kafsonas_blind_sun

Καύσωνας, της Τζόις Νασαουάτι

Σε μια χώρα με τόσο περιορισμένη κινηματογραφική παραγωγή όσο η δική μας, είναι πάντα παρήγορο να βλέπεις στο μεγάλο εθνικό μας φεστιβάλ σχεδόν η μία στις τρεις ελληνικές ταινίες (ή εν προκειμένω οι έξι στις είκοσι) να ‘ναι σκηνοθετικό ντεμπούτο. Λιγότερο παρήγορο είναι βέβαια το πόσο χαμηλά είναι το επίπεδο στο μέσο όρο τους. Δίπλα στο Interruption του κάθε Γιώργου Ζώη, υπάρχουν βέβαια άλλες δυο αντίστοιχου, ή και καλύτερου επιπέδου δουλειές, όμως εν τέλει αυτό που συνδέει την τριάδα της κορυφής και την χωρίζει απ’ αυτήν του πάτου, δεν είναι καμιά αυξημένη ελληνικότητα στο λόγο και την οπτική, αλλά η ικανότητά τους ή μη να εξασφαλίσουν πόρους από διεθνή συμπαραγωγή. Κι αυτό που φέρνει βέβαια μαζί της μια διεθνής συμπαραγωγή δεν είναι απλώς τα (λίγο) παραπάνω χρήματα, αλλά μια πολύ πιο ορθόδοξη διαδρομή από τη σύλληψη της ιδέας, στην ανάπτυξή της, στο στήσιμο, το γύρισμα κι εν τέλει το φινίρισμα της. Μια ολοκληρωμένη διαδικασία που διαφέρει πολύ απ’ το σκαρώνουμε ένα σενάριο με δυο γνωστούς, αρπάζουμε μια κάμερα με πέντε φίλους, και κάνουμε γυρίσματα με τρεις γυψοσανίδες.

Χτυπητό παράδειγμα ολοκληρωμένης παραγωγής είναι ο Καύσωνας, της Τζόις Νασαουάτι, μάλλον η καλύτερη ταινία του ελληνικού προγράμματος, και σίγουρα το καλύτερο ντεμπούτο της χρονιάς. Στην ελληνογαλλική της παραγωγή, η πρωτοεμφανιζόμενη σκηνοθέτις ξεκίνησε παρουσιάζοντας το project της στο φόρουμ συμπαραγωγών της Θεσσαλονίκης το ‘11, και μέχρι να το ξαναφέρει ως Work in Progress το ‘14 και να το ντεμπουτάρει στο Ελληνικό Πανόραμα εφέτο, είχε εξασφαλίσει δυο γαλλικές εταιρείες παραγωγής να υποστηρίξουν την ελληνική της, τον Γιώργο Αρβανίτη να της φτιάξει τη μισή ταινία στη δ/νση φωτογραφίας, κι ένα σενάριο που, τόσο ξεσκόνισμα που θα ‘χε φάει στη διαδικασία, κατέληξε να γίνει δαντελένια σταυροβελονιά.

Με κρυφή αφετηρία του αφηγηματικού της άξονα το concept ότι οι επόμενοι μεγάλοι πόλεμοι θα γίνουν για το νερό, η Νασαουάτι στήνει έναν ολόδικό της κινηματογραφικό κόσμο, όπου οι έννοιες του σασπένς και του μυστηρίου μπλέκονται περίτεχνα με το κοινωνικό και το ψυχολογικό θρίλερ: ένας μοναχικός μετανάστης αναλαμβάνει τη φύλαξη της απομονωμένης βίλας μιας απόδημης οικογένειας, όμως η φορτισμένη συνάντησή του με έναν ζοχαδιασμένο αστυνομικό, θα λάβει βραδυφλεγείς αλλά εκρηκτικές διαστάσεις. Με μια προσωπική έκρηξη εν αναμονή, μέσα σ’ ένα κοινωνικό πλαίσιο που βράζει, η Νασαουάτι μεταφέρει την αίσθηση του μετα-Αποκαλυπτικού θρίλερ πέντε λεπτά πριν την Αποκάλυψη, στη στέρεα ρεαλιστική βάση ενός συμπλέγματος κινσόρων, πατρικίων και πληβείων. Η συνεχώς εντεινόμενη αίσθηση πολιορκίας αλά Επίθεση στο Σταθμό 13, σταδιακά μεταμορφώνεται σε μια κρυστάλλινη αλληγορία για μια πολύ υπαρκτή κι επίκαιρη πραγματικότητα, όπου η καταπίεση απ’ τη μεριά της ιδιωτικής πρωτοβουλίας λειτουργεί σε πλήρη αρμονία με την κυβερνητικό ξεπούλημα του εθνικού πλούτου, κι οι προστάτες της εξουσίας φροντίζουν να διατηρούν τον διχασμό της κοινωνίας δια της καταπίεσης, της ανέχειας και της ξενοφοβίας.

Impressions_ of_a_drowned_man

Εντυπώσεις ενός Πνιγμένου, του Κύρου Παπαβασιλείου

Εξίσου εντυπωσιακό είναι και το ντεμπούτο του Κύρου Παπαβασιλείου, Εντυπώσεις ενός Πνιγμένου, ο οποίος εξασφάλισε κεφάλαια και κεφάλια από Ελλάδα, Κύπρο και Σλοβενία, για να στήσει μια ολότελα απολαυστική (αν και κομματάκι απαιτητική) παραβολή για την έννοια της μνήμης, της αναβίωσης, και της εξάρτησης από το παρελθόν. Στην ταινία του, που έγραψε μαζί με τον Γιώργο Ζώη, τη Μαρία Βερνακίδου και τον Φίλιππο Γιαννηκούρη, ένας άντρας εμφανίζεται απ’ το πουθενά, και περιφέρεται σαν χαμένος σ’ έναν ύποπτα αφιλόξενο τόπο, ο οποίος αποδεικνύεται ότι είναι η πατρίδα του, κι αυτή είναι μία μόνο απ’ τις στάσεις στην πορεία του να ανακαλύψει τη δική του, μακάβρια ταυτότητα. Μια αλλόκοτη ιστορία φαντασμάτων που περιστρέφεται γύρω από έναν ιδιαίτερα σπιρτόζικο πυρήνα υπαρξιακού μυστηρίου, η υποβλητικότητα της φωτογραφίας του Κωνσταντίνου Όθωνος ανεβαίνει δυο τρεις σκάλες ατμοσφαιρικότητας χάρη στην industrial ηχητική μπάντα που εξασφαλίζει ο Νίκος Βελιώτης, ενώ η ήρεμη, στρωτή κίνηση της κάμερας του Παπαβασιλείου, με μαέστρο τον Γιώργο Χαλκιαδάκη στο μοντάζ, ραφινάρει την αυτοπεποίθηση με την οποία σε τυλίγει στον ιστό της η νηφάλια αφήγηση. Εξαιρετικά ερμηνευμένο από τον Θοδωρή Πεντίδη, το πυκνό δράμα εμποτίζεται από τραγανό μαύρο χιούμορ, το οποίο δημιουργεί μια ευπρόσδεκτη ατμόσφαιρα σουρεαλισμού σ’ ένα κόνσεπτ που στέκει έτσι κι αλλιώς δυο βήματα πιο πέρα απ’ τον ρεαλισμό, μιλώντας παρ’ όλα αυτά για μια πολύ απτή αλήθεια.

Interruption, του Γιώργου Ζώη

Interruption, του Γιώργου Ζώη

Για το Interruption του Γιώργου Ζώη είχαμε μιλήσει βέβαια όταν διαγωνιζόταν στη Βενετία, κι η ταινία, που είναι συμπαραγωγή Ελλάδας Γαλλίας Κροατίας, εξακολουθεί να κρατάει τα πρωτεία στις τριζάτες της αξίες παραγωγής, όσο και στην (ίσως κομμάτι αυτάρεσκη) επίδειξη σκηνοθετικής αισθητικής: Τα κάδρα του Ζώη, σφιχτά και πλούσια στα παιχνιδίσματά τους με το φως και το φλουτάρισμα, δείχνουν την εικαστική ικανότητα ενός δημιουργού με βλέμμα ικανό να χορτάσει το δικό σου, ενώ διευρύνοντας τις ικανότητές που είχε επιδείξει στις πολυβραβευμένες μικρού μήκους του, αναδεικνύει για άλλη μια φορά τη μαγευτική του άνεση στο να χορογραφεί με ρυθμό και πλαστικότητα την κίνηση στα πλάνα του. Κι αυτός με Χαλκιαδάκη στο μοντάζ, στην αφήγησή του αναζητά τα όρια ανάμεσα στην αφέλεια της φιλήσυχης μπουρζουαζίας και στη μοβόρικη υποκρισία της, σε ένα σενάριο που συνυπογράφει με τον Βασίλη Κυριακόπουλο και κριτικάρει με περιορισμένη ευκρίνεια την βολικότητα της αποστασιοποίησης μιας κοινωνίας συνηθισμένης στο να αντιμετωπίζει τον σπαραγμό της ως θέαμα.

imarmeni_fate_2

Ειμαρμένη, του Ανδρέα Μαριανού

Η απόσταση ανάμεσα στις τρεις φετινές συμπαραγωγές και τις τρεις αποκλειστικά αυτόχθονες πρώτες δουλειές, είναι πρακτικά ιλιγγιώδης, και την αισθάνεσαι ακόμη κι αν κοιτάξεις την Ειμαρμένη, του Ανδρέα Μαριανού, σεβάσμιας φιγούρας του κινηματογραφικού κυκλώματος, ο οποίος μετά από μακρά θητεία στις μικρού μήκους, αποφάσισε φέτος να απλώσει τις προβληματικές του σε διαστάσεις πλήρους γεύματος. Ο Μαριανός κάνει ένα χαοτικό σινεμά αλληλοεπικαλυπτόμενων αφηγήσεων και πολλαπλών στοχεύσεων, μέσω στοιχείων του οποίου προσπάθησαν να διαφοροποιηθούν και σκηνοθέτες σαν τον Νίκο Ζερβό και τον Νίκο Αλευρά, και το οποίο σε μεγάλο βαθμό πέτυχαν, επιλέγοντας για τον εαυτό τους διάφορες θέσεις του κινηματογραφικού περιθωρίου. Κάπως έτσι εκλεκτικά λειτουργεί κι ο Μαριανός, κάνοντας μια σε στιγμές απολαυστικότατη ταινία, η οποία όμως απευθύνεται μονάχα σε ανθρώπους που δεν ενδιαφέρονται για τον θανάσιμο τεχνικό της πρωτογονισμό: δηλαδή, για τους φίλους και τους συνεργάτες του.

Tabula Rasa, των Ναταλία Στράτου και Ηρώ Δοντά

Tabula Rasa, των Ναταλία Στράτου και Ηρώ Δοντά

Αντίστοιχα, οι φίλοι κι οι συνεργάτες θα είναι κι οι μόνοι που θα μπορέσουν να αντέξουν το Tabula Rasa, των Ναταλία Στράτου και Ηρώ Δοντά. Κλασική περίπτωση σκηνοθετών που ξεκίνησαν με μια ιδέα την οποία δεν είχαν καμιά ιδέα πώς να την κάνουν σενάριο, οι δυο φερέλπιδες σκηνοθέτιδες παρουσιάζουν μεν μερικές εξάρσεις έμπνευσης (το πρώτο τρίλεπτο της ταινίας είναι ένα απ’ τα απολαυστικότερα εισαγωγικά κλιπάκια που έχουν εμφανιστεί τελευταία στο ελληνικό σινεμά), όμως η ολοκληρωτική τεχνική τους ανεπάρκεια, μονάχα επιβαρύνει το έλλειμμα πλοκής, όσο κι αν προσπαθούν τα κορίτσια να το καμουφλάρουν με βιντεοκλιπίστικα διαλείμματα μουσικής εκτός κλίματος, γυρισμένα σε ανέμπνευστα locations με ερασιτεχνική φωτογραφία και παρωχημένους σκηνοθετικούς ακροβατισμούς, που αντί να φέρουν τη φρεσκάδα της νιότης τους, αναδύουν μια ανησυχητική μυρωδιά αρπακολίστικου κιτς.

Στην Κουζίνα, του Σπύρου Αμοιρόπουλου

Υπάρχουν όμως και χειρότερα: το Στην Κουζίνα του Σπύρου Αμοιρόπουλου είναι μάλλον ό,τι πιο άτεχνο έχει περάσει από το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης τα τελευταία δέκα χρόνια, των συμμετοχών του DigitalWave συμπεριλαμβανομένων. Κι είναι ταινίες σαν αυτή του Αμοιρόπουλου, κι ο τρόπος που τιγκάρουν την αίθουσα με συντελεστές και φίλους που ακόμη κι αυτοί δεν αντέχουν να βιώσουν το μαρτύριο ως τέλους, που σε κάνουν να σκέφτεσαι πως αν αυτή είναι η καλύτερη σχέση που μπορεί να αναπτύξει το φεστιβάλ με την πόλη του, κι αν αυτός είναι ο κινηματογράφος που μπορεί να παράξει η μόνη πόλη της χώρας με κινηματογραφική σχολή, και με τόσο μεγάλο κινηματογραφικό φεστιβάλ, τότε μάλλον δεν υπάρχει καμιά ελπίδα γενικότερα.