Στη γωνία που σχηματίζουν η οδός Πραξιτέλους με τον πεζόδρομο της Χρυσοσπηλιωτίσσης στέκεται ένα μεσοπολεμικό κτίριο, ένα εξαιρετικό δείγμα της νεότερης ελληνικής αρχιτεκτονικής και του ριζοσπαστικού μοντερνιστικού κινήματος.
Πέρα από το τι συμβαίνει εντός της 83 χρόνια μετά την ανέγερσή της, από τους ανθρώπους που την έφεραν μέχρι το σήμερα κι από τους νέοτερους που την «κληρονόμησαν», η πολυκατοικία του αριθμού 33 είναι ένα αστικό κειμήλιο. Όπως αναφέρει η ιστορικός της αρχιτεκτονικής Ελένη Φεσσά – Εμμανουήλ, «ο αφανισμός της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς του Μεσοπολέμου, ο οποίος συμβαδίζει με την αισθητική υποβάθμιση πολλών καταλοίπων της, αποτελεί μια διόλου κολακευτική ιδιαιτερότητα της σημερινής Αθήνας».
Όσοι έχετε βρεθεί στο αίθριο της διασωσμένης πολυκατοικίας, μάλλον θα έχετε κοιτάξει προς τα πάνω, προς το θολωτό μεταλλικό γεωμετρικό αρχιτεκτόνημα που το πρωί αφήνει το φυσικό φως να διαχέεται ομοιόμορφα σε τέσσερις ορόφους.
Πριν από έναν χρόνο η έκθεση “Bunker” με δεκαεπτά καλλιτέχνες κι επιμελήτη τον εικαστικό Γιώργο Γεωργακόπουλο αποκάλυψε τι συμβαίνει και κάτω από το μωσαϊκό της, το σχέδιό του δεν «σπάει» τυχαία από υαλότουβλα. Κάτω από τα πόδια μας υπάρχει ένα καταφύγιο πολέμου. Όσοι σήκωναν κτίρια στα Εξάρχεια, στο Κολωνάκι, στην Κυψέλη, στα Πατήσια, στον ομφαλό της πόλης κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας το 1930 ήταν υποχρεωμένοι βάσει νόμου του Μεταξά να δημιουργήσουν κι ένα καταφύγιο το οποίο ανήκε στο υπουργείο Στρατιωτικών.
Την ίδια περίοδο, το υπουργείο οργάνωνε ασκήσεις με τους κατοίκους που ζούσαν γύρω από τα καταφύγια, στο πλαίσιο ενός σχεδίου εκκένωσης σε περίπτωση που η πρωτεύουσα βρισκόταν σε κατάσταση βομβαρδισμού από αέρος. Τελικά, το μικρό μεν πλήρως εξοπλισμένο δε, καταφύγιο με τους δύο θαλάμους, τις θωρακισμένες πόρτες εισόδου και εξαερισμών, την τουαλέτα, τον χώρο ενδιαίτησης και την τροφοθήκη δεν χρησιμοποιήθηκε κατά την περίοδο του Β’ παγκοσμίου πολέμου, αλλά κατά τα Δεκεμβριανά.
Το κτίριο της Πραξιτέλους έχει φιλοξενήσει κατά καιρούς διάφορες και διαφορετικές καλλιτεχνικές εκφράσεις, στο ισόγειο του είχαμε παρακολουθήσει μια περφόμανς με μια πετσέτα, πέντε παγωτά γρανίτα, έναν ανεμιστήρα δαπέδου κι ένα laptop, ενώ μια άλλη φορά είχαμε χτενιστεί συζητώντας για τέχνη σε ένα διαφορετικό pop-up κομμωτήριο.
Κάπου εδώ να πούμε ότι η είσοδος στο κτίριο μοιάζει περισσότερο με αίθριο παρά με στοά. Μην μπερδευθείτε λοιπόν με την «Στοά Πραξιτέλους» μερικά τετραγωνα πιο πάνω επί της οδού Κολοκοτρώνη (η στοά του Bartesera).
Όπως κάθε μητρόπολη έτσι και η Αθήνα είναι ένας ζωντανός οργανισμός που ανανεώνει τα κύτταρά της. Το κτίριο της οδού Πραξιτέλους (αναφέρεται στα χαρτιά ως «Πολυκατοικία Σ. Βογιατζόγλου») σχεδιάστηκε από τον Κωνσταντινοπολίτη αρχιτέκτονα Οδυσσέα Πουσκουλούς (δικά του πολλά κτίρια στην Αθήνα του Μεσοπολέμου), πολιτικός μηχανικός του ήταν ο Νικηφοριάδης, χτίστηκε μεταξύ 1936 κι 1937 και σήμερα οι παλιοί του ένοικοι το αντιμετωπίζουν σαν το καταφύγιό τους ενώ οι νέοι επιχειρούν και δημιουργούν στο διαχρονικά πολυπόθητο κέντρο.
Οι παλιοί ένοικοι
Ο Χρήστος Κονταξάκης γνώρισε το κτίριο γεμάτο υφασματάδες, υποδηματοποιούς, ράφτες πριν από 50 χρόνια. Ο ίδιος είναι τρίτη γενιά ωρολογοποιός, τα ανταλλακτικά του τα φυλάει μέσα σε κιτρινισμένες από τον χρόνο κασετίνες τσιγάρων. «Έμαθα τη δουλειά δέκα ετών από τον πατέρα μου. Δεν εργάζομαι πλέον αλλά κρατάω τον χώρο για να έρχομαι μια – δυο φορές την εβδομάδα, είμαι ο πιο παλιός εδώ. Παλεύω με τις αντίκες μου, με ό,τι παλιό ρολόι έχω, μου έχουν μείνει ρολόγια από τον παππού μου ακόμα, τα καινούρια δεν τα ξέρω. Μου αρέσει η αλλαγή που έχει γίνει στην πολυκατοικία, παλιά ήταν πιο ωραία βέβαια αλλά δεν βαριέσαι».
Ο πατέρας του Μιχάλη Κουβανίδη διατηρούσε κατάστημα στο κτίριο από το 1947 το μέχρι το 2000. Τα κασμίρια στα όποια έχει αφοσιωθεί η οικογένεια ανεβοκατέβηκαν την Πραξιτέλους πριν επιστρέψουν στο νούμερο 33 τουλάχιστον μέχρι να συνταξιοδοτηθεί ένας από τους τελευταίους σπεσιαλίστες αυτού του εκλέκτου υφάσματος.
«Εργάζομαι 45 χρόνια στον δρόμο και τον θυμάμαι να έχει 17 καταστήματα με κασμίρια. Έκλεισαν όλα κι ο τελευταίος που έμεινα είμαι εγώ γιατί κι εσείς άλλωστε αυτήν την στιγμή δεν φοράτε τίποτα μάλλινο πάνω σας. Ο κόσμος σήμερα αγοράζει όλα τα ρούχα του έτοιμα, τα περισσότερα είναι συνθετικά και για να ανοίξεις ένα μαγαζί σαν το δικό μου χρειάζεσαι κεφάλαιο. Από το 1997-98 και για μια δεκαετία η περιοχή ερήμωσε. Ήταν πολύ δύσκολο όμως να αλλάξω σημείο, στηρίζομαι σε παλιούς πελάτες που με έχουν μάθει εδώ. Κάνω μόνο εισαγωγές, από Αγγλία κυρίως, δεν υπάρχουν πλέον κασμίρια στην Ελλάδα, η τελευταία εταιρεία που έβγαζε ήταν του Δημητριάδη αλλά έκλεισε κι αυτή. Ένα δικό μου ύφασμα κοστίζει 300 ευρώ συν όσα χρειάζονται για να το ράψετε – είναι ακριβό για την εποχή, χωρίς να το θέλουμε γίναμε ταξικοί».
Η νέα ζωή της στοάς για εκείνον είναι μια εικόνα των αλλαγών που έφερε η εξέλιξη.
Η Αθήνα πλέον επενδύει στον τουρισμό και την εστίαση ενώ τα ρούχα -κομμένα και ραμμένα πάνω μας, από ένα εκλεκτό μάλιστα ύφασμα – είναι μια ξεπερασμένη πολυτέλεια.
Ο κύριος Γιάννης είχε ανοίξει το κατάστημα του στον δρόμο με σφραγίδες, επιγραφές και χαρακτικά το 1965, στην πολυκατοικία της Πραξιτέλους μετακόμισε το 1973, ενώ έχει προλάβει το κατάστημα με υδραυλικά είδη που είχε ανοίξει το 1906 ο ιδρυτής της ΙΖΟΛΑ, Παναγιώτης Δράκος, στον ίδιο δρόμο.
Σήμερα ο χώρος του είναι γεμάτος με κουτιά χαρτιών εκτύπωσης. Ξεκινάει καθημερινά από το Γαλάτσι στις 05:00 για να κατέβει στο κέντρο. Την ώρα που τον συναντήσαμε προσπαθούσε να βρει τρόπο για να ανακτήσει τον κωδικό του στο Facebook. «Με τις σφραγίδες σταμάτησα να ασχολούμαι το ‘94, κρατάω όμως τον χώρο. Έρχομαι και χρησιμοποιώ το κομπιούτερ, φτιάχνω γελοιογραφίες κι έχω τόμους ολόκληρους από δαύτες, 15.000 έχω συγκεντρώσει αφού από το ‘57 δούλευα σε περιοδικά κι εφημερίδες, στο “Τραστ του Γέλιου”, στον “Θεατή” και σε πολλά ακόμα».
Του ζητάμε να τον φωτογραφήσουμε κι εκείνος ανταποκρίνεται με υπομονή, ξέρει ότι δεν είναι μόνο ένα κλικ και τελειώσαμε. «Έχω υπάρξει μαραγκός, επιπλοποιός, σκιτσογράφος, χαράκτης και σφραγιδοποιός, ήμουν και φωτογράφος αλλά ποτέ χομπίστας, όλα αυτά τα επαγγέλματα τα έχω εξασκήσει».
Ο κύριος Γιώργος είναι ένα από τους πολλούς ράφτες που συνυπήρχαν παλιά στον δρόμο. Έμαθε να χρησιμοποιεί τις μεζούρες του στην Κρέσταινα Ηλείας, έφυγε από εκεί –«στο χωριό μαθαίνεις τη δουλειά για να έρθεις στην πόλη, όχι για μείνεις εκεί», όπως λέει- και ήρθε στην Αθήνα να βρει τον θείο του που διατηρούσε ραφτάδικο από το ‘36, στο νούμερο 29 της Πραξιτέλους. Στο κυκλικό κλιμακοστάσιο του αριθμού 33 ανεβαίνει τα τελευταία 35 χρόνια, ούτε εκείνος εργάζεται πλέον.
«Ξεκινάω από τον Νέο Κόσμο και έρχομαι κάθε μέρα το πρωί, φεύγω το μεσημέρι συνήθως, αναλόγως τα κέφια. Για να περνάει η ώρα μου έρχομαι, δεν μπορώ να κάτσω σπίτι μάνα μου, πίνω τον καφέ μου εδώ, έρχεται και κανένας φίλος για τσίπουρο. Έχω ράψει κουστούμια για όλους τους παλιούς γνωστούς ηθοποιούς, αλλά έχουν πεθάνει όλοι. Μόνο ο Άγγελος Αντωνόπουλος ζει, με βοήθησε πολύ και μου είχε φέρει κόσμο, είμαστε συγχωριανοί. Ο Νίκος Ρίζος ήταν από τους πιο κομψούς και πρόσεχε πολύ τι φορούσε, ο Θανάσης Μυλωνάς ήταν ο πιο ωραίος και ο πιο τζεντλέμαν απ’ όλους. Είχα ράψει και το σμόκιν για τον γάμο του Κώστα Καζάκου με την Καρέζη, είχα παραβρεθεί κιόλας. Κάποτε είχε πολλούς ράφτες και στον δρόμο καιτους γύρω, ήταν ανταγωνιστικό το επάγγελμα, αλλά έφυγαν όλοι, μεγαλώσαμε. Τώρα στο κτίριο μαζεύτηκαν μορφωμένα παιδιά, τους λέω μια καλημέρα».
To καλούπι του θα βγει συνήθως από ξύλο και πηλό, αλλά τα γλυπτά του Γιώργου Ξενούλη ολοκληρώνονται με μέταλλο. Μας προειδοποιεί ότι όπου κι αν ακουμπήσουμε στον χώρο του θα σκονιστούμε. Τώρα έχει περιοριστεί σε ένα δωμάτιο, κάποτε νοίκιαζε όλο τον όροφο σχεδόν για τις εργασίες του. Τα γλυπτά του είναι κάθε κλίμακας, έτοιμα για να τοποθετηθούν σε ένα σπίτι και στα γραφεία μιας εταιρείας ή για να εκτεθούν δημοσίως, όπως η «Γοργόνα» στο Λιμάνι του Πόρου και η προτομή του Δημητρίου Βικέλα στον αερολιμένα της Σύρου. Ένας νεότερος ένοικος που μου έδειξε την πόρτα του τον χαρακτήρισε «Ωγκύστ Ροντέν» της Πραξιτέλους.
Όταν ο γλύπτης δεν έχει να φέρει εις πέρας παραγγελίες εμπνέεται από το ανθρώπινο σώμα. «Κάνω αυτή τη δουλειά πάνω από 45 χρόνια, την έμαθα στη Νότια Αφρική, εκεί έκατσα 25 χρόνια κι εδώ ήρθα το ‘89. Όταν έφτασα στην Ελλάδα δεν ήξερα κανέναν, ένας φίλος μου έδειξε το κτίριο. Τότε δεν υπήρχε καφέ στη γειτονιά όπως τώρα, ένας καφετζής σε ένα μικρό δωματιάκι μια πολυκατοικίας εξυπηρετούσε όλα τα μαγαζιά και τα γραφεία. Μπορεί να έρθω εδώ μέσα ένα πρωί και να φύγω μεθαύριο, το λιγότερο που κάθομαι είναι 15 ώρες, έτσι είναι όταν δουλεύεις με πηλό. Όταν ξεκινάω να φτιάξω ένα γλυπτό γεμίζω το εργαστήριο με φωτογραφίες για να αποτυπώσω κάθε λεπτομέρεια του προσώπου ή του αντικειμένου που καλούμαι να παραδώσω».
Στον χώρο του βρίσκεται και γιος του Κωστής, μας δείχνει ένα άλμπουμ με πίνακες βασισμένους στα έργα του πατέρα του, πρόκειται για έργα προς πώληση, είναι μια πιο «οικονομική» λύση για όσους θέλουν να έχουν ένα έργο τέχνης σαν αυτά που του Γιώργου Ξενούλη στο σπίτι τους.
Μια ιδιόρρυθμη φιγούρα
Τα τελευταία 7 χρόνια, ο Χαράλαμπος έχει πάντα ανοιχτή την πόρτα του εργαστηρίου του. Χαιρετάει όσους περνάνε, κι αν τον πετύχετε την ώρα του φαγητού στο κλιμακοστάσιο μπορεί να σας καλέσει για να σας φιλέψει κάτι. Όλο το δικό του δωμάτιο είναι φτιαγμένο στο χέρι, ακόμα και η κλειδαριά του, το κλειδί της πόρτας και ο εξωτερικός του φωτισμός είναι φτιαγμένα από τον ίδιο, χρειάστηκαν δύο χρόνια για να το ολοκληρώσει.
«Είμαι γεννηθείς το ‘68. Είχα πρόβατα, ήμουν βοσκός στα Τρίκαλα και η φύση με ζωντάνεψε, μου χάρισε έμπνευση. Εμπνέομαι από τη φύση, γράφω λέξεις και τις κάνω έργα, λέξεις όπως “συνείδηση”, “ψυχή”, “χρόνος” μπλέκονται με ένα τριαντάφυλλο, ένα στοιχείο της φύσης δηλαδή. Τεχνίτης δεν έχει πατήσει εδώ μέσα. Έχω φτιάξει εργαλείο για να δημιουργώ τα δικά μου ξύλινα κουτιά στα οποία βάζω τα έργα μου, δεν συσκευάζω σε κουτιά του εμπορίου. Μου δίνει κίνητρο η τέχνη, δεν φτιάχνω κάτι για να το πουλήσω απαραίτητα, αυτά που σου δείχνω δεν έχουν καμία σχέση με χρήματα, απλώς θέλω να δημιουργώ συνέχεια πράγματα».
Μας δείχνει ένα έργο του, «κάθε άνθρωπος γεννιέται με ένα διαμάντι στην ψυχή αλλα πρέπει να το καλλιεργήσει για να λάμψει. Τα φίδια που βλέπεις είναι η προστασία σου, τα όρια σου, το κατά πόσο επιτρέπεις να σε πλησιάσουν οι άνθρωποι, καταλαβαίνεις; Τελείωσα με 5 το σχολείο, τόσο μου έβαλε ο δάσκαλος και γω του έδωσα ένα φάσκελο πίσω. Υπάρχουν άνθρωποι σπουδαγμένοι που δεν με καταλαβαίνουν, δεν πειράζει».
Χωρίς να μας προσδιορίζει τον χρόνο, ο Χαράλαμπος διατηρούσε ένα άλλο εργαστήριο κοντά στο σημερινό. Μέχρι που ένας φίλος τον παρακίνησε να δουν μαζί το κτίριο του αριθμού 33. Έτσι έγινε η avant garde φιγούρα της Πραξιτέλους. «Μου είπε “βρήκα μια πολυκατοικία γαμάτη”, ήρθα να τη δω κι έμεινα άναυδος. Μένω στο Λαγονήσι, 06:00 είμαι στο αυτοκίνητο για αθήνα και φεύγω αργά το βράδυ αλλά δεν με νοιάζει η απόσταση που διανύω, έρχομαι ερωτευμένος από τη φύση στο κέντρο και φεύγω ερωτευμένος από το κέντρο πίσω για τη φύση. Λέω “καλημέρα” σε όλους όσους βλέπω στο κτίριο, περνάω πολύ καλά εδώ».
Και οι νέοι
Στο κτίριο βρίσκεται μία από τις πιο πολυσυζητήμενες αφίξεις για καφέ κατηγορίας “true specialty” στο κέντρο. Το ANÄNA (παίζει με τον «ανανά» αλλά τονίζεται στο δεύτερο α, εξού και τα διαλυτικά) είναι επηρεασμένο από την αυστραλιανή και δανέζικη αισθητική, πλασάροντας το μίνιμαλ design του στο ισόγειο του κτιρίου με την καμπύλη γωνία του, σε ένα αρχιτεκτονικό στοιχείο του αριθμού 33 που δύσκολα περνάει απαρατήρητο.
Οι Χρήστος Γιάχος, Κατερίνα Μανωλά, Παναγιώτης Ξυλάς και Βαλάντης Φράγκος έχουν αφοσιωθεί στον ποιοτικό καφέ, έχουν vegan φιλοσοφία, χρησιμοποιούν βιοδιασπώμενες συσκευασίες για να αφήνουν το χαμλότερο δυνατό περιβαλλοντικό αποτύπωμα και βιολογικά προϊόντα στα πιάτα τους, από τα ποπ κίτρινα τραπέζια που έχουν βγάλει στο αίθριο περνάει όλη η hip κοινότητα των γύρω και όχι μόνο δρόμων.
Δουλεύουν με blends και single origins που αλλάζουν, από τη Βραζιλία, την Κόστα Ρίκα, την Κένυα, την Αιθιοπία, την Ουγκάντα και την Ινδονησία. Στο ANÄNA καβουρδίζουν μόνο τους τον καφέ τους, κάθε ποικιλία τους έχει ιδιαίτερη επίγευση (κάποιες μάλιστα είναι φυσικής επεξεργασίας) και συνοδεύει ιδανικά όλα τα vegan γλυκά τους, τη μηλόπιτα, τα cinnamon rolls, τις τάρτες, τα εκπληκτικά brownies και το φανταστικό banana bread.
Από την Τετάρτη έως την Κυριακή σερβίρουν και υγιεινό brunch κι κάπως έτσι έχουν καταφέρει να γίνουν προορισμός τόσο για όσους θέλουν να πιουν ποιοτικό καφέ στο χέρι όσο και για εκείνους που ψάχνουν έναν όμορφο χώρο για να εργαστούν εκτός σπιτιού. Είναι στέκι γι΄αυτούς που ενθουσιάστηκαν από την πρώτη στιγμή και δίνουν τακτικά τα ραντεβού τους εκεί και για την ίδια την πολυκατοικία φυσικά, όπως και για την cafe society της Αθήνας: συναντήσαμε κόσμο από το LOT και το Μorning Bar, είδαμε τον Γιώργο Λάνθιμο και τον Ευθύμη Φιλίππου στο αίθριο. «Είμαστε σαν κανονική πολυκατοικία, ξέρουμε ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει», αστειεύεται ο Χρήστος.
Δίπλα τους -με είσοδο στην οδό Χρυσοσπηλιωτίσσης, στην έξοδο δηλαδή του κάποτε πολεμικού καταφυγίου- έχει δημιουργηθεί μία από τις νέες καλές πίτσες του κέντρου. Ο Αλέξανδρος Περδικογιάννης, ο Μαρίνος Σταμούλης και Αλέξανδρος Τζότζολας λατρεύουν την αυθεντική ιταλική πίτσα και αποφάσισαν να φτιάξουν τη δική τους, τόσο απλά. Βάφτισαν τον μικρό χώρο τους Mozzart, ένα όνομα που προκύπτει από το συνδυασμό της μοτσαρέλα με την τέχνη.
Ωριμάζουν το ζυμάρι τους ξεκουράζεται από 24 έως 48 ώρες χρησιμοποιούν αλλαντικά και τυριά από την Ιταλία σε συνταγές λιτές που αναδεικνύουν την ποιότητα των υλικών τους. Aνάβουν καθημερινά τον φούρνο τους από νωρίς το πρωί, από τις 9:00 και προσφέρουν Pizza alla Pala, ένα street food από τη Ρώμη που μοιάζει με focaccia, έπειτα αρχίζουν να βγάζουν πίτσα. Και το κάνουν καλά. Τις καθημερινές κλείνουν στις 00:00, την Παρασκευή στις 2:00, το Σάββατο στις 4:00, συμβαδίζουν με τους ρυθμούς που δημιουργούν οι τριγύρω νυχτερινές πιάτσες.
«Νησώ» είναι το όνομα ενός φυσικού δορυφόρου του πλανήτη Ποσειδώνα, όνομα που είχε και μία από τις μυθικές Νηρηίδες. Το διάστημα και οι υδάτινες θεότητες μπλέκονται κι εμπνέουν ένα εργαστήριο και showroom κοσμημάτων που βρίσκεται στον τέταρτο όροφο της πολυκατοικίας, το Nesō.studio. Η Ζωή Ξεμαντήλωτου έχει εργαστεί για χρόνια στον χώρο της μόδας και πρόσφατα αποφάσισε να δημιουργήσει το δικό της brand κοσμημάτων.
Κάνει μικρογλυπτική σε κερί, έπειτα χύτευση σε ασήμι και (κυρίως) σε χρυσό, πιστεύει στη σημειολογική χρήση των κοσμήματων και γι’ αυτό χρησιμοποιεί ακατέργαστες πέτρες, δημιουργεί «κοσμήματα-φυλαχτά που θα βρουν τον παραλήπτη τους και θα αγαπηθούν από αυτόν, σύγχρονα κειμήλια που θα συμβολίζουν κάτι για όποιον τα φοράει».
Αν κι ασχολείται με αυτό μόλις ενάμιση χρόνο, έλαβε ένα e-mail από τoν όμιλο Conde Nast. Και τελικά είδε ένα κόσμημά της να μπαίνει στις σελίδες του Vanity Fair, πολύ γρήγορα ακολούθησε και η Βρετανική Vogue. Η Ζωή έχει στον πάγκο εργασίας της ένα ποτήρι από το ANÄNA. «Είναι πολύ ωραία η αίσθηση που σου αφήνει το κτίριο και το πως έχει διαμορφωθεί τώρα, είμαστε όλοι σαν μια οικογένεια, δεν μπορείς να νιώσεις ποτέ μόνος».
Ένα πάτωμα κάτω, στον τρίτο όροφο, ένα από τα πιο ωραία γραφεία του κτιρίου είναι κι ένα ζηλευτό παράδειγμα co-working. Η αρχιτεκτονική ομάδα των UseArchitecture διερευνά διάφορους τομείς, από τον ψηφιακό σχεδιασμό και την κατασκευή έως τον αειφόρο σχεδιασμό, σε διάφορες κλίμακες, από μικρά αρχιτεκτονικά έργα μέχρι τον περιφερειακό και πολεοδομικό σχεδιασμό. Η Μάρια Κούτσαρη και η Έλενα Αντωνοπούλου (μαζί με την Αντιγόνη Μανωλάκη που εργάζεται στην πρώτη έδρα του γραφείου, στη Θεσσαλονίκη) σστοχεύουν στο να υλοποιούν έργα με σεβασμό στις αστικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές παραμέτρους της αρχιτεκτονικής.
Στον ίδιο χώρο βρίσκεται κι ο Βασίλης Nτόβρος έκανε τις μεταπτυχιακές σπουδές πάνω στην «αυτάρκη κατοίκηση» ενώ από το 2007 μέχρι το 2010 συνεργάστηκε με τους F451arquitectura της Βαρκελώνης. Ζει μεταξύ Χαλκίδας και Αθήνας, επικεντρώνεται στη θεωρία και πρακτική του αειφόρου σχεδιασμού με την χρήση ψηφιακών εργαλείων, καθώς και στην κατασκευή ενεργειακών αυτόνομων κτιρίων. Παράλληλα, είναι ιδρυτικό μέλος των Before Light που έχουν ως κύρια δραστηριότητα τις εικαστικές εγκαταστάσεις και τα αστικά δρώμενα. Η ομάδα έχει κάνει φωτιστικές παρεμβάσεις στο δημόσιο αστικό χώρο πόλεων όπως η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη, ο Βόλος, τα Χανιά, το Ρότερνταμ και το Μαάστριχτ. Ίσως το πιο πολυφωτογραφημένο έργο τους είναι τα τα φωτιστικά της οδού Πιττάκη στου Ψυρρή που έσβησαν το 2018.
Η Έλενα βρέθηκε πρώτη στο κτίριο το 2013. Συνεργαζόταν με τη σκηνογράφο του ορόφου, νοίκιασαν δύο ξεχωριστά γραφεία αφού δεν έβρισκαν διπλανά κι άρχισαν να ασχολούνται με ανεξάρτητες δουλειές. Συνάντησε τον Βασίλη σε μία διοργάνωση πανευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής, δούλεψαν μαζί έναν σταθμό φόρτισης ηλεκτρικών ποδηλάτων κι έπειτα αποφάσισαν να συστεγάσουν τα γραφεία τους.
Η Μαρία που επίσης γνώριζε τον αρχιτέκτονα από τις σπουδές τους στο ΑΠΘ, ήρθε στην Αθήνα για μεταπτυχιακές σπουδές αναζητώντας παράλληλα έναν χώρο προκειμένου να μην εργάζεται από το σπίτι. Ταίριαξε με την Έλενα καθώς έχουν κοινά ερευνητικά ενδιαφέροντα κι έτσι σήμερα δύο γραφεία στην πολυκατοικία της Πραξιτέλους αναπτύσσουν σε ένα χώρο τις προσωπικές τους αναζητήσεις και εργασίες γύρω από την αρχιτεκτονική ενώ παράλληλα δεν μοιράζονται απλώς τα έξοδα (όπως αρχικά είχαν σκεφτεί και συμφωνήσει) αλλά συμπληρώνουν το ένα το άλλο σε μεγάλα πρότζεκτ μέσα από ένα ανοιχτό και δημιουργικό σχήμα.
Παλιοί και νέοι ένοικοι φεύγουν από τους χώρους τους το βράδυ ενώ και το ANÄNA σβήνει τα φώτα του στις 20:00. Την ώρα που κατεβαίνουν τα ρολά του ανεβαίνουν αυτά του απέναντι χώρου, ενός μπαρ που τα τελευταία 10 χρόνια αποτελεί σταθερά σημείο συνάντησης για ποτό στην Πραξιτέλους, έχει άλλωστε και το όνομα του δρόμου γραμμένο στη χαρακτηριστική neon ταμπέλα του. Το Praxitelous Bar θέλει να θυμίζει παλιό ποτάδικο και το έχει καταφέρει, τουλάχιστον όταν από τα ηχεία του δεν ακούγεται κάτι αδιαμφισβήτητα uptempo ή χορευτικό. O φωτισμός του είναι χαμηλός και μέχρι να ανέβει η ένταση στα ηχεία, στο ξύλινο πάτωμά του ακούς τα βήματα όσων μπαίνουν αναζητώντας μια θέση.
Με την θολωτή τζαμαρία του που αποτελεί σήμα κατατεθέν του θυμίζει πίνακα του Χόπερ, άλλωστε «τα νυχτοπούλια» της πόλης είθισται να περνάνε από τον χώρο του. Αν και βρίσκεται στην καρδιά του κέντρου, το Praxitelous Bar που λειτουργεί τα τελευταία δέκα χρόνια έχει θαμωνες που το τιμούν καθημερινά, λες και είναι συνοικιακό μαγαζί. Πρόσφατα άρχισε να προσφέρει και cocktails, τα επιμελείται ο Στράτος Δούκας.
Παρότι δεν έχει αλλάξει τίποτα όσα χρόνια λειτουργεί, το Praxitelous Bar ανανεώθηκε ανοίγοντας έναν μικρό νέο χώρο (στονώρο που ήταν οι τουαλέτες του, αφού τώρα μοιράζεται τις ίδιες με το ANÄNA) που σου δίνει την αίσθηση της απομόνωσης μέσα σε ένα μπαρ γεμάτο σχεδόν κάθε βράδυ. Ο Παναγιώτης Στέλλας είναι ο ένας από τους τρεις ιδιοκτήτες του και γνωρίζει όλους τους ενοίκους του κτιρίου, οι μεγαλύτεροι μάλιστα φωτογραφήθηκαν μαζί του για να διατηρήσουν την ανάμνηση της συγκατοίκησής τους, έχουν τον αριθμό του κινητού του τηλεφώνου, έχει λάβει καταλάθος κενά μηνύματα μέσα στη νύχτα από έναν παλιό ένοικο και αυτό με έκανε να χαμογελάσω, είναι ένα δείγμα ότι η παλιά γενιά προσπαθήσει να συμβαδίσει με το σήμερα, όπως συμβαίνει καθημερινά σε αυτό το κτίριο που ενώνει την ιστορία της Αθήνας με το παρόν της και εκείνους που θα την οδηγήσουν στη νέα της ταυτότητα.
Για τα διάσημα νυχτοπούλια που ξενυχτάνε σε ένα ντάινερ, ο Αμερικανός ζωγράφος είχε δηλώσει «ασυνείδητα, πιθανότητα ζωγράφισα τη μοναξιά μιας μεγάλης πόλης». Ο Έντουαρντ Χόπερ υπήρξε ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους του ρεαλισμού κατά τον μεσοπόλεμο, με ένα τρόπο συνδέεται με τη μοντερνιστική πολυκατοικία στον αριθμό 33 της οδού Πραξιτέλους που χτίστηκε κατά την περίοδο του ελληνικού μεσοπολέμου. Παρότι όμως ο πίνακάς του μου θύμισε την εικόνα του κτιρίου της Πραξιτέλους το βράδυ, σε αυτό το σημείο της πόλης δεν φαίνεται να νιώθει κανείς μοναξιά.