Πώς σχετίζονται και αλληλεπιδρούν οι γεύσεις του παρελθόντος, οι μνήμες και τα γιατροσόφια; Την απάντηση μας δίνει η πολιτισμική πρωτοβουλία «The Heritage of Taste – Η Κληρονομιά της Γεύσης». Μέσω της πρωτοβουλίας αυτής καταγράφονται και παρουσιάζονται οι πολιτισμικές πρακτικές που σχετίζονται με τη διατροφή και την υγεία, αναδεικνύοντας έτσι τη γαστρονομική και ιατρική ιστορία της Λάρισας. Η εξιστόρηση των γεύσεων και των πρακτικών καταγράφεται με τη διεξαγωγή συνεντεύξεων σε ηλικιωμένους και έτσι η ζωντανή μνήμη μεταβιβάζεται στις επόμενες γενιές.
“Η ιδέα ξεκίνησε κάποια χρόνια πριν, ενώ βρισκόμουν ακόμη στο Λονδίνο, σκεπτόμενη πώς μπορεί μια ανθρωπολογική προσέγγιση της διατροφής και της υγείας να αναδείξει τον ιστορικό πλούτο της Λάρισας και στα δύο πεδία. Ωρίμασε αρκετά μέχρι που βρέθηκε η ευκαιρία του προγράμματος START, χάρη στην πολύτιμη βοήθεια του οποίου (χρηματική, συμβουλευτική, εκπαιδευτική) η ιδέα πραγματοποιήθηκε. Φυσικά για την υλοποίηση του έργου στη Λάρισα, ανεκτίμητη στάθηκε η βοήθεια του Δήμου Λαρισαίων και ιδιαίτερα της Αντιδημαρχίας Πολιτισμού κι Επιστημών και της Αντιδημαρχίας Κοινωνικής Πολιτικής”.
Οι συνεντεύξεις μετατράπηκαν σε σύντομα βίντεο, αποτυπώσεις προφορικών μαρτυριών ανθρώπων μεγαλύτερων γενεών και διαφορετικών πολιτισμικών καταβολών που κατοικούν στη Λάρισα και παρουσιάστηκαν στο Μουσείο Σιτηρών και Αλεύρων στη Λάρισα . Η Κληρονομιά της Γεύσης προσεγγίζει τη Λάρισα ως τον τόπο όπου ο Ιπποκράτης έγραψε και άσκησε την ιατρική, δίνοντας εξαιρετική έμφαση στη σχέση μεταξύ διατροφής και υγείας και ως μια πόλη με πλούσια γαστρονομική και αγροτική παράδοση. Αποσκοπεί στην καταγραφή και έκθεση προφορικών ιστοριών, συνδυάζοντας έτσι τη δημιουργία αρχειακού υλικού και την παρουσίασή του σε μουσεία και δημόσιους χώρους. Η πρωτοβουλία, μέσα από εκθέσεις και ανοιχτές κοινωνικές δράσεις, διερευνά το πώς η άυλη πολιτιστική κληρονομιά και συγκεκριμένα η γαστρονομία αποτελεί βασικό κομμάτι διατήρησης της ατομικής και συλλογικής μνήμης και οδηγεί στην ενδυνάμωση κοινοτήτων και στη δημιουργία κοινωνικής συνοχής και εξωστρέφειας.
“Η πρώτη δράση του έργου έγινε τον Ιανουάριο, όπου διοργανώθηκε στο Μύλο του Παππά ένα τριήμερο σεμινάριο προφορικής ιστορίας σε συνεργασία με το Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και την Ένωση Προφορικής Ιστορίας. Το σεμινάριο ήταν ανοιχτό στο κοινό, με σκοπό την γνωριμία των πολιτών με τη μέθοδο και σημασία της προφορικής ιστορίας αλλά και την εκπαίδευση της ομάδας της «Κληρονομιάς της Γεύσης» σχετικά με τις καλύτερες πρακτικές συλλογής προφορικών αφηγήσεων. Ακολούθησε ένα σεμινάριο οπτικοακουστικών μέσω από την εταιρία παραγωγής Golden Movies, όπου η ομάδα εκπαιδεύτηκε στη χρήση οπτικοακουστικών μέσω και ξεκινήσαμε! Κάναμε πολλές συνεντεύξεις με μέλη των ΚΑΠΗ Λάρισας και με ανθρώπους μέσω οικογενειακού/κοινωνικού κύκλου. Το καταπληκτικό ήταν πως όσοι περισσότεροι μαθαίναν για την έρευνα που κάνουμε, τόσους περισσότερους φίλους ή συγγενείς ενημέρωναν με σκοπό να μας δώσουν συνέντευξη. Αυτό που μου έκανε περισσότερο εντύπωση είναι -σε σχέση με το φαγητό- το πόσο σύνθετη είναι η μνήμη, ειδικά η αισθητηριακή και πόσο επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες. Σε σχέση με τα γιατροσόφια θα έλεγα η ασταμάτητη προσπάθεια του ανθρώπου να νιώσει καλά, δυνατός μέσω του φαγητού.»
Μπαίνει η μνήμη και επομένως και η γεύση στο μουσείο;
“Μπαίνουν, αλλά θέλουν τον τρόπο τους! Χρειάζεται μια σύνθετη προσπάθεια ώστε να αντιληφθούμε το μουσειακό χώρο ως μέρος όπου εκτίθεται ένα είδος ιστορίας «πιο απλό, πιο καθημερινό» αλλά ταυτόχρονα πολύ μεγάλης σημασίας για την ιστορία ενός τόπου ή και μιας κοινότητας. Στην περίπτωση της έκθεσης της «Κληρονομιάς της Γεύσης», τα εκθέματα ήταν ψηφιακά, δηλαδή προβολή αυτών των αποτυπώσεων στις οθόνες του μουσείου. Ήταν εντυπωσιακή η προσέλευση και το ενδιαφέρον του κόσμου να εξερευνήσουν και να παρακολουθήσουν μια νέα μορφή εκθεμάτων. Πολύ θετική ήταν επίσης η κριτική ξένων επισκεπτών στο μουσείο, όπου παρακολούθησαν τα βίντεο και με αυτόν τον τρόπο γνώρισαν ιστορίες της πόλης μας”.
Σε σχέση με το αν έχουμε απομακρυνθεί από τις γεύσεις του παρελθόντος η Κλαίρη αναφέρει ότι τα φαγητά που μαγειρεύουμε είναι τα ίδια, έχουν όμως εισέλθει νέα προϊόντα που διαφοροποιούν το τελικό πιάτο. “Αυτό είναι σίγουρα και αποτέλεσμα της παγκοσμιοποιημένης πλέον αγοράς προϊόντων αλλά και συνταγών! Αν μπορούσα να μιλήσω για κάτι πολύ συγκεκριμένο όμως θα έλεγα για τη συχνότητα με την οποία σήμερα καταναλώνουμε κρέας, η οποία είναι δέκα φορές μεγαλύτερη απ’ ό,τι σε προηγούμενες δεκαετίες. Η τροφή, όπως έλεγαν και οι παλιοί, μπορεί να είναι φάρμακο, μπορεί να είναι και φαρμάκι! Τα τελευταία χρόνια είναι πολύ διαδεδομένη στο δυτικό κόσμο η έννοια της καθαρής διατροφής, γιατί πιστεύω πως σε κοινωνικό επίπεδο ο άνθρωπος κατανόησε πως η υγεία (ψυχική και σωματική) είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την καλή τροφή. Σήμερα, έχει σίγουρα αλλάξει η ποιότητα του εδάφους αλλά και κάποιες συνήθεις, όπως η πολύ συχνή κατανάλωση κρέατος που ανέφερα προηγουμένως”.
https://www.youtube.com/watch?v=v9hEx_Q_5CM
Υπάρχει η πιθανότητα να επιστρέψουμε στις παλιότερες συνήθειες διατροφής, διδασκόμενοι από το παρελθόν;
“Νομίζω κι ελπίζω πως ναι. Η διατροφή, το τι τρώμε και ο τρόπος που το καταναλώνουμε είναι και μια διαδικασία που καθρεπτίζει την ατομική αλλά και συλλογική ιδιοσυγκρασία – και αναφέρομαι κυρίως στην έννοια του μέτρου. Πιστεύω πως είναι ιδιαίτερα σημαντικό να έχουμε επαφή με την ιστορία της διατροφής και της υγείας, ώστε να έχουμε αντίληψη του ανθρώπινου σώματος και της τροφής και να παρατηρήσουμε καλές πρακτικές του παρελθόντος”.
Η έρευνα της Κληρονομιάς της Γεύσης έχει οδηγήσει στη δημιουργία του πρώτου αρχείου αφιερωμένου στη σχέση άυλης πολιτισμικής κληρονομιάς, γαστρονομίας και υγείας. Στόχος είναι να συνεχιστούν οι καταγραφές προφορικών μαρτυριών ώστε να δημιουργηθεί ένα ετήσιο φεστιβάλ στη Λάρισα που θα συνδέει το χώρο του πολιτισμού και της υγείας, έχοντας ως κοινό παρονομαστή την τροφή!
Η «Κληρονομιά της Γεύσης» χρηματοδοτείται μέσω του προγράμματος START Create Cultural Change, το οποίο υλοποιείται μέσω του Ιδρύματος Robert Bosch σε συνεργασία με το Goethe-Institut Θεσσαλονίκης, τη μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα Ομοσπονδιακή Ένωση Κοινωνικοπολιτιστικών Κέντρων, το Κοινωφελές Ίδρυμα Ιωάννη Σ. Λάτση και το Ίδρυμα Μποδοσάκη.