστούν για πάντα. Κανέναν κάτοικο της Γκόθαμ Σίτι δεν τον συμφέρει να μαθευτεί ποιος είναι ο τύπος που -σε ηλικία άνω των 15- περνάει τις ελεύθερες ώρες του ντυμένος νυχτοπούλι.
Όπως και να’χει, το «Mάρτυς μου ο Θεός» είναι το βιβλίο που εξήγαγε τα περισσότερα από την ελληνική εμπειρία του facebook. Παρ’ότι εκτυλίσσεται λίγα χρόνια πριν το fb γίνει υπόθεση και της πατρίδας μας, είναι γραμμένο με τη μορφή διαδοχικών άτυπων status updates, του είδους εκείνου που μας ενθουσιάζει να τρολάρουμε.
Όπως κάθε σατιρική τέχνη που σέβεται τον εαυτό της, σε κάνει να νιώθεις μια βαθμιαία αμηχανία που κοροϊδεύεις αυτό που κοροϊδεύεις.
Ο Χρυσοβαλάντης γράφει στίχους, αναλύει κοινωνικές θεωρίες, βασίζεται σε ανύπαρκτες επιστημονικές πηγές, παραθέτει με κουτοπονηριά εδάφια του Ευαγγελίου, επικαλείται τους πιο τερατώδεις αστικούς μύθους, ανακυκλώνει όλη την αισθηματολογία των λαϊκών τραγουδιών,των μελό της «Κλακ Φιλμς», των φυλλαδίων των κατηχητικών, των διαλόγων του Φώσκολου.
Το πόσο αστεία -και με τι εντυπωσιακή δεξιοτεχνία- μεταφράζει σε λογοτεχνία την κοινοτοπία της γλώσσας που μας φανερώθηκε απ’την ελληνοποίηση των social media, δεν έχει κανένα νόημα να το περιγράψω. Θα σας αφαιρέσω κάτι από την απόλαυση της ανάγνωσης.
Αυτό που θα πω είναι ότι -ευτυχώς- δεν ξεκινάει, ούτε τελειώνει εκεί. Όπως κάθε σατιρική τέχνη που σέβεται τον εαυτό της, σε κάνει να νιώθεις μια βαθμιαία αμηχανία που κοροϊδεύεις αυτό που κοροϊδεύεις, να καταλαβαίνεις ποια μικρή κλωστή είναι αυτή που σε κάνει να μην είσαι ίδιος με αυτό.
Το αστείο του βιβλίου, λοιπόν, παύει (όταν το ολοκληρώνεις) να είναι σε βάρος του κάθε «κοινότοπου» Χρυσοβαλάντη. Το αστείο βαραίνει τον ίδιο τον συγγραφέα και τον «υποκριτή αναγνώστη, τον όμοιο, τον αδελφό του».
Όπως μας συμβαίνει κάθε φορά μ’ένα υπέροχο βιβλίο, έτσι και μ’αυτό φαντάζεσαι συνέχεια τι τύπος μπορεί να είναι ο συγγραφέας του. Να μαντεύεις τι διάβασε, ποιες είναι οι κοινές σας αγάπες. Αν, λοιπόν, έπαιρνα ποτέ συνέντευξη από τον Μάκη Τσίτα θα τον ρωτούσα για τον «Λούσια» και για τον «Αντριαν Μολ», για τις μεταφράσεις του Κακίση στην πρόζα του Γούντι Άλεν, για τα μπουρδέλα και για τις καφετέριες, για τον Σάλιντζερ, τον Φόκνερ, αλλά και τον Μάτεσι.Και είμαι σίγουρος πως, όπως με κάθε αληθινό συγγραφέα, ό,τι απαντήσεις και να έπαιρνα, πάλι κάτι θα έμενε κρυφό.