Φωτογραφία: Γιάννης Αντύπας / FOSPHOTOS

Φωτογραφία: Γιάννης Αντύπας / FOSPHOTOS

«Δεν προσπαθούμε να ψυχαγωγήσουμε τους κριτικούς, θα δοκιμάσω τα ρίσκα μου με το κοινό» – Walt Disney (1901 – 1966)

Πατέρας ενός εκ των πλέον πανίσχυρων κινηματογραφικών στούντιο του πλανήτη σινεμά, με το παραπάνω διαβόητο απόφθεγμα ο θεμελιωτής του Σπιτιού του Ποντικιού αναφερόταν στους στρυφνούς κριτικούς, που έβαζαν τις λέξεις και τα αστεράκια τους ανάχωμα στην παντοκυριαρχία των ταινιών του επί του πάνσοφου φιλοθεάμονος λαού. Δεδομένου ότι ο προλαλήσας απεβίωσε το 1966, είναι προφανές πως η περιβόητη θεωρία της ασυνέχειας μεταξύ κριτικών και θεατών, είναι μια θεωρία που κρατά από εποχές πολύ μακρύτερες απ’ τη σημερινή μας. Στην εποχή μας όμως, αυτήν όπου η πληροφορία τρέχει με ταχύτητα οπτικής ίνας, και η απόσταση απ’ την άποψη μέχρι την «αποψάρα» είναι μονάχα μερικά κλικ μακριά, έχει νόημα να πυροβολεί κανείς τους κριτικούς; Με άλλα λόγια, τι θα έλεγε άραγε ο Ουόλτ Ντίσνεϊ σήμερα, που το κοινό είναι οι κριτικοί;

Είναι βέβαια αυτονόητο πως ένας κόσμος στον οποίο όλοι μπορούμε να γράψουμε μια κριτική, δεν μας κάνει όλους κριτικούς, με την ίδια έννοια που, τώρα που όλοι μπορούμε να γυρίσουμε μια ταινία, δεν είμαστε όλοι σκηνοθέτες. Κι αυτό δεν προκύπτει από κάποια ελιτίστικη θεώρηση των πραγμάτων, αλλά απλά συμβαίνει. Για τον ίδιο λόγο που σ’ ένα δωμάτιο γεμάτο βιολιά, δεν μπορούμε όλοι ούτε καν να παίξουμε τις Τέσσερις Εποχές, πολλώ δε μάλλον να τις συνθέσουμε.


 

Παρ’ όλα αυτά, με την έλευση των social media, που –μετά τη φούσκα του .com και τον «εκδημοκρατισμό της άποψης» που ήρθε με το blogging– κατάφεραν μια και καλή να ισοπεδώσουν ακόμη και τα πιο αιχμηρά απ’ τα παραδοσιακά (έντυπα και ψηφιακά) Μέσα των καιρών μας, η ανάγκη ενός τύπου μ’ ένα γραφείο, και μια ταμπέλα απάνω του με τίτλο «Κριτικός Κινηματογράφου» κάτω από τ’ όνομά του, φαίνεται όλο και πιο περιττή. Κι αν πάρει κανείς για κριτήριο τις εξελίξεις στον τομέα των επαγγελματιών κριτικών, με μισθό και σταθερότητα κι ασφάλιση κι αργίες, όλα εκ των οποίων τελούν υπό ταχεία εξαφάνιση, τότε ίσως πράγματι η κριτική ως επάγγελμα να αποδεικνύεται περιττή εκ των πραγμάτων. Είναι όμως ο θάνατος του κριτικού ίσος με θάνατο της κριτικής;

Ας το δούμε από μια άλλη οπτική, ή μάλλον από μια άλλη ακουστική: στην εποχή του αέναου streaming και των smartlists και των έξυπνων αλγόριθμων, με γνώση και επάρκεια σε tracks, ρυθμούς και bpm, που περιορίζεται μονάχα απ’ τα απεριόριστα terrabytes στις φάρμες αποθήκευσης της Google, σ’ αυτήν την εποχή που μπορείς να κατεβάσεις ένα application και να ακούσεις ό,τι μουσική θέλεις χωρίς καν να ξέρεις ότι την θέλεις, έχει έρθει άραγε το τέλος των DJs; Φυσικά και όχι: αν έχει γίνει κάτι, είναι να σου χρειάζεται σήμερα πιο πολύ από ποτέ ένας DJ να σου σώσει τη ζωή. Ένας DJ, που με την δική του ζωντανή και παλλόμενη γνώση κι ικανότητα, θα πάρει όχι όλη τη μουσική του κόσμου ίσως, αλλά όλη τη μουσική που ξέρει, και μέσα απ’ αυτήν θα σου φτιάξει έναν κόσμο ολόκληρο, που δεν ήξερες ότι μπορεί να υπάρχει: έναν κόσμο με συναίσθημα, εμπειρία, πάθος και αγάπη, και κυρίως έναν κόσμο με προσωπικότητα, που μέσα από τον θόρυβο θα φτιάξει μουσική.

Αν η τέχνη είναι ένα παράθυρο στον κόσμο, ο κριτικός είναι ο τύπος που καμιά φορά χρειάζεται να σου θυμίσει πώς μεριάζεται η κουρτίνα.

Μήπως αυτό όμως δεν κάνει κι ο κριτικός; Μέσα από τη δική του, προσωπική του γνώση και θεώρηση του σινεμά ως γλώσσας ζωντανής κι ατέλειωτης και ολοένα εξελισσόμενης, χρησιμοποιεί τις εικόνες, τα καρέ, τα συναισθήματα και τις απόψεις του δημιουργού, για να αντιπαραβάλει εικόνες, καρέ, συναισθήματα κι απόψεις δικές του, και να συνθέσει έναν κόσμο ολόκληρο, φτιαγμένο από αντιθέσεις, πάθη, βίτσια και αρετές, απ’ όλα αυτά που συνθέτουν τον άνθρωπο τον ίδιο.

Κι όσο το σινεμά είναι μια μορφή έκφρασης τόσο σύνθετη όσο και οι άνθρωποι που την παράγουν, κι όχι μια μηχανή παραγωγής που την διοικούν λογισμικά λογιστικής, πάντα θα υπάρχει χώρος και ανάγκη για τη λειτουργία της καταγραφής της έκφρασης αυτής. Της ανάλυσης και της ανασύνθεσής της, εν είδη μιας μεταγραφής σε ένα αυτοτελές κι αυτάρκες έργο έκφρασης από μόνο του: αυτό οφείλει να είναι η κριτική. Όχι μια στείρα καταλογογράφηση των γραναζιών μιας ταινίας, αλλά η αφορμή συζήτησης, συγκρίσεων, αντιπαράθεσης και συμπαράταξης θεματικών κι απόψεων. Μια αναζήτηση της θέσης του έργου μέσα στον κόσμο, και της θέσης του κόσμου μέσα στο έργο.

«Η τέχνη έχει τη δύναμη να μας ανοίγει παράθυρα στον κόσμο» είχε πει ο Κλάες Όλντενμπουργκ, ένας απ’ τους παππούδες της pop art. Να μάς αποκαλύπτει όμως όχι μονάχα κομμάτια του κόσμου που δεν είχαμε ξαναδεί, αλλά να μάς δείχνει και κομμάτια του κόσμου που νομίζαμε ότι ξέραμε, από οπτικές γωνίες που δεν είχαμε φανταστεί ότι υπάρχουν. Στην ατέρμονη λίστα καταγεγραμμένων πληροφοριών που είναι το διαδίκτυο, ο κριτικός φυσικά και δεν έχει καμία θέση να κρατάει το ρόλο του αριθμομνήμονα αποθηκάριου, που ξέρει πιο παράθυρο αντιστοιχεί σε τι. Αν η τέχνη είναι ένα παράθυρο στον κόσμο, ο κριτικός είναι ο τύπος που καμιά φορά χρειάζεται να σου θυμίσει πώς μεριάζεται η κουρτίνα.

Μηχανή Μοντάζ, Σινεμά Άστυ, Μάιος 2014

Μηχανή Μοντάζ, Σινεμά Άστυ, Μάιος 2014

Το ερώτημα λοιπόν δεν είναι τόσο αν μάς χρειάζεται η κριτική, αλλά ποια είναι η θέση της σε έναν κόσμο που η παραδοσιακή μορφή της μοιάζει τις περισσότερες φορές αν όχι εκτός τόπου, σίγουρα εκτός χρόνου: ποια είναι αλήθεια η πρακτική αξία μιας επιφυλλίδας κάπου στο βάθος μιας εφημερίδας, όπου χιλιάδες λέξεις αγωνίζονται να δώσουνε αξία στην οποιαδήποτε ταινία, που αποφάσισε να βγάλει στις αίθουσες ο τάδε ή ο δείνα διανομέας, μήνες ολόκληρους μετά την πρώτη προβολή της σε κάποιο φεστιβάλ στην άλλη άκρη του κόσμου, τώρα που ο κόσμος έχει απόσταση όση μια ADSL γραμμή; Σε ποιον απευθύνεται ο παραδοσιακός κριτικός που μιλάει για σινεμά μόνο τις Πέμπτες, όταν το σινεμά φτάνει στα σπίτια μας δυνάμει κάθε βράδυ; Με άλλα λόγια, τι σας χρειαζόμαστε τώρα όλους εσάς, αφού διαβάσαμε πριν πέντε μήνες τους Αμερικανούς;

Οι Αμερικανοί δεν είναι βέβαια άλλοι από εμάς, ούτε μιλάνε ξένη γλώσσα –στη γλώσσα του σινεμά, όλες οι διάλεκτοι είναι μία. Το πρόβλημα όμως είναι πια, πώς όλοι οι χρόνοι είναι «τώρα». Όσο ο κόσμος αποσυνδέεται από την παραδοσιακή διανομή (γιατί συνδέεται με τις ταινίες του online, με διαφόρους νόμιμους ή μη τρόπους), κι όσο τα φεστιβάλ, μονοπωλώντας την ικανότητα να σηκώσουν τον θεατή από τον καναπέ και να τον σύρουν στην αίθουσα, μετατρέπονται στη νέα διανομή (και υπό μία έννοια, τη νέα κριτική, στο επίπεδο που αποτελούν συμπαγείς προτάσεις του τι είναι το σινεμά τώρα), τόσο η παραδοσιακή κριτική θα χάνει τη δύναμη της θέσης της: αυτήν του ενδιάμεσου ανάμεσα στο έργο και τον αποδέκτη, όχι με την έννοια του (περιττού) μεσάζοντα, αλλά μ’ αυτήν του καταλύτη της συζήτησης μέσα από την οποία διαμορφώνεται η κινηματογραφική κουλτούρα. Κι όσο τα Μέσα μένουνε πιστά σε μια μυωπική αντίληψη που εξυπηρετεί χρόνους ξεπερασμένους, περιχαρακώνοντας την κριτική στο ρόλο του κομπάρσου που έφτασε στο γύρισμα την ώρα του μοντάζ, τόσο αυτά, όσο και οι κριτικοί τους, θα χάνουνε την επαφή με την κουλτούρα που τα θρέφει.

Το να ζητάς από τη διανομή και την παραγωγή να αναπτύξουν αντανακλαστικά εφάμιλλα αυτών του ίντερνετ, βέβαια, ενδεχομένως να ‘ναι εξίσου αποτελεσματικό με το να ζητάς απ’ το γάλα να γίνει τυρί, απλώς και μόνο επειδή βιάζεσαι να φας χωριάτικη. Η κριτική όμως (οφείλει να) βλέπει πέρα και πάνω από τις πρόσκαιρες περιστάσεις, και το ίδιο οφείλουν να κάνουν και οι κριτικοί. Αν θέλουν να παραμείνουν ζωντανοί στη νέα ηλεκτρονική εποχή, ο τόπος τους είναι προδιαγεγραμμένος. Για να κρατήσουν τη θέση τους όμως σ’ αυτόν τον νέο τόπο, που είναι το ίντερνετ, πρέπει να φροντίσουν πρωτίστως να μην βρίσκονται εκτός τις άλλης διάστασής του, που είναι ο χρόνος.

Άλλωστε, για να το δούμε κι από μιαν άλλη, πιο αισιόδοξη οπτική, με μία έννοια οι κριτικοί είναι και λίγο σαν τους μετεωρολόγους: ό,τι πρόγνωση κι αν κάνουν, εσύ ό,τι σου καπνίσει θα φορέσεις όταν είναι να βγεις, αλλά μια ματιά θα την έχεις ρίξει για να ενημερωθείς. Αρκεί, κατά βάση, να σου τα έχουν πει εγκαίρως.

Ο Ιωσήφ Πρωϊμάκης είναι μέλος του ΔΣ της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογάφου και το κείμενο περιλαμβάνεται στην ειδική έκδοση 40 Χρόνια Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου 1976 – 2016, που κυκλοφορεί σε όλα τα ενημερωμένα βιβλιοπωλεία από τις εκδόσεις Vakxikon.