Το όνομά τους ταξιδεύει από στόμα σε στόμα με γρήγορους ρυθμούς στην indie σκηνή της Αθήνας – και όχι για τον λόγο που φαντάζεσαι ακούγοντάς το. Οι AMKA, βρίσκονται ανάμεσα σε πολυάριθμα line up και δίνουν νέα πνοή στα stages της πόλης με την πληθωρική τους ενέργειά, τον ζωηρό ήχο και τον αυθορμητισμό τους.

Μετά από αρκετές αλλαγές στη σύνθεσή τους, αυτή τη στιγμή το group είναι πιο δεμένο από κάθε άλλη φορά. Ο ερχομός του Άγγλου frontman, Chris Scott (φωνή, κιθάρα), ανέτρεψε τον περασμένο χρόνο την μέχρι πρότινος instrumental φύση του συγκροτήματος, που είχε δημιουργήσει ο Δημήτρης Καλαμαράς, aka Kal (κιθάρες) και ο Δημήτρης Κουλεντιανός, aka Susy (μπάσο), όταν ακόμη σπούδαζαν σε ένα jazz κονσερβατόριο στην Ολλανδία.

Λίγο πριν εμφανιστούν στην πρώτη μέρα του Rudu Fest, την Τρίτη 24 Ιανουαρίου, στο Oddity στα Πετράλωνα, συναντηθήκαμε στο στο Dudu Loft, το studio του Δημήτρη Καλαμαρά που στεγάζει τις ιδέες και τα όνειρά τους, και μας μίλησαν για τη βαθιά εκτίμηση που έχουν ο ένας για τον άλλον, για όσα αγαπούν στην πόλη, και για εκείνα που στοχεύουν στο μέλλον.

Καθόμαστε στον καναπέ του Dudu Loft και οι «Δημήτρηδες» αρχίζουν να μου διηγούνται τη μεταξύ τους γνωριμία και τον ερχομό των AMKA στη ζωή τους. «Ζούσαμε και οι δύο στο Groningen της Ολλανδίας, όπου σπουδάζαμε σε ένα Jazz κονσερβατόριο. Μια μέρα αποφασίσαμε να τζαμάρουμε μαζί, παρέα με έναν ντράμερ και έναν σαξοφωνίστα. Ο καθένας έφερνε τα κομμάτια του στις πρόβες και άρχισε να δημιουργείται σταδιακά το instrumental υλικό μας, που είχε την προσέγγιση της ελεύθερης τζαζ και του improvised ήχου. Κάποια στιγμή κληθήκαμε να κάνουμε ένα live και αναζητούσαμε όνομα για το σχήμα, το οποίο τελικά βγήκε από τα αρχικά μας. Όταν συνειδητοποιήσαμε ότι αυτό που προέκυψε ισοδυναμεί με τον αριθμό μητρώου κοινωνικής ασφάλισης, γελάσαμε πολύ γιατί ήμασταν οι μόνοι Έλληνες στο σχήμα που ξέραμε τι σημαίνει».

Όπως μου εξηγούν τα παιδιά, στο μυαλό τους δεν υπήρξε ποτέ το πλάνο να επιστρέψουν στην Ελλάδα, αφού είχαν καταφέρει να κλείνουν πολλά live σε συστηματική βάση, έχοντας χτίσει παράλληλα μία ευχάριστη καθημερινότητα στην Ολλανδία. «Κάποια στιγμή ο σαξοφωνίστας αποχώρησε και μείναμε trio και εκείνη την περίοδο γεννήθηκαν τα πρώτα μας κομμάτια, το Yellow Yard και το Swimming. Ο Covid όμως ήρθε και τα ανέτρεψε όλα. Το διάστημα του lockdown, τα πάντα έμειναν κλειστά στη χώρα και δεν μπορούσαμε να δουλέψουμε, με αποτέλεσμα να μη μπορούμε να υποστηρίξουμε το ενοίκιο. Έτσι, αποφασίσαμε να γυρίσουμε στην Ελλάδα. Είχαμε απογοητευτεί πάρα πολύ, γιατί το project πήγαινε πολύ καλά εκείνα τα δύο χρόνια που δραστηριοποιηθήκαμε στην Ολλανδία».

Με τα νέα δεδομένα, τα αγόρια αποφάσισαν γυρνώντας να έχουν ως βάση τους την Ελλάδα, καθώς έβλεπαν το κοινό να μεγαλώνει και εδώ. «Πλέον, θέλουμε να μπορούμε να φεύγουμε στο εξωτερικό για τουρ, ζώντας όμως στην Ελλάδα», μου λένε. «Μετά τον Covid είναι πολύ δύσκολο να κλείσεις ένα live στην Ολλανδία, γιατί οι σκηνές είναι overbooked λόγω της άρσης των μέτρων και της επαναφοράς στην καθημερινότητα. Δεν σημαίνει άλλωστε πως αν αποφασίζαμε να επιστρέψουμε, θα συνεχίζαμε από εκεί που είχαμε μείνει. Όλοι προσπαθούν να επιβιώσουν τώρα στη σκηνή εκεί».

Το πρώτο live στην Αθήνα έγινε το 2019, όταν ακόμη έπαιζαν instrumental. Όπως μου λέει ο Kal και ο Susy, «Με το instrumental είδος είναι πιο δύσκολο να ταρακουνήσεις τον κόσμο και να τον κάνεις να χορέψει, όμως εμείς είχαμε καταφέρει να δημιουργήσουμε αυτό το κλίμα. Σ’ εκείνο το live στο six d.o.g.s, καταφέραμε να γεμίσουμε το μαγαζί χωρίς να μας ξέρουν ακόμη καλά εδώ και ο κόσμος πέρασε υπέροχα».

Και φτάνουμε στην περίοδο της γνωριμίας τους με τον Chris. Όπως μου περιγράφει ο Δημήτρης Κουλεντιανός, «Παίζαμε τότε με ένα νέο μέλος, τον Ashley (δεν είναι πλέον στη μπάντα) και μου λέει ο Δημήτρης πως έχει έναν Άγγλο φίλο μουσικό που μόλις είχε γυρίσει από το Βερολίνο. Σκεφτήκαμε να τζαμάρουμε μαζι του. Με το που ήρθε ο Chris, αρχίσαμε να γράφουμε ασταμάτητα και συνειδητοποιήσαμε ότι ο ερχομός του ήταν σαν ένα όνειρο για μας. Σύντομα κάναμε το πρώτο μας gig ως μη instrumental πλέον μπάντα, με frontman τον Chris».

 
Η προσοχή μου στρέφεται στον Chris, που φτάνει στο Dudu λίγο αργότερα, γεμάτος ενέργεια και όρεξη να προβάρει με τα αγόρια. Το πρώτο πράγμα που λέει, είναι πως η μεγαλύτερή του έμπνευση είναι τα ίδια τα παιδιά που με τα οποία παίζουν μαζί. «Εγώ είμαι ερωτικός μετανάστης και ήρθα από το Λονδίνο στην Αθήνα πριν από πέντε χρόνια, για να ζήσω με τη γυναίκα μου. Οι άνθρωποι εδώ είναι φανταστικοί. Στην Αγγλία προσπαθούσα πολύ καιρό να συνδεθώ με ανθρώπους, κάτι το οποίο τελικά κατάφερα να κάνω εδώ. Σε κανένα άλλο μουσικό σχήμα που διατηρούσα δεν υπήρχε το connection που έχω τώρα με τα παιδιά. Η Αθήνα, επίσης, είναι ένα φανταστικό μέρος για να “μαγειρέψεις” μουσική», τονίζει με χαρά.

Η αγάπη και ο θαυμασμός, είναι αμοιβαία: «Δεν είχαμε φανταστεί ποτέ ότι θα μπορούσε να συμβεί κάτι τόσο όμορφο με έναν άνθρωπο που είναι vocalist. Ο Chris αποδείχτηκε πολλά παραπάνω από αυτό, μια περσόνα με star quality. Όταν έχεις συνηθίσει να είσαι μια instrumental μπάντα, είναι δύσκολο να βρεις το άτομο που μπορεί να αποδώσει την ιδέα σου τραγουδιστικά και να δέσει με τους προϋπάρχοντες μουσικούς. Μαζί του όλα δένουν αρμονικά».

Η γνωριμία του Chris με τα αγόρια έγινε με έναν πολύ απρόσμενο και «καρμικό» τρόπο για τον ίδιο. «Τους είδα πρώτη φορά σ’ εκείνο το live στο six d.o.g.s και αμέσως είπα, “ουάου, αυτή είναι η αγαπημένη μου μπάντα”. Ήμουν μεγάλος fan. Τρία χρόνια μετά, είμαι κομμάτι των AMKA και κάνω ξανά πράγματα στη μουσική μετά από ένα μεγάλο διάστημα που δεν έκανα κάτι. Η ποιότητά τους ως μουσικοί είναι μοναδική και μαζί τους κατάφερα να ξεδιπλωθώ. Παλιότερα ήμουν πολύ ντροπαλός πάνω στο stage – και στη ζωή μου γενικότερα».
 

Η συζήτησή μας φτάνει στα μουσικά είδη, και οι AMKA συμφωνούν πως οι ταμπέλες είναι αχρείαστες, όταν τους λέω πως μεγάλο μέρος του κοινού τους, τους χαρακτηρίζει ως post-punk συγκρότημα – ένα είδος ιδιαίτερα δημοφιλές στην εποχή μας. «Μου αρέσει πολύ το “post-punk”, όμως δεν μου αρέσουν οι ετικέτες», αναφέρει ο Chris. «Σίγουρα είναι ένας καλός και εύκολο τρόπος για να εντοπίσεις μία μπάντα και να τη συνδέσεις με μια ατμόσφαιρα, όμως εμείς κινούμαστε ανάμεσα σε πολλά είδη. Μας αρέσει και η pop και το hip hop, αγαπάμε για την ακρίβεια σχεδόν κάθε είδος μουσικής».

 

Όσον αφορά στους στίχους των κομματιών τους, ο Chris μου εξηγεί πως αυτοί δεν είναι προσωποκεντρικοί. «Συνήθως γράφω ιστορίες για όσα συμβαίνοτν γύρω μας – με εξαίρεση ένα κομμάτι που είναι για τη γενέτειρά μου, το Grantham, και αναφέρεται στις αναμνήσεις από την παιδική μου ηλικία, δοσμένες με χιουμοριστικό τρόπο. Μου αρέσει να έχουν μία αίσθηση χιούμορ οι στίχοι». 

Όπως συμπληρώνει ο Δημήτρης aka Susy, «Μας ρώτησαν σε μία ραδιοφωνική εκπομπή που ήμασταν καλεσμένοι, αν είμαστε “political band”. Δεν μας εκφράζει αυτός ο χαρακτηρισμός. Στην πραγματικότητα τα πάντα είναι πολιτική – ακόμη και το τι ρούχα φοράς και ποια brands επιλέγεις να στηρίξεις. Πολλοί καλλιτέχνες γράφουν στίχους με ένα είδος κριτικής για όσα συμβαίνουν γύρω, ωστόσο εμείς δεν το κάνουμε ευθέως αυτό. Μπορεί για παράδειγμα να μιλάμε για τον πόλεμο σε ένα τραγούδι, αλλά εστιάζουμε περισσότερο στην αντίδραση πάνω στο συναίσθημα που μας προκαλεί ο πόλεμος. Δεν ασκούμε κριτική, προτιμάμε να μεταφέρουμε στους ανθρώπους γενικότερα μηνύματα». 

Έχοντας καθίσει για περισσότερες από δύο ώρες στον χώρο του Dudu Loft όπου τα παιδιά δημιουργούν και παράγουν μουσική, λέμε μερικά λόγια για το «δεύτερο σπίτι» τους. «Το Dudu είναι ένα μεγάλο κομμάτι μας, γιατί μας βοηθάει να έρθουμε ακόμη πιο κοντά. Ο Δημήτρης έχει ρίξει σκληρή δουλειά για το studio και επενδύουμε σε αυτό. Εδώ δημιουργούμε, περνάμε χρόνο μαζί, οργανώνουμε τα επόμενα βήματά μας», αναφέρουν οι AMKA.

Λίγο πριν τους αποχαιρετήσω και δώσουμε ραντεβού στο Rudu Fest, μοιράζονται μαζί μου πως βρίσκονται στη διαδικασία δημιουργίας κομματιών για το πρώτο τους άλμπουμ. Η ηχογράφηση της κουβέντας μας σταματάει και μια έκπληξη με περιμένει: Τα παιδιά μου βάζουν να ακούσω ένα ακυκλοφόρητο track τους, και φεύγω από το Dudu με τον ρυθμό του να παίζει ξανά και ξανά μέσα στο κεφάλι μου.