Βρεθήκαμε με τον Κώστα Βουλτσίδη, ιδιοκτήτη του μπαρ Duende, για να μιλήσουμε για το πολύ σημαντικό άλμπουμ που ηχογραφήθηκε εκεί τον Μάη του 2013 και κυκλοφόρησε φέτος, το “Live in Larissa – Divine harmony in Duende Jazz Bar” του σαξοφωνίστα Nat Birchall. Είναι πραγματικά απροσδόκητο το να ηχογραφείται το άλμπουμ ενός διακεκριμένου Βρετανού μουσικού της τζαζ που βρίσκεται στο απόγειο της καριέρας του και αυτό να συμβαίνει σε μια ελληνική επαρχιακή πόλη. Ο Κώστας είχε την πρώτη του επαφή με τη τζαζ σε μικρή ηλικία στην Καρδίτσα, όπου και μεγάλωσε, στο ιστορικό δισκάδικο του Σάκη Μπουρλιάσκου – εκεί όπου ιδρύθηκε και η πρώτη λέσχη τζαζ στην Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Στην πορεία έγινε μουσικός και αφού περιπλανήθηκε στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και τη Νέα Υόρκη, επέστρεψε στη Λάρισα, την πόλη που γεννήθηκε και δημιούργησε το Duende jazz bar, εγχείρημα αρκετά δύσκολο όταν απευθύνεσαι στο κοινό αυτής της πόλης. Το Duende κράτησε μόνο 4 χρόνια και ολοκλήρωσε τον κύκλο του έχοντας τιμήσει τους Έλληνες jazz μουσικούς μέσα από τα 50 live που παρουσίασε και αφήνοντας ως παρακαταθήκη ένα διπλό άλμπουμ που απέσπασε τις καλύτερες κριτικές παγκοσμίως.
Πώς προέκυψε το live του Nat Birchall στο Duende;
Το Duende ήταν ένας χώρος που δημιουργήθηκε για να είναι αυτό που δηλώνει, δηλαδή ένα τζαζ μπαρ όπου η μουσική θα είναι το κυρίαρχο στοιχείο. Έγινε με αληθινό μεράκι, προσφέροντας άψογη ακουστική και ένα εικαστικό περιβάλλον σχεδιασμένο από τα χέρια του Γιάννη Ιωαννίδη. Προσπάθησα να αποσυνδέσω την Jazz από το εστέτ και από την επίδειξη του “δήθεν” καλλιεργημένου επιπέδου και να αναδείξω τον βαθιά λαϊκό της χαρακτήρα. Η οικονομική κρίση όμως, σε συνδυασμό με το γεγονός οτι ελάχιστος κόσμος προτάσσει ως βασικό λόγο της διασκέδασης-ψυχαγωγίας του τη μουσική αυτή, άρχισαν να δυσκολεύουν την κατάσταση. Επιπλέον, η αισθητική αλλαγή που επήλθε στην περιοχή λόγω των πολλών καταστημάτων διαφορετικού ύφους που δημιουργήθηκαν, οδήγησε στο να μοιάζει να καταρρέει όλο αυτό που είχα δημιουργήσει και έτσι το Φλεβάρη του 2013, ενώ ήμουν μόνος στο μαγαζί, εγώ και η μουσική, σκέφτηκα ότι πρέπει να δώσω ένα νόημα στη ζωή μου και να γεμίσω αυτό το κενό. Είχα ήδη πάρει την απόφασή μου. Θα έκλεινα το μπαρ. Μου γεννήθηκε έτσι η ιδέα να καλέσω τον Nat Birchall και του έστειλα mail.
Είναι αγαπημένος σου μουσικός; Δεν τον ήξερα ως μουσικό και τον ανακάλυψα στο Duende από τον Θοδωρή Τριανταφύλλου που έπαιζε μουσική συχνά ως dj ο οποίος είναι πολύ ενημερωμένος και πάντα μου έβαζε να ακούω ό,τι καινούργιους δίσκους έφερνε. Όταν άκουσα τον προηγούμενο δίσκο του 2012 έμεινα έκπληκτος και άρχισα να τον μελετάω και έτσι έμαθα και ότι ο Nat είναι ένας Άγγλος που ζει έξω από το Μάντσεστερ και είναι 58 χρονών. Έστειλα mail εξηγώντας ποιος είμαι και τι κάνω και μου απάντησε την επόμενη μέρα! Έτσι μέχρι να έρθει ο Μάϊος και να γίνει το live ήταν ένα πολύ ωραίο διάστημα, πέρα από τις δυσκολίες της επιβίωσης, κατά το οποίο μιλούσαμε με έναν άνθρωπο που δε γνωριζόμασταν και συνειδητοποιούσαμε συνεχώς πόσα κοινά πράγματα υπάρχουν ανάμεσά μας. Στην πορεία μου γεννήθηκε η ιδέα να το ηχογραφήσω, γιατί από προσωπική διαστροφή μου αρέσουν οι δίσκοι με ζωντανές ηχογραφήσεις λόγω της διαφορετικής ατμόσφαιρας που έχουν. Και εκείνος συμφώνησε για την ηχογράφηση και για αυτό το λόγο κανόνισα να έρθει ο Δημήτρης Καρπούζας από την Αθήνα ώστε να έχουμε καλό αποτέλεσμα, χωρίς να έχουμε ακόμα σκεφτεί ότι θα βγει δίσκος.
Και έφτασε η μέρα του live..
Κατέφτασε ο Nat με τους 4 συνοδοιπόρους μουσικούς του, γιατί όπως μου είπε χαρακτηριστικά, “θα έρθουμε όλοι μαζί ως κουιντέτο γιατί έτσι η μουσική μου θα είναι σωστή και ας πάρουμε λιγότερα χρήματα”. Έτσι η συναυλία έγινε με τον ίδιο σε τενόρο, σοπράνο σαξόφωνο και κρουστά, τον Adam Fairhall (πιάνο), τον Corey Mwamba (βιμπράφωνο – κρουστά), τον Nick Blacka (μπάσο) και τον Paul Hession (ντραμς). Ήταν όλοι τους καταπληκτικοί και είχε πολύ κόσμο στη συναυλία από όλη την Ελλάδα, ακόμη και από το εξωτερικό. Ο Nat, που είναι σαφώς επηρεασμένος από τον John Coltrane -ποιος δεν είναι άλλωστε- κατάφερε να κρατήσει την πνευματικότητα της μουσικής του Coltrane και να την αποδώσει με το προσωπικό του στυλ σε αντίθεση με πολλές μπάντες που τον κοπιάρουν κακώς. Μόλις τέλειωσε το live ο Nat ήρθε, με αγκάλιασε και μου είπε “Σίγουρα θα βγει δίσκος”. Όλοι περάσαμε μια μοναδική εμπειρία και για αυτό έχουμε κρατήσει μια αληθινή φιλία. Ήταν ένα εγχείρημα που για να γίνει, βοήθησαν λίγοι φίλοι καθώς το κόστος ήταν μεγάλο. Στον Nat και στους υπόλοιπους μουσικούς έκαναν πολλά πράγματα εντύπωση σε σχέση με τη δική μας νοοτροπία, όπως για παράδειγμα η ζεστασιά και η φιλικότητα των ανθρώπων, η αγάπη τους για τη μουσική, το γεγονός ότι πολλοί φίλοι γνώριζαν τη βρετανική σκηνή και είχαν αξιοζήλευτες δισκοθήκες καθώς και η φιλοξενία μας, παρά το γεγονός οτι βιώναμε μια απίστευτη οικονομική κρίση. Τους έλεγα ότι η αλληλεγγύη των φίλων βοήθησε σε όλο αυτό.
Kαι στη συνέχεια;
Στη συνέχεια ο δίσκος ολοκληρώθηκε στην Αγγλία αφού έγιναν οι απαραίτητες διαδικασίες και κυκλοφόρησε σε 500 κόπιες από την Sound Soul and Spirit, εταιρία του Nat. Οι κριτικές που γράφτηκαν και η διάσταση που πήρε η επιτυχία αυτού του άλμπουμ -του έκτου προσωπικού δίσκου του- οδήγησαν στο να αναδειχτεί και εκείνος στα 58 του χρόνια ακόμα περισσότερο. Πρόσφατα επικοινώνησε μαζί μου μια Αγγλίδα παραγωγός η οποία συγκινήθηκε πολύ όταν πήρε συνέντευξη από τον Nat και της μίλησε για το live στη Λάρισα και μου έλεγε ότι στην Αγγλία ρωτάνε πού είναι αυτό το μέρος που συνέβη όλο αυτό το μοναδικό πράγμα!
Και μια τελευταία ερώτηση. Tι είναι το Duende;
To Duende είναι ένα βιβλίο του Λόρκα, στην ουσία μια διάλεξη του ίδιου που απευθύνει στους φοιτητές ενός πανεπιστημίου το 1934 στην Αργεντινή. Όταν σπούδαζα μουσική, στο μάθημα της Αρμονίας, μας έφερε αυτό το βιβλίο ο καθηγητής και μας είπε να το διαβάσουμε για να καταλάβουμε όλοι τι αναζητάμε μέσω της τέχνης, γιατί δεν αρκεί μόνο η τεχνική αλλά πρέπει να βρούμε την αλήθεια που έχουμε μέσα μας. Αυτά τα 4 χρόνια λειτουργίας του μπαρ, κάποια αντίτυπα του βιβλίου υπήρχαν ανάμεσα στους δίσκους βινυλίου, περιμένοντας κάποιον άνθρωπο να ρωτήσει: “Τι σημαίνει Duende;” και η ανάγνωση αυτού του μικρού βιβλίου να απαντήσει την ερώτηση και να συνοδεύσει τον καφέ του. Μου ήταν πολύ δύσκολο να μεταφέρω σε δύο κουβέντες κάτι τόσο αόριστο και ειδικά όταν είναι διατυπωμένο ποιητικά. Ελάχιστοι ρώτησαν κι ακόμα πιο λίγοι μπήκαν στον κόπο να το διαβάσουν..Το λογότυπό μας επίσης έγραφε κάπου Ultimate black sound και δεν εννοούσαμε τη μαύρη μουσική αλλά και πάλι αυτό που έλεγε ο Λόρκα: “Αυτοί οι «μαύροι ήχοι» είναι το μυστήριο, οι ρίζες που απλώνονται κάτω βαθιά στο πλούσιο χώμα, γνωστό μα κι άγνωστο σε όλους μας, απ΄ όπου όμως βγαίνει ό,τι αληθινό έχει να δείξει η τέχνη”. Νιώθω πραγματικά τυχερός, που στη μέχρι τώρα πορεία μου, γνώρισα ανθρώπους που η στάση ζωής τους μέσω της τέχνης τους, φανέρωσε μπροστά μου το Duende. Ο Danny Hayes και ο Μάρκος Αλεξίου είναι δύο από αυτούς και θα ήθελα ταπεινά, στη μνήμη τους, να τους αφιερώσω όλη αυτή την μικρή μου προσπάθεια.