Στο Τετάρτη 04:45, το τριζάτα στιλιζαρισμένο νεονουάρ του Αλέξη Αλεξίου, ο Στέλιος Μάινας υποδύεται τον ιδιοκτήτη ενός μπαρ, κάπου στα σκοτεινά βάθη ενός εξωτικού Ψυρρή, ο οποίος προσπαθεί να συγκρατήσει το βιος του στα χέρια του και τα μυαλά του στο κεφάλι του, συναλλασσόμενος με διάφορα στοιχεία του υποκόσμου και της ανατολικοευρωπαϊκής μαφίας, προκειμένου να κρατήσει χαρούμενους τους τοκογλύφους του. Ένα υψηλής αισθητικής και εξαιρετικής φινέτσας κατασκεύασμα, που μπορεί να μην έλαχε της αποδοχής που θα του άρμοζε απ’ το κινηματογραφικό κοινό, αλλά σύντομα θα έχει τη δεύτερη ευκαιρία του στα οικιακά ηχοσυστήματα και τις προσωπικές μας δισκοθήκες με την κυκλοφορία του σε DVD.
Αυτό που αναδείχθηκε όμως απ’ τη βράβευση της ταινίας ως καλύτερη της χρονιάς απ’ την Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου, στο 56ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, είναι το πολύ ενδιαφέρον στοιχείο ότι ο άνθρωπος αυτός, που μπλέκει με γκάνγκστερς, μπράβους, νταβατζήδες και μανιακούς, το μόνο που είχε θελήσει ποτέ να κάνει στη ζωή του ήταν να παράξει πολιτισμό: το τζαζ μπαρ που προσπαθεί να συντηρήσει μέσα στο ζόφο της κρίσης, είναι τόσο μεγάλη πολυτέλεια στον κόσμο της διασκέδασης, όσο είναι το σινεμά σ’ έναν κόσμο που αρχίζουν να περισσεύουν ακόμα και τα πρωινάδικα. Κι αυτό, όπως και να το κάνεις, είναι κάτι με το οποίο οποιοσδήποτε άνθρωπος του κινηματογράφου μπορεί να ταυτιστεί.
Οι τελευταίες εξελίξεις στη συνδιαλλαγή κινηματογραφίας και πολιτικής είναι ενδεικτικές ακριβώς αυτού: η συνέντευξη Τύπου που παρέθεσε η ΕΡΤ στα πλαίσια του Φεστιβάλ, ως μέγας χορηγός της διοργάνωσης, ήταν εξόφθαλμα μια πρόσκληση στον κόσμο της αφέλειας από πλευράς του Ραδιομεγάρου. Οι εκπρόσωποί του (κκ Ταγματάρχης και Τσακνής) ταξίδεψαν ως την υπέροχη Θεσσαλονίκη για να συναντήσουν τους ανθρώπους του κινηματογραφικού χώρου και να τους ανακοινώσουν ότι αποφάσισαν πως μάλλον κάποια στιγμή θα αποδώσουν τα χρήματα που οφείλουν να τους αποδώσουν (το περιβόητο 1,5% του νόμου), αλλά δεν ξέρουν ακριβώς ούτε πόσα θα είναι, ούτε πότε θα τους τα δώσουν, ούτε βέβαια έχουν αποσαφηνίσει και το πώς.
Αυτό έρχεται λίγες εβδομάδες μετά τη δέσμευση του Υπουργείου Πολιτισμού να επαναφέρει τον Ειδικό Φόρο υπέρ του Κινηματογράφου, κανείς όμως δεν έχει μπει στον κόπο να διευκρινίσει ούτε το πότε θα το κάνει, ούτε το πώς, αλλά υπόσχεται να δεσμεύσει το ποσό που θα έχει χαθεί μέχρι τότε, το οποίο όμως μέχρι πρόσφατα αρνοόταν ακόμη και να αναγνωρίσει. Κι αυτό βέβαια, από μια κυβέρνηση που, ό,τι αποθεματικό υπήρχε στο Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, έσπευσε να το εξαφανίσει.
Δικαίως, γιατί πρέπει κι οι πατεράδες μας να πάρουν σύνταξη, καθότι κάθε συνταξιούχος θρέφει κι από έναν άνεργο.
Οι ανθρωπιστικές επιστήμες, αυτές που μπορούν να ανοίξουν τον νου του ανθρώπου, να του προσφέρουν διεξόδους υπερβατικές για να ξεφύγει απ’ την πνευματική αποχαύνωση που τον περικυκλώνει, έχουν δεχτεί τα τελευταία χρόνια ανελέητο πόλεμο, έλεγε τις προάλλες στην εξαιρετική της συνέντευξη στον Θεοδόση Μίχο η Άντζελα Δημητρακάκη. Κι αν ακόμη η λέξη «πόλεμος» φαντάζει σε κάποιους υπερβολική, η πραγματικότητα είναι πως τα περιθώρια που έχουν απομείνει για την καλλιτεχνική έκφραση στον τόπο είναι ασφυκτικά, παρά τις δυνατότητες απλώματος της σκέψης που αυτή παρέχει. Ή, ίσως, εξαιτίας τους.
Αυτού του είδους η ασφυξία δεν περιορίζεται μονάχα στην παραγωγή, αλλά σε όλη τη διαχείριση του καλλιτεχνικού προϊόντος: οι μάχες του ποιος θα σου δώσει τα λεφτά, με τι απαιτήσεις για αυτό που θα παράξεις, και τι περιορισμούς για το πώς θα το διαθέσεις και σε ποιους, δίνονται σε χαρακώματα που σχηματίζουν έναν λαβύρινθο τόσο σκοτεινό και δαιδαλώδη, όσο εκείνον που πρέπει να περιδιαβεί ο ήρωας του Αλεξίου. Και στο τέλος της ημέρας του, το δίλημμα πολύ πιθανόν θα είναι ή να τινάξει τα μυαλά του οράματός του στον αέρα, ή να κάτσει στο τραπέζι να συμφάγει με το Τέρας. Είτε αυτό είναι ο πολιτειακός φορέας, είτε ο ιδιωτικός, που θα του τάξουν τα λεφτά για να του τα πάρουν και να τα δώσουν στον συνταξιούχο πατέρα που θα συντηρήσει και τον ίδιο.
Κάπως σαν το παράδοξο με τον εγκλωβισμένο ορειβάτη, που τρώει το χέρι του για να μην πεθάνει απ’ την πείνα.
Το πέπλο της απελπισίας που συνοδεύει αυτά τα είδη των κλοιών της φαύλης ματαιότητας, ήταν το υπόβαθρο που κρυβόταν πίσω από σχεδόν κάθε ταινία του διεθνούς διαγωνιστικού του φετινού Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Απ’ τα 600 Μίλια, Road to La Paz, From Afar και Land and Shade (τις τέσσερις λατινοαμερικανικές ταινίες που πρωταγωνίστησαν στα βραβεία αρκετά, ώστε να ακουστούν και μερικά Viva America Latina απ’ το κοινό της τελετής λήξης), μέχρι το αμερικανικό Petting Zoo, τα ευρωπαϊκά A Heavy Heart και Glassland, το δικό μας Silent του Γιώργου Γκικαπέππα και βέβαια το ισλανδικό Rams που κέρδισε τον Χρυσό Αλέξανδρο, το φετινό διαγωνιστικό ήταν μια διαρκής επανάληψη του μοτίβου ανθρώπων καταδικασμένων σε μια ζωή βαλμένη να τους συνθλίψει, στη δίνη της οποίας οι ίδιοι παραδίδονται σαν υπνωτισμένοι. Όχι γιατί δεν βλέπουν τον όλεθρό τους να έρχεται, αλλά απλά και μόνο επειδή δεν ξέρουν, δεν έχουν και δεν μπορούν να βρουν κάτι άλλο να κάνουν.
Κι είναι, μπορεί να πει κανείς, ανακουφιστικό να βλέπεις ότι τη μιζέρια μας δεν την βιώνουμε μονάχοι, δεν μπορείς όμως να μην αναρωτηθείς μήπως βρίσκει και μια ιδιαίτερη υπαρξιακή ταύτιση σ’ αυτές τις ιστορίες και η ίδια η διοργάνωση. Μια διοργάνωση που βίωσε φέτος μια απ’ τις χρονιές της τις τόσο φτωχικές, που γίνονται πια ανησυχητικές. Δεν έλειψαν βέβαια τα πάρτι, οι προβολές, δεν έλειψαν οι καλεσμένοι, ούτε οι υπόλοιπες καλλιτεχνικές αρετές, έστω κι αν όλα ήταν φέτος υπό κλίμακα. Αυτό που έλειψε ήταν αυτό που έκανε τα τελευταία χρόνια το φεστιβάλ πραγματικά διεθνές: η Αγορά, το επαγγελματικό κομμάτι του φεστιβάλ, που φέτος τελούσε εν υπνώσει, αν όχι σε διασωλήνωση.
Βασική πλατφόρμα συνάντησης ντόπιων παραγωγών με υποψήφιους διεθνείς εταίρους, η Αγορά του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης έχει κάνει τα τελευταία χρόνια ζωτικής σημασίας δουλειά για την εξέλιξη του ελληνικού σινεμά, και αυτό επιβεβαιώνεται από μια ματιά στην ελληνική ταινία που κέρδισε φέτος το βραβείο της διεθνούς ομοσπονδίας κριτικών κινηματογράφου FIPRESCI: όσο ταλέντο κι αν κρύβει μέσα της η πρωτοεμφανιζόμενη Τζόις Νασαουάτι, ο Καύσωνάς της δεν θα μπορούσε να είναι η ίδια περίτεχνη, πολυεπίπεδη, εικαστικά άρτια δουλειά που ήταν, αν πριν από μια τετραετία, δεν είχε βρει στη Θεσσαλονίκη συμπαραγωγούς από άλλες δυο χώρες για να τη στηρίξουν.
Κι όπως λέγαμε πριν από λίγες μέρες, οι συμπαραγωγές δεν είναι μόνο έξτρα χρήματα: είναι η εγγύηση μιας κανονικότητας στο στήσιμο μιας ταινίας, η οποία κάνει δουλειές όπως για παράδειγμα το Interruption, να ξεχωρίζουν απ’ τα home video της αρπα-κόλλας. Κι η διαδικασία που εξασφαλίζει την εξωστρέφεια και πατινάρει με εξαγωγιμότητα ένα προϊόν που, αν φινιριστεί σωστά μπορεί να φτάσει ώς τις Κάνες, ή αν αφεθεί στην τύχη του μπορεί να γίνει ανέκδοτο της Θεσσαλονίκης. Η συμπαραγωγή, και άρα η επένδυση στην ανάπτυξή της μέσω μιας πλατφόρμας όπως αυτή της Αγοράς, είναι –αποδεδειγμένα πια– ο μόνος βιώσιμος αυτή τη στιγμή τρόπος, ώστε κινηματογραφιστές που έχουν το ταλέντο και τη φωνή να πουν μια ιστορία, να εξακολουθήσουν να γεμίζουν με το βλέμμα τους την οθόνη, κι όχι με τσίμπλες τα μάτια μας.
Αλλά, όπως μπορούν να σου πουν απ’ τον μικρό τυροπιτά της γειτονιάς σου, μέχρι τον μεγάλο ξενοδόχο του νησιού σου, ένα μαγαζί για να σου φέρει χρήμα, πρέπει να του ρίξεις χρήμα. Κι έτσι η συζήτηση περιστρέφεται πάλι και πάντα και μονίμως γύρω απ’ το χρήμα. Το δυσάρεστο, όμως, είναι πως αυτοί που διαχειρίζονται τους αριθμούς στην Τέχνη, καμιά φορά αποδεικνύονται τα μεγαλύτερά της νούμερα.