Όλοι όσοι έχουμε βιώματα επαρχίας, είτε λόγω καταγωγής, είτε λόγω επιλογής, έχουμε υπόψιν μας πόσο διαφορετικός είναι ο χρόνος εκεί, απ’ τον χρόνο μιας πόλης σαν την Αθήνα. Ακόμη και από την υπόλοιπη επαρχία όμως, η Ικαρία φαίνεται ότι είναι διαφορετική: «Όταν είσαι εκεί, το νιώθεις ότι τα πράγματα είναι στ’ αλήθεια λίγο πιο αργά. Περιβάλλεσαι από μια παράξενη ηρεμία, είναι ήσυχα, είναι ήπιοι και οι άνθρωποι. Στην Κρήτη, ας πούμε, οι Κρητικοί είναι έντονοι άνθρωποι. Η κρητική μουσική είναι γρήγορη, η ρακή είναι μπαμ και κάτω. Οι Ικαριώτες είναι άλλη κουλτούρα, μαλακή. Είναι βιολάκι, ο χορός τους είναι ένας αργός κυκλωτικός χορός, το κρασί το νερώνουν… Ξέρεις, επειδή έχω κάνει και Αρχαιολογία, οι Ικαριώτες μου θυμίζουν σε πάρα πολλά στοιχεία τους τον Ιωνικό πολιτισμό, έχουν σχεδόν αρχαιοελληνικές τάσεις. Και όλα αυτά που κάνουν, οι δραστηριότητές τους κι οι ρυθμοί τους, είναι το “παν μέτρον άριστον”. Ή αυτό που λέει μια γιαγιά στην ταινία, ότι η ζωή πάει σαν κύκλος απ’ το καλό στο κακό και πάλι πίσω, αυτό είναι το “τα πάντα ρει”, ας πούμε. Έχουν κάποιες βασικές ιδέες, ο τρόπος με τον οποίο βλέπουν τα πράγματα είναι καρφωμένος σε κάποιες βασικές αντιλήψεις, οι οποίες είναι εντελώς ριζωμένες στην αρχαιοελληνική φιλοσοφία και ας μην έχουν οι ίδιοι επίγνωση απαραίτητα αυτού του πράγματος».
Οι αιώνες της τουρκοκρατίας, η ακόλουθη βεβιασμένη Δυτικοποίηση και η λεωφόρος της ταχείας Ευρωπαϊκής ανάπτυξης δεν φαίνεται να άφησαν σημάδια στο νησί. «Όταν φτάνεις εκεί, η πρώτη σου εντύπωση, είναι πρώτα απ’ όλα η φύση και η αγριάδα της. Βλέπεις κατευθείαν ότι το μέρος δεν έχει αναπτυχθεί», σημειώνει ο Νταγιαντάς, για ένα μέρος του οποίου οι κάτοικοι έχουν ως απαράβατο κανόνα να μην πουλάνε τη γη τους. Χάρην αυτού πιθανότατα, δεν έχει βρεθεί κανένας μεγαλοξενοδόχος να την μετατρέψει σε resort, κατ’ αρχήν. Απ’ την άλλη, οι Ικαριώτες είχαν και άλλη μια ιδιαιτερότητα στην κοινωνία τους. «Το νησί είχε πάντα μια συμπάθεια στον Κομμουνισμό και επειδή οι κομμουνιστές του είχαν ταλαιπωρηθεί πάρα πολύ με διώξεις και εξορίες, μετά τη Μεταπολίτευση άρχισαν να τους ανταμείβουν με δημαρχιακά αξιώματα», λέει ο Νταγιαντάς, υπογραμμίζοντας την πολιτική διάσταση του μυστικισμού του τόπου. «Οπότε είχες κατσικωμένους ΚΚΕδες για δεκαετίες, στις οποίες περνούσαν τα κοινοτικά κονδύλια και αυτοί λέγανε “άσε, δεν θα πάρουμε!”. Τα γράφανε στα παπάρια τους, το οποίο μια εποχή μπορεί να έμοιαζε εγκληματικό, όμως τώρα λες ότι μπορεί και να τη βγάλανε καθαρή εξ’ αιτίας ακριβώς αυτού. Γιατί είναι πραγματικά ένας μέρος που δεν άλλαξε».
Οι Ικαριώτες άλλωστε, δεν φαίνεται ποτέ να είχαν κανένα ιδιαίτερο πρόβλημα να ζήσουν στην απ’ έξω της κρατικής φροντίδας ή της έγνοιας των αρχόντων. Παραδοσιακά αυτάρκες και αυτόνομο νησί, η Ικαρία είναι μέρος που «τουλάχιστον απ’ όσο ξέρουμε ιστορικά, έχει αναπτύξει διάφορες τεχνικές επιβίωσης, για να ξεπεράσει ακόμη και περιόδους τρελής ανέχειας», όπως λέει κι ο σκηνοθέτης. «Ήδη απ’ το 1660 υπάρχει μια αναφορά ενός επισκόπου απ’ τη Σάμο, που είχε πάει στην Ικαρία και έλεγε τότε ότι είναι “οι πιο φτωχοί άνθρωποι που έχω δει στο Αιγαίο, αλλά μοιάζουν να είναι ευχαριστημένοι με τη ζωή τους και ζουν πάρα πολλά χρόνια”», συμπληρώνει ο Νταγιαντάς, αναφερόμενος στο πώς το βασικότερο ίσως όλων των μυστικών τους για να φχαριστιούνται τη ζωή τους, είναι «η προσπάθειά τους να ικανοποιούνται πάντα με λίγα και καλά και μετρημένα πράγματα, στα οποία έχουν άμεση πρόσβαση». Ακόμη και στις περιόδους όμως που αυτή η πρόσβαση ήταν περιορισμένη, οι Ικαριώτες φρόντιζαν πάντα ο ένας τον άλλο, αναπτύσσοντας το μεγαλύτερο όπλο της απομονωμένης κοινωνίας τους: την αλληλεγγύη.
«Η αλληλεγγύη δεν είναι τυχαία ιστορία για την Ικαρία», διευκρινίζει κι ο αφηγητής μας. «Για διάφορους λόγους που ίσως έχουν να κάνουν με το ότι παλιά το νησί το λυμαίνονταν πειρατές, ίσως έχουν να κάνουν και με την Οθωμανική περίοδο, οι Ικαριώτες έχουν αναπτύξει διάφορους θεσμούς που είναι κομμάτι της κοινωνικής τους ζωής και που τους εκπαιδεύουν στην κοινωνική αλληλεγγύη. Κατ’ αρχήν, όταν για παράδειγμα το κράτος δεν έκανε γι’ αυτούς ένα δρόμο, ένα πέρασμα ή ένα γεφυράκι, μαζευόντουσαν τα τρία τέσσερα πέντε χωριά της περιοχής, λέγανε “τόσα μεροκάματα χρειαζόμαστε για να γίνει” και το κάνανε μόνοι τους. Γιατί δεν υπήρχε κανένας άλλος να τους τα φτιάξει. Και έπειτα, τα πανηγύρια ήταν ένας τρόπος να φάνε και οι πολύ φτωχοί λίγο κρέας. Φτιάχναν μια κοινή μπάνκα και τρώγανε λίγο όλοι. Υπήρχαν περίοδοι που σωζόντουσαν άνθρωποι από ένα ζωμό ή ένα κομμάτι κρέας μέσα στο χειμώνα, ας πούμε. Ή κάνανε τις μακαρονάδες, που ήταν ένας απ’ τους πιο απλούς τρόπους που έχουν βρει για να μαζεύουν χρήματα όταν τα χρειάζεται κάποιος έκτακτα. Κάνουν μια μακαρονάδα, που είναι φτηνή και εύκολη και δεν θέλει καμιά προετοιμασία, αλλά είναι μια αφορμή να μαζευτεί το χωριό ή και τα γύρω χωριά, να αφήσουν κατιτίς, να φάνε όλοι μαζί, να χορέψουν κιόλας άμα υπάρχουν όργανα και να πάνε σπίτι έχοντας βοηθήσει τον άλλο. Μια βραδιά πριν 15 χρόνια, είχαν μαζέψει έτσι λέει 15 χιλιάρικα για ένα παιδάκι που έπρεπε να πάει στο εξωτερικό για μια επέμβαση».
«Αυτοί οι θεσμοί δημιουργούν τα δικά τους δεδομένα» συνεχίζει ο Νταγιαντάς. «Οι άνθρωποι δεν έχουν άλλα μυαλά στην Ικαρία απ’ ότι αλλού. Απλώς εκπαιδεύονται με διαφορετικό τρόπο και μαθαίνουν την αξία του να κάνουν κάτι όλοι μαζί. Εκεί είναι που διαφέρουν σε σχέση με τα άλλα μέρη της Ελλάδας. Και αυτό είναι κομμάτι του τρόπου που ζουν, γιατί έτσι έχουν μεγαλώσει και πάντα έτσι μεγάλωναν. Έχουν ακούσει ιστορίες απ’ τους παππούδες τους, ότι “ξέρεις, αυτόν τον δρόμο τον φτιάξαμε όλοι μαζί, εγώ έκανα τόσα μεροκάματα για να χτιστεί”. Είναι κομμάτι της μυθολογίας τους το να είναι αλληλέγγυοι άνθρωποι», σημειώνει ο ξένος που πέρασε αρκετό χρόνο μαζί τους για να νιώθει σχεδόν ντόπιος, πριν καταλήξει στο σημαντικότερο ίσως κομμάτι της Ικαριώτικης περηφάνειας: «Έχουν κι αυτήν την ιστορία που λένε στην Ικαρία, ένα ανέκδοτο απ’ την Οθωμανική περίοδο, όπου ο Σουλτάνος είχε στείλει έναν φοροεισπράκτορα τόσο άγριο στη φορολογία του, που οι Ικαριώτες συνεννοήθηκαν μια μέρα που τον πήγαιναν σ’ ένα χωριό ψηλά στο βουνό, να του δώσουν μια οι βαστάζοι του και να τον πετάξουν στη χαράδρα. Και όταν έστειλε ο Σουλτάνος έναν στρατιωτικό να μάθει τι έγινε με τον φοροεισπράκτορα και εκείνος τους απείλησε ότι θα τους τσακίσει όλους αν δεν του αποκαλύψουν τον ένοχο, εκείνοι του απάντησαν «ούλοι εμείς εφέντη».
«Έχει τεράστια σημασία ότι οι ιστορίες που λένε για τον εαυτό τους είναι ιστορίες αλληλεγγύης και το γεγονός ότι έχουν τέτοιες ιστορίες στη μυθολογία τους, σημαίνει ότι αυτό είναι το πρότυπο στο οποίο επιδιώκουν να μοιάσουν» καταλήγει ο Νταγιαντάς, υπογραμμίζοντας έτσι τη βασική διαφορά μιας κουλτούρας που δεν γιορτάζει τον ήρωα ως άτομο, αλλά εντοπίζει τον ηρωισμό στη συλλογικότητα. Μια συλλογικότητα που παρέχει τόσο την αίσθηση της ασφάλειας του να ανήκεις κάπου, όσο και αυτή της ικανοποίησης του να προσφέρεις κάτι. Χρειάζεται τίποτε άλλο ο άνθρωπος από το να φροντίζει και να τον φροντίζουν, για να νιώθει γεμάτες τις μέρες του;
*Το ντοκιμαντέρ Little Land του Νίκου Νταγιαντά, που γυρίστηκε στα πλαίσια του 24ωρου αφιερώματος του γαλλογερμανικού τηλεοπτικού δικτύου ARTE στην Ελλάδα, είναι διαθέσιμο για θέαση On Demand αλλά και σε DVD κατά παραγγελία.
Το Σάββατο 9 Αυγούστου θα προβληθεί στο Saristra Festival της Κεφαλονιάς.