«Εκείνη την ημέρα, έτυχε να λείπω από το Μάτι. Όταν ενημερώθηκα για ό,τι είχε συμβεί, ήταν η πρώτη φορά που δεν ήθελα να επιστρέψω. Απέφευγα να έρθω αντιμέτωπος με την απώλεια ανθρώπων, τις υλικές ζημιές, την καταστροφή του φυσικού τοπίου και προσπαθούσα να κρατήσω στο μυαλό μου την περιοχή όπως τη γνώριζα έως τότε.  Ωστόσο, με την παρότρυνση των οικείων μου, πείσθηκα ότι ήταν σημαντικό να αποτυπωθεί σε εικόνες η τραγωδία που είχε συντελεστεί. Πήρα, λοιπόν, τη φωτογραφική μηχανή μου και άρχισα να απαθανατίζω ό,τι είχε απομείνει από το πέρασμα της φωτιάς. Φυσικά, δεν ήταν καθόλου εύκολη διαδικασία…».

Ο φωτογράφος Βασίλης Βρεττός είναι γέννημα-θρέμμα Ματιώτης. Ο παππούς του είχε αγοράσει ένα οικόπεδο εκεί για να παραθερίζει η οικογένεια. «Τη μία χρονιά γεννήθηκα, την επόμενη βρισκόμουν ήδη με τους γονείς μου στην παραλία του Ματιού και μάθαινα κολύμπι με μια σαμπρέλα φορτηγού», αφηγείται σήμερα. «Τότε, υπήρχαν λίγοι κάτοικοι, οι δρόμοι ήταν καλυμμένοι από πέτρες, δύο-τρία κτίσματα μόνο ξεχώριζαν, ελάχιστα αυτοκίνητα και φορτηγά κυκλοφορούσαν, η βλάστηση στο μεγαλύτερο μέρος της άφηνε ανοιχτή τη θέα προς τη θάλασσα». Σε αυτόν τον τόπο, πέρασε και αρκετά από τα επόμενα καλοκαίρια της ζωής του, αποκτώντας βιώματα της παιδικής και της εφηβικής ηλικίας και αναπτύσσοντας δυνατές φιλίες. Τα τελευταία 15 χρόνια περίπου, έχει γίνει πλέον μόνιμος κάτοικος.    

Αποτυπώνοντας με τον φωτογραφικό φακό την οδύνη των φίλων 


Στις 23 Ιουλίου 2018, βρισκόταν σε διακοπές μαζί με τη σύζυγό του στις Κυκλάδες. Λίγες μέρες αργότερα, έχοντας επιστρέψει σοκαρισμένος, έκανε τις πρώτες λήψεις με τη φωτογραφική του μηχανή. «Στην αρχή, ξεκίνησα κάτι σαν ρεπορτάζ με πολύ δειλό τρόπο. Δεν είχα το κουράγιο να προσεγγίσω περισσότερο τους πληγέντες και τις εικόνες της καταστροφής. Σταδιακά, όμως, συνειδητοποίησα ότι, αν επιθυμούσα σωστό αποτέλεσμα, ήταν απαραίτητο να αποστασιοποιηθώ συναισθηματικά από την προσωπική σχέση και τους δεσμούς που με συνέδεαν με την περιοχή και τους υπόλοιπους κατοίκους. Έτσι, έβαλα  στο μυαλό μου τη σκέψη ότι φτάνω σε ένα σκηνικό πολέμου μόλις η μάχη έχει τελειώσει και καλούμαι να απαθανατίσω ό,τι έχει απομείνει. Διότι, ουσιαστικά, πόλεμος ήταν αυτό που είχε προηγηθεί…»
 

Από τις αρχές Αυγούστου έως την επόμενη άνοιξη, τράβηξε χιλιάδες φωτογραφίες, οι οποίες αποτυπώνουν τις ολοσχερώς καμένες κατοικίες, την καταστροφή του φυσικού τοπίου, αλλά και ορισμένους ανθρώπους που κατάφεραν να διασωθούν. «Το πιο δύσκολο κομμάτι ήταν όταν ζήτησα σε φίλους μου να φωτογραφηθούν μέσα στις στάχτες και στα συντρίμμια των σπιτιών τους. Το βασικό μου μέλημα ήταν να κατανοήσουν ότι δεν είχα πρόθεση να χρησιμοποιήσω τη δική τους δυστυχία για τη δική μου “δουλειά”, αλλά να κάνω κάτι ωφέλιμο για τον τόπο. Δεδομένου ότι γνωριζόμασταν επί σειρά ετών, το κατάλαβαν και, έτσι, ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμά μου». Και πάλι, όμως, η διαδικασία δεν ήταν απλή. «Αρκετοί από αυτούς, την ημέρα της φωτογράφισης, επέστρεψαν στις κατοικίες τους για πρώτη φορά μετά την πυρκαγιά και ο πόνος στο βλέμμα και στην έκφραση του προσώπου τους ήταν απολύτως εμφανής. Εκεί, είχαν χάσει μέλη της οικογένειάς τους, καθώς και όλο το βιος τους, το παρελθόν τους, την ταυτότητά τους. Αν, π.χ., ήθελαν να έχουν μια φωτογραφία από την παιδική ηλικία τους, δεν υπήρχε πια. Εκείνη την περίοδο, το πρωί προσπαθούσα να είμαι όσο το δυνατόν πιο σωστός επαγγελματίας και το βράδυ επέστρεφα στο σπίτι μου ψυχολογικά ράκος από όσα είχα αντικρύσει και βιώσει». 

Κατά τη διάρκεια του φωτογραφικού πρότζεκτ, ο κ. Βρεττός άκουσε αναρίθμητες μαρτυρίες ανθρώπων που βρίσκονταν στην περιοχή τις ώρες της πυρκαγιάς. «Πρόκειται για ιστορίες που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Για παράδειγμα, ένας φίλος μου είχε καταφύγει μαζί με τις δύο κόρες του στη θάλασσα για να προφυλαχθούν από τις φλόγες. Ξαφνικά, είδε δίπλα του ένα άγνωστο κορίτσι περίπου 24 ετών να χάνει τις δυνάμεις του μέσα στο νερό και να αρχίζει να βυθίζεται. Αμέσως βούτηξε, το σήκωσε και το κράτησε στον αφρό και, έτσι, το έσωσε. Αλλιώς, το κορίτσι θα είχε πνιγεί», αφηγείται σήμερα. «Επίσης, μια μητέρα είχε έρθει με τον γιο και την κόρη της στο Μάτι για επίσκεψη και μπήκαν κι εκείνοι στη θάλασσα για να επιβιώσουν. Κάποια στιγμή, είδε το αγόρι να γυρίζει μπρούμυτα στο νερό. Ήταν μελανιασμένο. Μέσα στις συνθήκες πανικού που επικρατούσαν, όμως, αναγκάστηκε να το εγκαταλείψει για να σώσει το κορίτσι που ήταν ακόμη ζωντανό. Μετά από πέντε μέρες, βρήκε ξανά το άψυχο σώμα του γιου της». Υπήρχαν, ωστόσο, και πολλοί Ματιώτες που σώθηκαν από καθαρή τύχη. «Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ένα ζευγάρι, που γλίτωσε χάρη … στη γάτα του. Την ώρα που επεκτεινόταν η πυρκαγιά, εκείνοι κοιμόντουσαν στο σπίτι τους και το ζώο άρχισε να γρατζουνά επίμονα την εξώπορτα για να βγει στον κήπο. Σε μια στιγμή, ξύπνησαν από τον θόρυβο, άνοιξαν την πόρτα και διαπίστωσαν ότι το σπίτι είχε αρχίσει να περικυκλώνεται από τη φωτιά. Απομακρύνθηκαν άμεσα και κατάφεραν να διαφύγουν τον κίνδυνο».  

Ζέτα Γιαννοπούλου

Γιάννης Κωλέττης

Εικόνες και αντικείμενα που αναβιώνουν το σκηνικό της καταστροφής

Παρά τις δυσκολίες της υλοποίησης του φωτογραφικού πρότζεκτ, η προσπάθεια του κ. Βρεττού οδήγησε σήμερα σε ένα ενδιαφέρον για το ευρύ κοινό αποτέλεσμα. Από τις 11 Οκτωβρίου, τριάντα τέσσερις φωτογραφίες παρουσιάζονται στην έκθεση «23.07.18», που φιλοξενείται στο Μουσείο Μπενάκη Πειραιώς. Καθώς περιηγούμαστε στην αίθουσα, αντικρίζουμε (ξανά) το φυσικό τοπίο του Ματιού σε χρώμα μαύρο, κατεστραμμένες εκτάσεις γης, σκελετούς αυτοκινήτων που έχουν απομείνει στο δρόμο, τοίχους σπιτιών μισογκρεμισμένους, έπιπλα και μπιμπελό εγκαταλελειμμένα στα δωμάτια, εικονίσματα καμένα ολοσχερώς. Παράλληλα, αντικρίζουμε κάποιους από τους «πρωταγωνιστές» της τραγωδίας, τους διασωθέντες δηλαδή, που, κοιτάζοντας απευθείας στον φωτογραφικό φακό μέσα από τα συντρίμμια των κατοικιών τους, εκφράζουν με ένα μόνο βλέμμα ό,τι έχει προηγηθεί.

Στην έκθεση, εκτός από τις φωτογραφίες, παρουσιάζονται και ορισμένα αντικείμενα που βρέθηκαν στα σπίτια και τους δρόμους της περιοχής: Καμένες φωτογραφικές μηχανές, λιωμένα ποτήρια, σίδερα αυτοκινήτων… «Για παράδειγμα, τα ποτήρια τα μάζεψα από το σπίτι ενός φίλου μου. Αυτά τσουγκρίζαμε στις γιορτές», αναφέρει ο κ. Βρεττός. «Ο λόγος που ενέταξα τα συγκεκριμένα αντικείμενα στα εκθέματα ήταν για να δείξω το ύψος στο οποίο είχε φτάσει η θερμοκρασία. Διότι η θερμοκρασία είχε ανέλθει στους 1.000 με 1.200 βαθμούς Κελσίου. Ακόμη και διπλά τζάμια σπιτιών έλιωσαν σαν κεριά». Όπως εξηγεί, μάλιστα, κάποια από τα θύματα της τραγωδίας, άνθρωποι και ζώα, έχασαν τη ζωή τους όχι από τις φλόγες καθαυτές, αλλά από την εισπνοή καυτού αέρα. «Δεν κάηκαν στο εξωτερικό μέρος του σώματός τους δηλαδή, αλλά στο εσωτερικό του οργανισμού τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ένας σκύλος που βρέθηκε νεκρός με άθικτο το τρίχωμά του, ενώ είχε καεί εντελώς από μέσα». 

«Τις ώρες της φωτιάς ήμασταν μόνοι μας, χωρίς βοήθεια από πουθενά» 

Και κάπου εδώ, τίθεται το ζήτημα των ευθυνών και, αναπόφευκτα, προκύπτει οργή. «Σαφώς, τα καιρικά φαινόμενα εκείνη την ημέρα ήταν ακραία», επισημαίνει ο κ. Βρεττός. «Άνεμοι 10-12 μποφόρ δεν εμφανίζονται συχνά. Αυτό οδήγησε σε πολύ γρήγορη επέκταση της φωτιάς και σε έντονο καπνό. Σκεφτείτε ότι άνθρωποι οι οποίοι κατοικούν επί σειρά ετών στην περιοχή και τη γνωρίζουν καλά, πλησίασαν στη θάλασσα, αλλά δεν κατάφεραν να τη φτάσουν, γιατί δεν είχαν καθόλου ορατότητα πλέον και αποπροσανατολίστηκαν». Ωστόσο, εκείνος στέκεται κυρίως στην ανεπάρκεια της τότε κυβέρνησης και των αρμόδιων κρατικών φορέων για άμεση παρέμβαση με στόχο την προστασία των κατοίκων και την κατάσβεση της πυρκαγιάς. «Το πρώτο που έπρεπε να γίνει ήταν να δοθεί εγκαίρως εντολή να εκκενωθούν τα σπίτια. Αντιθέτως, αφού πλέον η τραγωδία είχε συντελεστεί, ακούστηκαν πολλά “σενάρια” για τις αιτίες της, τα οποία, όμως, δεν ευσταθούν. Για παράδειγμα, ακούστηκε ότι στο Μάτι δεν υπάρχουν πολλοί δρόμοι και, έτσι, οι κάτοικοι εγκλωβίστηκαν και δεν κατάφεραν να διαφύγουν. Αν οποιοσδήποτε κάνει μια έρευνα στο διαδίκτυο και στους χάρτες του σχετικά με αυτό, θα αντιληφθεί ότι δρόμοι υπάρχουν και, μάλιστα, καθιστούν εύκολη τη μετακίνηση και τον προσανατολισμό.  Το Μάτι δεν είναι περιοχή-λαβύρινθος όπως άλλες, είναι διαμορφωμένο με απλό τρόπο. Επίσης, ακούστηκε ότι είχαν κατασκευαστεί μάντρες που έφραζαν την πρόσβαση στις παραλίες. Ούτε αυτό ισχύει. Στην πραγματικότητα, υπάρχει μία μάντρα που προστατεύει από γκρεμό περίπου επτά μέτρων. Σε αυτό τον γκρεμό πήδηξε η 13χρονη Εβίτα Φύτρου για να σωθεί από τις φλόγες και σκοτώθηκε. Όλα αυτά, λοιπόν, ήταν δικαιολογίες που ειπώθηκαν, προκειμένου το Κράτος να καλύψει τις ελλείψεις του και την ανικανότητά του να λάβει μέτρα πρόληψης και άμεσης αντιμετώπισης τέτοιων καταστάσεων. Εκείνες τις ώρες, οι κάτοικοι και οι επισκέπτες της περιοχής ήμασταν μόνοι μας. Εμείς και η … μοίρα μας χωρίς να έχουμε την παραμικρή βοήθεια από πουθενά».  

Ο ίδιος, πάντως, δεν παραλείπει να αναφερθεί και στην καθοριστική συμβολή των εθελοντών αμέσως μετά την καταστροφή. «Υπήρξαν πολλοί άνθρωποι από όλη τη χώρα που έσπευσαν να μας στηρίξουν, μεταξύ των οποίων και πολλοί νέοι. Για παράδειγμα, ένας μάγειρας έστησε μαγειρείο στην παραλία και πρόσφερε δωρεάν γεύματα στους πληγέντες. Μια γυναίκα θυσίασε τις διακοπές κατά την καλοκαιρινή άδειά της για να έρθει εδώ και να βοηθήσει όσους είχαν ανάγκη – και, τελικά, έγινε μόνιμη κάτοικος. Οι καταστηματάρχες της περιοχής παρείχαν σε όλους ό,τι χρειάζονταν χωρίς οικονομική επιβάρυνση. Όπως αποδείχθηκε, η εθελοντική δράση και προσφορά – προερχόμενη αφενός από μεμονωμένους πολίτες και αφετέρου από ιδιωτικούς φορείς – κάλυψε τις κρατικές  ελλείψεις για μία ακόμη φορά».

Από τη θλίψη στην αισιοδοξία και την ελπίδα

Η έκθεση «23.07.18» αναμένεται να συνεχιστεί στο μουσείο Μπενάκη έως τις 8 Δεκεμβρίου. Μέχρι στιγμής, η προσέλευση και η ανταπόκριση του κοινού είναι συγκινητική. Κατά την περιήγησή μας στην αίθουσα, μάλιστα, παρατηρούμε ότι το σοκ, η λύπη και ο θυμός για ό,τι συνέβη παραμένουν ευδιάκριτα στο βλέμμα των επισκεπτών. «Ένα χρόνο και τρεις μήνες μετά την τραγωδία, τα συναισθήματα δεν έχουν καταλαγιάσει», συμφωνεί και ο κ. Βρεττός. «Στην πραγματικότητα, κανένας δεν έχει συνειδητοποιήσει τι έχει συμβεί. Ούτε όσοι το έζησαν τότε από κοντά μπορούν καλά-καλά να το συνειδητοποιήσουν».

Η σημασία της παρουσίασης αυτών των εικόνων σήμερα είναι πολλαπλή: Φόρος τιμής στους νεκρούς, επισήμανση της ανάγκης για λήψη μέτρων προκειμένου να μην επαναληφθεί κάτι αντίστοιχο, παρότρυνση για αλληλεγγύη και προσφορά προς τον συνάνθρωπο σε τέτοιες περιστάσεις. «Η τραγωδία στο Μάτι δεν αφορά μόνο τη χώρα μας, αλλά ολόκληρο τον κόσμο», τονίζει ο κ. Βρεττός. «Δεδομένης της κλιματικής αλλαγής και των αυξανόμενων ακραίων καιρικών φαινομένων, ανθρώπινες ζωές κινδυνεύουν παντού. Για μένα, λοιπόν, η συγκεκριμένη έκθεση είναι πρωτίστως έκθεση μνήμης, που υποδηλώνει τι πρέπει να γίνει και τι να αποφευχθεί σε επίπεδο ατομικό, κοινωνικό και πολιτικό, προκειμένου μια τέτοια τραγωδία να μη συμβεί ξανά». 

Στο μεταξύ, έχει εκδοθεί και λεύκωμα με τίτλο «23.07.18», το οποίο περιέχει τις φωτογραφίες της έκθεσης και αρκετές επιπλέον (140 συνολικά) από το ίδιο φωτογραφικό πρότζεκτ. Το βιβλίο αυτό διατίθεται από το πωλητήριο του μουσείου, ενώ τα έσοδα θα δοθούν για τη στήριξη των πυρόπληκτων. Με ποια αίσθηση θα ήθελε άραγε ο κ. Βρεττός να φεύγουν οι επισκέπτες της έκθεσης από την αίθουσα; «Δεν θα ήθελα να επικρατήσει η θλίψη, αλλά μια αίσθηση ελπίδας και αισιοδοξίας για το μέλλον. Παρά όσα έχουν προηγηθεί, χρειάζεται να στρέψουμε την προσοχή μας στην επόμενη μέρα και να φροντίσουμε ώστε αυτή να είναι καλύτερη».

Σεβασμός, ανάληψη ευθύνης, αλληλεγγύη:  Το τρίπτυχο για αποφυγή άλλης τραγωδίας

Σήμερα, η περιοχή και οι κάτοικοί της προσπαθούν να επανέλθουν στην κανονικότητα – στο βαθμό, βέβαια, που είναι εφικτό. «Οι 102 άνθρωποι που χάθηκαν δεν επιστρέφουν και δεν πρόκειται να τους ξεχάσουμε ποτέ. Ωστόσο, υπάρχουν πράγματα που πρέπει να γίνουν», επισημαίνει ο κ. Βρεττός. Όπως εξηγεί ο ίδιος, 53 εγκαυματίες εξακολουθούν να υποφέρουν από σωματικούς πόνους, χρειάζονται συστηματική ιατρική φροντίδα και αρκετοί από αυτούς πρέπει να υποβληθούν σε σειρά επεμβάσεων προκειμένου η υγεία τους να βελτιωθεί. Επίσης, άνθρωποι που έχουν χάσει τα σπίτια τους μένουν ακόμη σε κατασκηνώσεις, έως ότου λάβουν τις οικονομικές αποζημιώσεις που δικαιούνται για να αποκαταστήσουν τις υλικές ζημιές. Και, φυσικά, ένας πνεύμονας πρασίνου έχει καταστραφεί ολοσχερώς και απαιτείται μελέτη και χρόνος για να αναπλαστεί. «Έως τώρα, οι βασικές ανάγκες καλύπτονταν κυρίως με τη στήριξη του ιδιωτικού τομέα και των εθελοντών. Ωστόσο, η νέα κυβέρνηση δείχνει πρόθυμη να σταθεί κι εκείνη δίπλα στους πληγέντες. Παράλληλα, διεξάγεται ήδη ένα σχέδιο συνολικής αναμόρφωσης της περιοχής. Συνεπώς, απομένει η σταδιακή υλοποίηση όλων αυτών, ώστε ο τόπος να αναγεννηθεί». 

Πώς, λοιπόν, φαντάζεται ιδανικά ο κ. Βρεττός το Μάτι μέσα στα επόμενα χρόνια; «Θα ήθελα να γίνει ξανά όμορφο – ενδεχομένως, ακόμη ομορφότερο από όσο ήταν πριν την καταστροφή. Να αποκτήσει σπίτια φτιαγμένα με αισθητική, πεζόδρομους, πράσινο. Και, βέβαια, να γίνει πιο ασφαλές με τα κατάλληλα μέτρα πρόληψης και προστασίας». Η τελευταία ερώτηση που του θέτουμε στη συζήτησή μας δεν θα μπορούσε παρά να είναι η εξής: Ποιο είναι το σημαντικότερο μάθημα που πρέπει να πάρουμε όλοι – πολίτες και πολιτικοί – από την τραγωδία της 23ης Ιουλίου 2018; Η απάντησή του έρχεται αβίαστα, χωρίς πολλή σκέψη: «Πρώτον, τον σεβασμό προς το περιβάλλον. Διότι η φύση μπορεί να μας θρέψει ή να μας σκοτώσει, ανάλογα με τον τρόπο που την αντιμετωπίζουμε και τη σχέση που αναπτύσσουμε μαζί της. Δεύτερον, την ανάληψη της προσωπικής ευθύνης. Αν όσοι έχουν τη δυνατότητα να αποτρέψουν τόσο δραματικά συμβάντα προσπαθούν να αποποιηθούν τις ευθύνες τους, πώς περιμένουν να τους πάρει κανείς στα σοβαρά; Και τρίτον, την αλληλεγγύη προς τον συνάνθρωπο. Οι αμέτρητοι εθελοντές που έσπευσαν στο πλευρό των πληγέντων και τους προσέφεραν εξαιρετικά σημαντική βοήθεια, το απέδειξαν με τον καλύτερο τρόπο. 

H έκθεση «23.07.18» παρουσιάζεται στο μουσείο Μπενάκη Πειραιώς έως τις 08/12. Η υλοποίησή της, όπως και η έκδοση του λευκώματος, πραγματοποιήθηκαν με τη συμβολή της ΣΥΝ-ΕΝΩΣΙΣ. Επιμέλεια έκθεσης: Ίρις Κρητικού.