Μέχρι και στα ακούσματα της Gen-Z, οι Offspring καταφέρνουν να έχουν μια ξεχωριστή θέση, αποδεικνύοντας πως διασταυρώνουν τις εφηβείες ανθρώπων πολλών διαφορετικών γενεών. Μέσα στην αδιάκοπη και αχόρταγη 40ετή καριέρα τους, έχουν λατρευτεί και έχουν επικριθεί για τη μετάβασή τους από την underground στη mainstream αισθητική, αλλά έχουν καταφέρει να συνθέσουν ύμνους για το punk rock είδος.
Τώρα, θα μπορούσαν να ξεκουράζονται και να απολαμβάνουν τους καρπούς της επιτυχίας τους – επιλέγουν όμως να συνεχίζουν να περιοδεύουν ανά τον κόσμο και να φέρνουν γενιές κοντά, μέσα από θρυλικά κομμάτια όπως τα Self Esteem, Come Out And Play, Gone Away, The Kids Aren’t Alright, Pretty Fly (For A White Guy), Gotta Get Away και Why Don’t You Get A Job?.
Λίγο πριν τους απολαύσουμε την Κυριακή 9 Ιουνίου, στο Release Athens 2024 και την Πλατεία Νερού, ανατρέχουμε στους συναυλιακούς σταθμούς που έχουν σημαδέψει τη μακρά πορεία τους.
Η πρώτη πραγματική συναυλία του συγκροτήματος δεν στήθηκε σε κάποια υπόγα, αλλά στον κοιτώνα τους, όταν ήταν ακόμη φοιτητές στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνια. Μέχρι σήμερα, τα μέλη των Offspring δεν έχουν καταλάβει πώς κατάφεραν να πάρουν την άδεια εκείνη που τελικά θα σηματοδοτούσε την αρχή του συναρπαστικού ταξιδιού τους στη μουσική. Τρεις 18χρονοι τότε (λίγο πριν ο Noodles ενταχθεί στο συγκρότημα), έστησαν όλο τον εξοπλισμό τους σε ένα μικροσκοπικό δωμάτιο και μεταμόρφωσαν το πίσω μέρος του διαδρόμου σε συναυλιακό χώρο. Ήταν Παρασκευή βράδυ, οπότε οι περισσότεροι φοιτητές είχαν επιστρέψει στο σπίτι τους για το Σαββατοκύριακο, άλλοι είχαν βγει – ενώ όσοι είχαν απομείνει στους κοιτώνες, περπατούσαν με ρόμπες και οδοντόβουρτσες προς το μπάνιο της εστίας χωρίς να δίνουν ιδιαίτερη σημασία σε αυτό που συνέβαινε. Τελικά, περίπου 15 άτομα παρακολούθησαν το live, με τους έφηβους Offspring να τους παίζουν έξι τραγούδια.
Από τους 15 θεατές του κολλεγίου, τρία χρόνια μετά, το συγκρότημα κατάφερε να παίξει μπροστά σε 100 περίπου άτομα στο μυθικό 924 Gilman Street στο Σαν Φρανσίσκο και να προσελκύσει τους πρώτους fans του. Εκείνη την περίοδο, η Gilman Street είχε γίνει δημοφιλής επειδή φιγούραρε στις σελίδες του punk περιοδικού Maximumrocknroll – ο ιδρυτής του οποίου υπήρξε καταλύτης στη σύντομη αλλά επιδραστική λειτουργία του club. Δεδομένου ότι ακόμη δεν είχαν αναπτυχθεί σταθεροί χώροι για τα punk rock συγκροτήματα στη Βόρεια Καλιφόρνια, το να παίξουν στο Gilman ήταν συνώνυμο μιας μοναδικής ευκαιρίας για τα πρώτα βήματα της καριέρας τους, ενώ σηματοδότησε και τη μετάβασή τους από τη Νότια Καλιφόρνια, στη Βόρεια.
Το 1993, η μπάντα έπαιξε το πρώτο της live στην Ευρώπη, στο πλευρό των NOFX που περιόδευαν εκείνη την περίοδο μετατρέποντας σε sold-out κάθε τους εμφάνιση. Ο ενθουσιασμός των Offspring ήταν μεγάλος, αφού θα έπαιζαν για πρώτη φορά στο Λονδίνο. Το γεγονός ότι οπαδοί τον NOFX ήξεραν για εκείνους, τους εφοδίασε με ακόμα μεγαλύτερη χαρά – όπως και το ότι οι NOFX τους προσέγγισαν φιλικά, επιτρέποντάς τους να πάνε μαζί τους στο tour bus. Η τότε δισκογραφική τους, Epitaph Records, έδωσε το πράσινο φως στους Offspring να φέρουν στο Λονδίνο εκατοντάδες CDs του δεύτερου album τους, Ignition (1992), και εκείνοι κατάφερα να πουλάνε περίπου 50 αντίτυπα κάθε βράδυ κατά τη διάρκεια της περιοδείας.
Μέχρι εκείνη τη χρονιά, η σχέση των Offspring με τα κυρίαρχα και mainstream media ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Η πρόταση που έλαβαν για να συμμετάσχουν στην τελετή απονομής των Billboard Music Awards ήταν δελεαστική, αφού θα τους χάριζε την πολυπόθητη αναγνωρισιμότητα. Ήξεραν πως η συμμετοχή τους απείχε αρκετά από την underground κουλτούρα από την οποία προέρχονταν, αλλά και πως σύντομα θα τους οδηγούσε στα εξώφυλλα μεγάλων μέσων, όπως του Rolling Stone, δίπλα σε pop stars σαν τη Britney Spears. Η επιλογή τους να εμφανιστούν τελικά στα βραβεία, συνδέθηκε με το γεγονός ότι τους είχε δοθεί το OK για να κάνουν ό,τι θέλουν πάνω στη σκηνή. Και έτσι κι έκαναν. Παίζοντας το κομμάτι Bad Habit, ο Dexter Holland αποφάσισε να κάνει stage diving – κάτι που έκανε άλλωστε σε όλες τις συναυλίες τους, αδιαφορώντας για το αν βρισκόταν σε έναν εθνικό τηλεοπτικό σταθμό. «Εκείνη τη βραδιά ο κόσμος φορούσε κυρίως επίσημη ενδυμασία. Όταν πήδηξα στο κοινό, μπορούσα να διακρίνω τον τρόμο στα μάτια τους. Ποτέ πριν δεν είχαν δει έναν τραγουδιστή να πηδάει από τη σκηνή και να βρίσκεται πάνω τους…», είχε δηλώσει ο ίδιος για το στιγμιότυπο.
Το Woodstock του ‘99, παρά την υπόσχεσή του να αναβιώσει 30 χρόνια μετά τις στιγμές αγάπης και ειρήνης του θρυλικού φεστιβάλ, χαρακτηρίστηκε από την ανδρική οργή, από βανδαλισμούς και παραβιαστικές συμπεριφορές. Αν και οι Offspring συμμετείχαν στο φεστιβάλ την πρώτη μέρα, όταν ακόμα τα πράγματα ήταν σχετικά ήσυχα, τα μέλη του συγκροτήματος ένιωθαν την ένταση να πλανάται. Στην πορεία του set τους, ο Holland θυμάται να τον χτυπάει στο πρόσωπο ένα μπουκάλι που εκσφενδονίστηκε από το κοινό, ενώ όταν έπαιξαν το Pretty Fly (for a White Guy) και το Come Out and Play, τα mosh pits που σχηματίστηκαν άρχισαν να γίνονται ιδιαίτερα βίαια. Την ώρα που αρκετά κορίτσια έκαναν crowd-surfing, υπήρχαν άντρες που τις άγγιζαν με ανάρμοστο και παραβιαστικό τρόπο, και ο Holland, όντας «στην σωστή πλευρά της ιστορίας» εκείνο το βράδυ, άρχισε να τους φωνάζει ενοχλημένος στην προσπάθειά του να τα προστατεύσει τις γυναίκες.
Σε ένα γιγάντιο γήπεδο baseball, το 2002, οι Offspring έδωσαν ένα από τα μεγαλύτερα live τους ως headliners. Μαζί τους έπαιζαν οι NOFX και οι No Doubt, με τους οποίους είχαν μετατρέψει τα παρασκήνια σε μια pub, όπου το Jägermeister έρεε άφθονο και οι καλοί αυτοί φίλοι αντάλλασσαν γέλια και κουβέντες μεταξύ τους καθώς το πλήθος τους περίμενε να βγουν στο stage ζητωκραυγάζοντας. Η συναυλία είχε πραγματοποιηθεί λίγα χρόνια μετά την κυκλοφορία του -εμβληματικού πλέον- Americana (1998), ωστόσο τραγούδια όπως τα Pretty Fly (For A White Guy) και The Kids Aren’t Alright είχαν αρχίσει να γίνονται instant classics, διαμορφώνοντας μια υστερική ατμόσφαιρα κατά τη διάρκεια του show.
Το συγκρότημα είχε βρεθεί στη σκηνή του Bataclan, τρία χρόνια πριν την τρομοκρατική επίθεση του 2015 που στοίχισε τη ζωή σε 130 ανθρώπους. Σε συνέντευξή του στο Kerrang! το 2023, ο Holland είχε μιλήσει για τα συναισθήματα που του αναδύει πλέον η παρουσία του σε έναν χώρο που συνδέθηκε εκ των υστέρων με τον θάνατο: «Είναι η τραγωδία που με κάνει να σκέφτομαι πραγματικά το μέρος, και όχι τόσο η συναυλία μας. Όταν οι άνθρωποι μαθαίνουν για ένα βίαιο γεγονός, συνήθως δεν μπορούν να φανταστούν ότι θα μπορούσε να συμβεί και στους ίδιους. Αλλά αυτή η τρομοκρατική επίθεση μας έδειξε πόσο αληθινά είναι αυτά τα πράγματα και πόσο επηρεάζουν τους πάντες – ακόμα κι εμάς που προερχόμαστε από μια άλλη ήπειρο. Ήταν πολύ λυπηρό το γεγονός ότι στόχευσε ανθρώπους που είχαν βρεθεί σε μια εκδήλωση για να πάρουν χαρά. Έχω φίλους στη Γαλλία που ήταν στο show και μου περιέγραφαν τη φρίκη των ανθρώπων που πυροβολούνταν μπροστά τους. Ήταν ένα πραγματικά φρικτό γεγονός. Ως συγκρότημα όμως έχουμε υπέροχες αναμνήσεις από το live μας σε εκείνο το μέρος, απλά και μόνο επειδή η διακόσμηση ήταν τόσο μοναδική… μαγευτική, σχεδόν».
Η επιστροφή των Offspring στο Λονδίνο μετά την άρση των περιορισμών για την πανδημία του Covid, συνδέθηκε με αρκετά, ιδιαίτερα αυστηρά πρωτόκολλα, στα οποία το συγκρότημα δεν ήταν συνηθισμένο. Εκείνο το διάστημα, δεν ταξίδευαν πολλές μπάντες από τις ΗΠΑ στο Ηνωμένο Βασίλειο, και έτσι η χαρά του group για το κατόρθωμα αυτό ήταν μεγάλη. Παρά την ταλαιπωρία τους, δικαιώθηκαν δίνοντας ένα μεγάλο show στο κατάμεστο Wembley – έστω και αν οι μάσκες κάλυπταν τα πρόσωπα των περισσότερων ανθρώπων στο κοινό.
38 σχεδόν χρόνια από το βράδυ εκείνο που έπαιξαν για 15 άτομα στο Πανεπιστήμιό τους, οι Offspring βρέθηκαν μπροστά στο μεγαλύτερο κοινό που έχουν συναντήσει, αποδεικνύοντας πως εξακολουθούν να εμπνέουν γενιές με τη μουσική τους. Περίπου 500.000 άνθρωποι στο Rock In Rio στη Βραζιλία, είχαν δημιουργήσει ένα αχανές αλλά μεγαλειώδες σκηνικό, στο οποίο οι Offspring ένιωσαν ξανά έφηβοι. Δύο χρόνια μετά από τις εμβληματικές εκείνες στιγμές, φτάνοντας στο 2024, οι ακούραστοι Offspring συνεχίζουν να περιοδεύουν, κι εμείς ανυπομονούμε να τους ανταμώσουμε στη στάση τους στην Αθήνα και το Release Athens.