el_incendio

Το still ενός αποξενωμένου ζευγαριού ξαπλωμένου σε ένα κρεβάτι σε συνδυασμό με τον τίτλο Η Πυρκαγιά (El Incendio), η ισπανόφωνη παραγωγή, όπως και οι συνειρμοί με την περσινή αποκάλυψη του 10.000 Χιλιόμετρα αρκούν για να εξάψουν την περιέργεια. Σε μια άδεια αθηναϊκή Κυριακή, με τη χθεσινοβραδινή βροχή να μην έχει στεγνώσει από τους δρόμους, καλησπερίζουμε ένα ρεαλιστικό πορτρέτο που απεικονίζει τις κρίσιμες ώρες που συμβάλλουν στην αποκαθήλωση μιας σχέσης. Με υπάρχοντα προβλήματα, βέβαια.

Ο Marcello και η Lucia ετοιμάζονται να αγοράσουν το νέο τους σπίτι. Επισκέπτονται την τραπεζική τους θυρίδα και κάνουν μια μεγάλη ανάληψη. Η υπογραφή των συμβολαίων ξαφνικά καθυστερεί κατά ένα εικοσιτετράωρο και όλες οι ευκαιρίες για να ουρλιάξουν για όσα εδώ και καιρό δηλητηριάζουν τη σχέση τους ανοίγονται μπροστά τους. Τι δεν είπε ποτέ ο ένας στον άλλο και πόσο μεγάλη θα είναι η «πυρκαγιά» που θα ξεσπάσει ανάμεσά τους; Τι θα σωθεί από τη φωτιά;

Με τρεμάμενη κάμερα, έλλειψη ηχητικών εφέ και μια κλιμακούμενη ένταση, ο Juan Schnitman αρνείται να δώσει στιγμές ανάπαυλας στους χαρακτήρες του. Προτιμά να συνδυάσει όλα τα στιγμιότυπα, μικρά και μεγάλα (κυρίως μεγάλα, τουλάχιστον για τους ίδιους) που όλο αυτό τον καιρό παρέμεναν ανείπωτα και εν όψει μιας σημαντικής πράξης βρίσκουν διαύλους εξόδου. Όχι μόνο μεταξύ τους, αλλά και ο καθένας στην προσωπική του ζωή. Ένα κρυμμένο όπλο, ένας βήχας που προκαλεί αιμόπτυση, ασυμβίβαστοι μαθητές ενός σχολείου που αντιμετωπίζονται με τραμπουκισμό, χρήση ναρκωτικών, κενές αγκαλιές. Στην αρχή της ταινίας, μια κούτα ανοίγει και CD ξεχύνονται στο πάτωμα. Ο Marcello αναφωνει: «Δεν ήξερα πως το είχαμε αυτό». Όπως δεν ξέρει τι έχει η σχέση του εν γένει. Όταν οι εντάσεις φτάνουν στο απόγειό τους, ο Schnitman ξέρει πώς να τις απεικονίσει, χορογραφώντας τις σαν ένα αλληγορικό μπαλέτο αλληλοκαταστροφής, όπου κάθε φιγούρα εκφράζει και ένα ζήτημα που απασχολεί τους πρωταγωνιστές του.

Προβλήματα που κανένα νέο σπίτι, καμία σεξουαλική συνεύρεση δεν μπορεί να κοπάσει. Ωστόσο, για να φτάσει μέχρι εκεί, σκοντάφτει σε πολλά εμπόδια. Σε ένα σενάριο που ομολογουμένως θα μπορούσε να είναι πολύ πιο προσεγμένο και να υπάρχει καλύτερη αιτιολόγηση της κάθε πράξης. Σε έναν πιο λογικό ρυθμό που αφήνει την κάθε εξέλιξη να αναπνεύσει και να γίνει κτήμα του θεατή μέχρι να περάσουμε στα επακόλουθά της. Δίνει την εντύπωση πως προσπαθεί να χωρέσει τα πάντα πιο γρήγορα απ’ όσο χρειάζεται, περνώντας άλλες λεπτομέρειες στα γρήγορα. Και κάπου λείπει και αυτή η «αιματηρή» πρόσκρουση που θα δώσει όλη την τραγικότητα της πυρκαγιάς που ξεσπά. Αλλά τα μεμονωμένα περιστατικά σύγκρουσης, ένα προς ένα φαντάζουν άρτια.

Δεν είναι η πιο ρεαλιστική, η πιο ευφυής ταινία που θα μιλήσει για το συγκεκριμένο ζήτημα. Της λείπει η φαντασία και η ανάλογη χρήση του φιλμικού λόγου ώστε να τοποθετηθούν ως ενδιάμεσα, συνδετικά κομμάτια στο παζλ που στήνεται. Αλλά με κάποιον αφαιρετικό τρόπο, λειτουργεί. Εμπρηστικά και δύσθυμα. Και αφήνει τη μυρωδιά του καμένου να πλανάται στην ατμόσφαιρα, έστω και όχι σε αποπνικτικές ποσότητες…


Chuck-Norris

Θα μπορούσε να είναι ο τίτλος μιας ταινίας από αυτές που βγαίνουν τα τελευταία χρόνια και έχουν εμπνευστεί από το όλο 80’s revival κίνημα, με το περιποιημένο synthwave soundtrack της και το ηθελημένο kitsch στοιχείο. Αλλά όχι, το Τσακ Νόρις Εναντίον Κομμουνισμού (Chuck Norris vs Communism) είναι ένα ντοκιμαντέρ βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα που αποδεικνύει περίτρανα ότι ακόμα και ο εμπορικός κινηματογράφος δεν ήταν για όλους τους θεατές ένα εύκολο ζήτημα. Παραβλέπουμε αρχικά και τον τίτλο με τα ψυχροπολεμικά κατάλοιπά του που θέλει τον Τσαουσέσκου κομμουνιστή επειδή οικειοποιήθηκε το σφυροδρέπανο για να επιβάλλει τη δικτατορία του στη Ρουμανία, αλλά από την άλλη αν αυτό το καθεστώς γινόταν αντιληπτό από το λαό ως κομμουνισμός, τότε η ακρίβεια του τίτλου επιβεβαιώνεται αυτόματα από τα λεγόμενά τους. Πως ήταν, άραγε, το να βλέπεις το Missing In Action με τον κίνδυνο να γίνεις αντιληπτός από την αστυνομία;

Εν μέσω της δύσκολης ζωής στη Ρουμανία τη δεκαετία του ’80, ο λαός ανακαλύπτει αργά και σταθερά ένα νέο παράθυρο στη Δύση μέσω των βιντεοκασετών που εισάγονται λαθραία από το εξωτερικό στη χώρα. Καθώς, όμως, τα αγγλικά δεν ήταν μια γλώσσα με ευρεία χρήση τότε στη χώρα, υπήρχε η ανάγκη ενός κάποιου που θα τις μεταγλώττιζε με τον τρόπο του. Ο πρώτος και σημαντικότερος διερμηνέας ταυτίστηκε με την Irina Nistor, τη γυναίκα της οποίας η φωνή έμελλε να γίνει η χαρακτηριστικότερη για τη Ρουμανία εκείνης της περιόδου. Με «προϊστάμενο» το λαθρέμπορο ταινιών Teodor Zamfir, ένας αγώνας ενάντια στη μυστική αστυνομία και το τυραννικό καθεστώς ξεκινά.

Βασισμένο σχεδόν καθ’ ολοκληρία στην αναπαράσταση και στη συνέντευξη μαρτυριών, το ντοκιμαντέρ δε δυσκολεύεται καθόλου να πραγματοποιήσει το απαιτούμενο ταξίδι στο χωροχρόνο και να δώσει με όσο πιο ακριβή τρόπο γίνεται το κλίμα της εποχής. Τις μαζώξεις σε σπίτια και το δέος της κρυφής, «αντιστασιακής» πράξης, τη φλόγα της περιέργειας που καταλήγει σε ένα παρανάλωμα του ατόμου από τη δίψα για διασκέδαση και ελευθερία. Τα γκρίζα, στενόχωρα σπίτια που μύριζαν μούχλα και καπνό τσιγάρων. Η αναπόληση αυτών των στιγμών από τους συνεντευξιαζόμενους, δείχνει ξεκάθαρα τον κομβικό ρόλο που έπαιξαν στη ζωή τους και στη θέληση για άνοιγμα σε κάτι διαφορετικό, όταν το μόλις ένα υπάρχον κρατικό κανάλι βομβάρδιζε τη προπαγάνδα του ηγέτη και όποιο άλλο πρόγραμμα περνούσε από βαρύτατη λογοκρισία. Συγκινητικό το να βλέπει κανείς έναν άνδρα να θυμάται την πρώτη του προβολή ως παιδί και να καταλαμβάνεται απόλυτα από τις αναμνήσεις του, να το ξαναζεί στιγμή-στιγμή. Και το διάσπαρτο χιούμορ δεν αφαιρεί τίποτα από την αγάπη που ο κόσμος έτρεφε για τη Nistor.

Από την άλλη, η ιστορία της Nistor έχει το δικό της κινηματογραφικό σασπένς, με το ρίσκο που υπήρχε κατά τη διάρκεια του ντουμπλαρίσματος να φέρει ένα άρωμα κατασκοπευτικού θρίλερ, όπου ποτέ δε μπορείς να είσαι σίγουρος για την πραγματική ταυτότητα του ανθρώπου που έχεις δίπλα σου, τη σχέση του με τις μυστικές υπηρεσίες. Αλλά η αγάπη της για τη δουλειά της και για τον κινηματογράφο την έκανε να μην το βάλει ποτέ κάτω, ούτε η ίδια, ούτε και όλοι οι κινηματογραφόφιλοι της εποχής. Γιατί, αν μη τι άλλο, δεν πρόκειται αποκλειστικά για μια ταινία με πολιτική ταυτότητα, αλλά και για μια ιστορία που απευθύνεται στην αγάπη για τον κινηματογράφο, για αυτούς που στο όνομα της 7ης τέχνης δε δίστασαν να βάλουν το κεφάλι τους στο ντορβά προκειμένου να υπερασπιστούν το πάθος τους.

Αν έχω μια αντίρρηση σχετικά με το γενικότερο μήνυμα της ταινίας, αυτό δεν έχει να κάνει με το πολιτικό της υπόβαθρο, οι μαρτυρίες που ακούω με πείθουν και τις δέχομαι. Αυτό, όμως, που με παραξενεύει είναι ότι εκτός από τη Nistor, ηρωοποιείται κατά μια έννοια ένας λαθρέμπορος της εποχής, ο Zamfir. Όχι επειδή έφερνε δυτικές ταινίες στη Ρουμανία, λαδώνοντας τους συνοριοφύλακες (αν και σ’ αυτό έχω αντιρρήσεις, καθώς κατά μια έννοια ο ίδιος κάθε άλλο παρά αντισυστημικός είναι και μάλιστα με μαφιόζικες τεχνικές), αλλά επειδή έχτισε μια αυτοκρατορία, χωρίς να διασφαλίζει κανείς το γεγονός ότι με τις τακτικές του δεν αποτέλεσε έναν στυγνό καπιταλιστή που τον ενδιέφερε πρωτίστως η τσέπη του εις βάρος του λαού και δευτερευόντως η «επιμόρφωση». Και εκτός αυτού, τίποτα δε διασφαλίζει το ότι μαζί με τις βιντεοκασέτες δεν υπήρξε κάποια άλλη παράπλευρη συμμετοχή σε άλλων ειδών λαθρεμπόρια, δεδομένης της ευελιξίας και τελικά της ισχύος του. Δεν στηρίζω τον ψευδομπολσεβικισμό του Τσαουσέσκου, αλλά από το ένα άκρο στη λατρεία του άλλου άκρου, δεν υπάρχει κάτι το αξιοθαύμαστο.

Ας είναι. Αυτό που μένει εν τέλει είναι μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος, πραγματική πάνω απ’ όλα, με την αγωνία και την αγάπη για τον κινηματογράφο στο προσκήνιο. Και τελικά αυτά πρέπει να κρατήσει κανείς από το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ, προκειμένου να μπορέσει να βρει το χαμένο του ενθουσιασμό (όχι την αγάπη) για την τέχνη της κινούμενης εικόνας.