Πολιτική σκέψη, κριτική στην εξουσία, κοινωνική ευαισθησία, ξεγύμνωμα της υποκρισίας κάθε είδους, χειρουργική διείσδυση στον πυρήνα του θεσμού της οικογένειας. Με τα σκίτσα του, είτε με λόγια είτε χωρίς, ο Quino δεν χαριζόταν. Όμως όλα τα παραπάνω βασικά στοιχεία της τέχνης του εκείνο που τα αγκάλιαζα όλα ήταν η τρυφερότητα.
Ο ίδιος σχεδίαζε τον εαυτό του ντροπαλό με σκυμμένο το κεφάλι και τα μάτια χαμηλωμένα γιατί ήξερε ότι δεν χρειαζόταν να δούμε το τρυφερό του βλέμμα, το βλέπαμε σε κάθε έργο του, το νιώθαμε πάνω μας.
Η συγγραφέας Χίλντα Παπαδημητρίου και οι σκιτσογράφοι Σπύρος Δερβενιώτης και “The Rabbit Knows” εξηγούν γιατί γι’αυτούς ο Quino ήταν ένας αγαπημένος δημιουργός, ένας δικός τους άνθρωπος.
Για τα κορίτσια που μεγάλωναν τη δεκαετία του ’70 στην Ελλάδα και αγαπούσαν τα κόμικς, υπήρχε ένδεια ηρωίδων προς ταύτιση. Από ήρωες, άλλο τίποτα. Ο αντιαποικιοκράτης Αστερίξ, ο πτωχός πλην δίκαιος Λούκι Λουκ, κι ένα σωρό άλλοι που παρήλαυναν από τις σελίδες της Κολούμπρα και της Βαβέλ. Την ηρωίδα που αναζητούσαμε τη συναντήσαμε στο πρόσωπο της εξάχρονης Μαφάλντα από την Αργεντινή, κυρίως όσες είχαμε πολιτικούς και φεμινιστικούς προβληματισμούς. Δηλαδή, όσες δεν ταυτιζόμασταν με τη Μανίνα και την Πάττυ, που μοχθούσαν να κερδίσουν έναν άπιαστο Τζόνυ.
Η Μαφάλντα υπήρξε για πολλές γενιές κοριτσιών το πρότυπο της γυναίκας που ενδιαφέρεται για την πολιτική, την οικολογία και τις σχέσεις των δύο φύλων, εκφράζει τη γνώμη της ελεύθερα και δεν κρύβει ότι ανήκει στην αριστερά. Ένας λόγος παραπάνω να τη αγαπήσουμε εμείς, οι Ελληνίδες, που έχοντας βγει σχετικά πρόσφατα από μια επτάχρονη δικτατορία, νιώθαμε στο πετσί μας τα καρφιά της Μαφάλντα για τα πολιτικά βάσανα της Αργεντινής. Κι όσες, όπως εγώ, λατρεύαμε τους Beatles και σιχαινόμασταν τις σούπες, υιοθετούσαμε ατάκες της Μαφάλντα για να διατυπώσουμε τις σκέψεις που μας δυσκόλευαν. Για παράδειγμα, αυτά που θα θέλαμε να πούμε, ή που λέγαμε στις μαμάδες μας, και σήμερα αντιλαμβανόμαστε πόσο οδυνηρά ήταν. Όπως εκείνο το δηκτικό: «Μαμά, τι θα σου άρεσε να γίνεις αν ζούσες;»
Ο ανταγωνιστής της Μαφάλντα στις καρδιές μας, ο Τσάρλι Μπράουν, ήταν απολιτικός και καταθλιπτικός. Η Μαφάλντα, χωρίς να εξωραΐζει την πραγματικότητα, (Συγχαρητήρια στους αισιόδοξους!), δεν σταμάτησε ποτέ να κουνάει το δάχτυλο στις κάθε λογής εξουσίες. Γι’ αυτό, παρότι οι ιστορίες της είχαν πάρει τέλος από το 1973, εμείς οι απανταχού 40αρες, 50αρες, 60αρες Μαφάλντες θρηνήσαμε προχθές τον θάνατο του δημιουργού της, του Quino. Κι ύστερα, σκουπίσαμε τα δάκρυά μας και κατεβήκαμε πάλι στους δρόμους, κι ας λαχταράμε στην πραγματικότητα να φωνάξουμε «Σταματήστε τη γη να κατέβω!»
Λίγοι χαρακτήρες κόμικ έχουν «κατοικήσει» τόσα profile pics στα social media όσο η «Μαφάλντα» του τρυφερού Quino που μόλις χάσαμε. Πραγματικά δυσκολεύομαι να σκεφτώ δεύτερο (ο Snoopy έχει «καπαρώσει» τα emoji). Είναι ένα μέτρο του πόσους πολλούς, πόσο πολύ επηρέασε η μικρή Επαναστάτρια.
Η δική μου καρδιά ωστόσο πυρπολήθηκε σε πολύ νεαρή ηλικία από τον «άλλο» Quino. Tων σιωπηλών σκίτσων του, που λέγανε όμως τόσο περισσότερα από τον λαλίστατο θίασο του διάσημου στρίπ. Μονοσέλιδα στριπ ή ολοσέλιδες γελοιογραφίες χωρίς λόγια, που σου ανατίναζαν το μυαλό, σε έκαναν να σκέφτεσαι ώρες, σε πίκραιναν γόνιμα και σε γονιμοποιούσαν πικρά. Αλλά πάντα με τρυφερότητα, απόλυτη συναίσθηση του εύθραστου ατόμου απέναντι σε αδηφάγες εξουσίες και ένα υποδειγματικά αναρχικό πνεύμα.
Αρετές που αναμφισβήτητα έχουν να κάνουν με τη λατινοαμερικάνικη εμπειρία αυταρχικών καθεστώτων και αναγκαστικής διασποράς, κοινή μοίρα που μοιραζόταν άλλωστε με τους άλλους Μάστορες της «Βροντερότερης από λόγια σιωπής», τον Sergio Aragones και τον Quillermo Mordillo, (ο τελευταίος επίσης Αργεντίνικης καταγωγής).
Ανάβω το πιο θερμό, φωτεινό κεράκι στον Άγιο της Τέχνης μας. Είχε το θάρρος να μην έχει τις Απαντήσεις, και τη σοφία να ξέρει τις Σωστές Ερωτήσεις.
Μια φορά και ένα καιρό, όταν ήμουν φοιτητής στο πρώτο έτος, είχα στραμπουλήξει το πόδι μου πολύ άσχημα γιατί σκαρφάλωνα στο κάστρο της Πάτρας βραδιάτικα με ένα φίλο για εξερεύνηση. Το άλλο πρωί πήγα μόνος μου κουτσαίνοντας στο νοσοκομείο. Mετά από μπόλικο πόνο και ταλαιπωρία βρήκα το σωστό διάδρομο, και έκατσα επιτέλους σε μια καρέκλα για αναμονή εξέτασης. Θυμάμαι απέναντί μου καθόταν ένας παππούς ο οποίος θα έμπαινε για χειρουργείο. Ήταν παρέα με τη σύντροφο του και έμοιαζε φανερά μαγκωμένος, φοβισμένος, στεναχωρημένος και σιωπηλός. Σε όλη τη διάρκεια που περίμενε έπιανε σφικτά το μπαστούνι του. Όχι για στήριγμα, καθώς ήταν καθισμένος. Παρόλα αυτά το έπιανε σα να ήταν κάτι πολύ σημαντικό. Έμοιαζε λιγότερο με στήριγμα και πιο πολύ με το πως τα παιδάκια πιάνουν τα αρκουδάκια τους.
Όταν ήρθε η γιατρός για να του πει να περάσει μέσα στην αίθουσα, του ζήτησε να αφήσει το μπαστούνι του έξω. Ο παππούς διαφώνησε, και είπε ότι δε γίνεται δυστυχώς να το αφήσει. Η γιατρός του εξήγησε ότι δε θα το χρειαστεί μέσα στην αίθουσα, και η σύντροφός του τον ρώτησε τί το θέλει το μπαστούνι τέλος πάντων εκεί μέσα.
Ο παππούς απάντησε χαμηλόφωνα, κάπως μέσα από το στόμα του, «για παρηγοριά».
Θυμάμαι με αυτή του τη λέξη να σωριάζεται ο κόσμος όλος πάνω μου. Σαν να με πλακώσανε τόνοι ανθρωπιάς και θλίψης και να με εξανθρωπίζουν με συμπόνια.
Τα σκίτσα του Quino ήταν κάπως έτσι για μένα. Ειδικά το μονόπλανα του. Όχι τόσο η φανταστική κατά τα άλλα Μαφάλντα, αλλά τα μονά καρέ που έκανε. Και κυρίως αυτά χωρίς λόγια.
Ήταν μια επίθεση ανθρωπιάς, που τρυπούσε τον κυνισμό και φύτευε κατανόηση και συμπόνοια. Όπως είπε ο παππούς, «παρηγοριά».
Σε όλα τα χρόνια που ακολούθησαν πάρα πολλοί σκιτσογράφοι με έχουν κάνει να γελάσω. Ο Quino όμως με έχει κάνει και να κλάψω.
Ευχαριστούμε μεγάλε Quino για την τέχνη σου. Συμπυκνωμένη ποίηση. Παρηγοριά.