Live by Night / Ο Νόμος της Νύχτας (2/5)
Γκανγκστερικό δράμα, σε σκηνοθεσία και σενάριο του Ben Affleck (απ’ τη νουβέλα του Dennis Lehane), με τους Ben Affleck, Chris Messina, Zoe Saldana, Elle Fanning κ.ά., διάρκειας 128 λεπτών, σε διανομή της Tanweer
Μικροκακοποιός που κάνει όλες τις λάθος παρέες, δέχεται πρόταση που δεν μπορεί να αρνηθεί, και την αρνείται. Κάτι χρόνια μετά βγαίνει απ’ τη φυλακή, κι αποφασίζει να εκδικηθεί με το να γίνει αρχιμαφιόζος στη θέση του αρχιμαφιόζου, κατακτώντας το θρόνο του Βασιλιά του Ρουμιού στην Φλόριντα της ποτοαπαγόρευσης. Όμως, όλοι ξέρουμε πού την έχει η αχλάδα την ουρά.
Μια ιστορία ανόδου και πτώσης, εγκλήματος και τιμωρίας, ύβρεως και μεταμέλειας, η τέταρτη ταινία του Ben Affleck (και πολυαναμενόμενη επιστροφή του στην σκηνοθετική καρέκλα, μετά τον οσκαρικό θρίαμβο του –υπερεκτιμημένου- Argo) ξεκινά να αφηγηθεί την ιστορία ενός απρόθυμου εγκληματία, ενός ολίγον παραστρατημένου νεανία, μπλεγμένου στη δίνη μιας ζωής με σχέδια πολύ διαφορετικά απ’ αυτά του ανθρώπου που τη ζει. Κινούμενος σε μοτίβα που μετέτρεψε σε εμβλήματα ο Francis Ford Coppola με την τριλογία του Νονού, αλλά χωρίς την άνεση του Ιταλοαμερικάνου στο μπαλαντζάρισμα των αραχνοΰφαντων μυθιστορηματικών πλοκών με τις οποίες τον είχε προικίσει ο Mario Puzzi, ο Affleck αντιθέτως χάνει αυγά, πασχάλια και περίστροφα στις περίπλοκες στροφές της ομότιτλης νουβέλας του Dennis Lehane, που προσπαθεί εδώ να μεταφέρει στην οθόνη. Δεύτερη μεταγραφή του συγγραφέα από τον Affleck (μετά το αριστοτεχνικό Gone Baby Gone), το Live by Night μοιάζει με φάντασμα της ταινίας που ξεκίνησε φιλοδοξόντας να γυρίσει ο Affleck, και για να λέμε και την μεταφυσική αλήθεια, μοιάζει γυρισμένη απ’ το φάντασμα του Affleck του ιδίου.
Κινούμενη περισσότερο απ’ το μηχανιστικό αναπόφευκτο της αλυσίδας των γεγονότων που εξιστορεί, παρά από κάποια σοβαρή περίπλεξη των περιστατικών της με τρόπο που να θυμίζουν πλοκή με συνοχή, η νέα δουλειά της μεγαλύτερης ελπίδας του σκεπτόμενου Hollywood αυτή τη στιγμή, ξετυλίγεται σαν στον αυτόματο αντιγραφής μοτίβων από ταινίες τις οποίες ο Affleck φαίνεται περισσότερο να θαυμάζει, παρά να έχει αφομοιώσει και μεταβολίσει: αρώματα από Αδιάφθορους, το Πέρασμα του Μίλλερ και το Κάποτε στην Αμερική αναδύονται συχνά πυκνά απ’ την οθόνη και τα τεκταινόμενα, ο Ben Affleck επιδεικνύει ανά τακτά διαστήματα την εξαιρετική του άνεση στο να στήνει περίτεχνες σκηνές δράσης και να διαχειρίζεται τονικότητες δράματος εξίσου, ενώ η έφεσή του στην ατμοσφαιρικότητα είναι το μόνο που σώζει την πλοκή απ’ τα μεγαλύτερα βαλτώματά της. Όμως, ασυνήθιστα ήπια για γκανγκστερική ταινία, κι άβολα επιφανειακή για υπαρξιακή καταβύθιση στη μυστήρια, ουτοπική φύση ενός μεγαλοκακοποιού με ηθική κι ευαισθησία, η τέταρτη ταινία του προδίδεται κυρίως απ’ την άνευρη, αμήχανη, κι ολότελα ανεπαρκή μεταγραφή της νουβέλας απ’ τον Affleck, ο οποίος εδώ φαίνεται να βιώνει την πρώτη του ολοκληρωτική δραματουργική αφλογιστία. Με αρκετές υποπλοκές μέσα του για να τροφοδοτήσει πεντέξι ταινίες ακόμα, ή έστω μια τηλεοπτική μίνι σειρά στα σίγουρα, το νέο σενάριο του βραβευμένου με Όσκαρ σκηνοθέτη – σεναριογράφου – ηθοποιού, αποπροσανατολισμένο κι απρόθυμο να αποφασίσει πια πλοκή θέλει ν’ ακολουθήσει και ποιους από τους χαρακτήρες να μας αναλύσει, αναλώνεται σε συνεχή χοροπηδήματα από υποπλοκή σε υποπλοκή, ξεχνώντας χαρακτήρες για τεράστια διαστήματα της ταινίας, κι ανασύροντας άλλους που έχουν ήδη ξεχαστεί, σ’ ένα ανοικονόμητο μωσαϊκό που θα ήθελε πολύ να μασκαριστεί ως έπος για την τσακισμένη κοινωνία και την άτεγκτη Μαφία της Αμερικής του Κραχ, όμως καταλήγει να πνίγεται στην ίδια του την χαώδη κι ασυμμάζευτη φιλοδοξία.
The Salesman / Ο Εμποράκος (1,5/5)
Κοινωνικό δράμα υποψήφιο για Χρυσό Φοίνικα και βραβευμένο για Σενάριο και Α’ Ανδρικό Ρόλο στο Φεστιβάλ Κανών, σε σκηνοθεσία και σενάριο του Asghar Farhadi, με τους Shahab Hosseini, Taraneh Alidoosti, Babak Karimi κ.ά., διάρκειας 125 λεπτών, σε διανομή της Seven Films
Ζευγάρι αναγκάζεται να μετακομίσει σε γκαρσονιέρα φίλου, όπου η εισβολή ενός απρόσκλητου επισκέπτη θα αφήσει πίσω της τραύματα που θα κλονίσουν πολύ περισσότερο τα θεμέλια του ζευγαριού, απ’ ό,τι η μπουλντόζα που κόντεψε να τους γκρεμίσει το προηγούμενο σπίτι.
Στις πρώτες σκηνές της νέας ταινίας του Asghar Farhadi, του Ιρανού σκηνοθέτη που έκανε κοινό και κριτικούς να παραληρούν περί σύγχρονου αριστουργήματος με το A Separation / Ένας Χωρισμός (2007), μια μπουλντόζα εν μέσω ακαθόριστων οικοδομικών εργασιών, καταντάει ετοιμόρροπη μια καθ’ όλα εντάξει πολυκατοικία. Αποτέλεσμα, ένα καθ’ όλα εντάξει ζευγάρι να βρεθεί ξεσπιτωμένο, κι αναγκασμένο να μετακομίσει σε μια καθόλου βολική γκαρσονιέρα, γεμάτη με μπαγκάζια ενός καθόλου καθαρού παρελθόντος. Αυτό το παρελθόν γίνεται η πρώτη, η βασική και παραδόξως η ιδιαιτέρως ανεκμετάλλευτη αφορμή για το νέο οικιακό δράμα του Farhadi, στο οποίο μπλέκει αναφορές, συμβολισμούς, και παιχνιδίσματα με κινηματογραφικά είδη, με τρόπους που μόνο κριτικούς, κινηματογραφιστές, κι ακραιφνής κινηματογραφόφιλους μπορούν να εξιτάρουν.
Η ταινία ξεκινά ως μια ρεαλιστική εκδοχή του κλασικού μοτίβου του στοιχειωμένου σπιτιού: ένας επισκέπτης απ’ το βρώμικο παρελθόν της γκαρσονιέρας, εισβάλει και διαταράσσει την οικογενειακή γαλήνη, σημαδεύοντάς την για πάντα. Στη συνέχεια, το φιλμ του Farhadi μετατρέπεται στην μελάτη εφαρμογής ενός καλοστημένου θεατρικού δράματος στην οικεία πραγματικότητα: αποτίνοντας φόρο τιμής στο θεατρικό του παρελθόν o Fahradi ενσωματώνει τον Θάνατο του Εμποράκου του Arthur Miller στην ιστορία του, για να τραβήξει εμφανείς παραλληλισμούς ανάμεσα στην αγωνία του Willy Loman να προσφέρει στη γυναίκα του μια άνετη ζωή, με τον υπαρξιακό ευνουχισμό που αισθάνεται το ιρανικό alter ego του αδυνατώντας να προσφέρει στη δική του συμβία μια στοιχειώδη αίσθηση ασφάλειας εντός της συζυγικής τους εστίας. Κι ύστερα η ταινία αλλάζει πάλι μορφή, με το σενάριο να οδηγεί τον κεντρικό του ήρωα, αναμενόμενα και κάπως εκβιαστικά, στην βιτζιλαντική πλευρά της πλοκής του: ανίκανος να βοηθήσει τη σύζυγό του να επεξεργαστεί, κι ακόμη περισσότερο να επουλώσει το τραύμα της, ο πρωταγωνιστής ξεκινά να βρει και να τιμωρήσει τον δράστη.
Σε άλλη μια επίδειξη της τακτικής, μεθοδικής δουλειάς του Fahradi στο σφίξιμο των πλοκών του, με τρόπο τέτοιο που σχεδόν κάθε σκηνή των οικιακών του δραμάτων, να σφίγγει σα θηλιά γύρω απ’ τους πρωταγωνιστές του, και με παρούσα την Hitchcock-ικών επιπέδων ευχέρειά του στο να δημιουργεί σασπένς από φαινομενικά αναπάντεχες πηγές, ετουτή τη φορά ο Ιρανός φαίνεται να ‘ναι αρκετά εκτός φόρμας στο σημείο που μετράει: το δράμα του. Το οποίο προδίδεται κατ’ αρχήν απ’ το μπούκωμα της πλοκής του με την υπερβολή των λογιών-λογιών παράταιρων κι αχρείαστων (κοινωνιολογικών, σινεφιλικών, θεατρολαγνικών και λοιπών) αναφορών, κι ύστερα απ’ την απόφαση του Ιρανού να αφήσει όλη την δραματουργία του τελείως διάφανη. Αποκαλύπτοντας από νωρίς όλα τα γρανάζια της πλοκής του, κι αδυνατώντας να παρεισφρήσει στο ψυχολογικό υπόβαθρο που τα υποκινεί (η συναισθηματική διαμάχη της γυναίκας περιορίζεται σε επίπεδο περιφερειακού κλισέ), ο Farhadi μένει πολύ σύντομα με μια δραματουργία της οποίας όσα κομμάτια δεν σπρώχνουν την πλοκή, προκύπτουν αναπάντεχα στεγνά και κοινότοπα. Παράλληλα, η αργή και προβλέψιμη πορεία των χαρακτήρων του γέρνει απ’ τη λάθος μεριά του βασανιστικού, ζορίζοντας την αίσθηση ρυθμού που έχουν τα άλλα, πιο κοντινά στο νουάρ τμήματα της αφήγησης. Αποτέλεσμα, η δίωρη διάρκεια της ταινίας να ξεπερνά κατά πολύ τα όρια του εξαντληντικού ώσπου να φτάσει στο γκραν γκινιόλ φινάλε της, που ακόμη κι αυτό, όταν επιτέλους έρχεται, συναισθηματικά μοιάζει τραβηγμένο απ’ τα μαλλιά.
Επίσης στις αίθουσες:
The Bye Bye Man
Όλοι έχουνε γραμμένο που το λένε πεπρωμένο, φοράει μαύρη κουκούλα, του αρέσουν οι σκιές κι οι φόνοι, και κανένας δεν μπορεί να τ’ αποφύγει. Μεταφυσικό θρίλερ σε σκηνοθεσία της Stacy Tile και σενάριο του Jonathan Penner, με τους Douglas Smith και Cressida Bonas, διάρκειας 96 λεπτών, σε διανομή της Odeon.