Δύο άνδρες, μια γυναίκα, ένας έρωτας, ένα πάθος ισχυρότερο από την αγάπη και την άγρια φύση του κόσμου γύρω τους. Ο Λεονάρντο, Η Νύφη και Ο Γαμπρός είναι αποτελούν μια αχώριστη παρέα από μικρά παιδιά, αλλά ένας ιδιαίτερος και άρρηκτος δεσμός δημιουργείται ανάμεσα στο Λεονάρντο και Τη Νύφη. Τα χρόνια περνούν, μεγαλώνουν κι εκείνη, ετοιμάζεται, παρά τη θέλησή της, για το γάμο της με Τον Γαμπρό, στη μέση της Λευκής Ερήμου, όπου ζει με τον πατέρα της. Μία μόλις ημέρα πριν την τελετή, μια γρι Ζητιάνα της χτυπά την πόρτα, της προσφέρει ένα δώρο και μια συμβουλή: «Μην τον παντρευτείς, αν δεν τον αγαπάς», δίνοντας της δυο γυάλινα στιλέτα. Ένα ρίγος ανησυχίας διαπερνά τη Νύφη.
Ο γάμος γίνεται και όλοι γίνονται μάρτυρες αυτής της ένωσης ανάμεσά τους και ο Λεονάρντο που κοιτά τους νεόνυμφους έκπληκτος και οργισμένος. Το γλέντι έχει ανάψει, το ακορντεόν παίζει, οι άνθρωποι γελούν, πίνουν, τραγουδούν, χορεύουν. Ο Γαμπρός χορεύει με την Νύφη, την πιάνει από τη μέση και τη φιλάει στο λαιμό, στο ρυθμό της μουσικής. Εκείνη, από τη μια χαμογελά για να ξεγελάσει τον κόσμο κι από την άλλη ρίχνει κλεφτές ματιές στον Λεονάρντο. Εκείνος την κοιτάζει συννεφιασμένος, έχοντας στο πλάι του τη σύζυγό του, που καταλαβαίνει τι συμβαίνει, αλλά δεν αντιδρά.
Η Νύφη αγαπά τον σύζυγό της αλλά δεν είναι ερωτευμένη μαζί του. Το πάθος της για τον Λεονάρντο την πνίγει και δεν αφήνει περιθώριο για τίποτε άλλο. Όταν ξαφνικά, τον χάνει από τα μάτια της της κόβεται η αναπνοή και τον αναζητά με το βλέμμα. Ο Λεονάρντο αρχίζει να περπατά προς το μέρος της και την προσπερνά χωρίς να πει ούτε μια λέξη. Η Νύφη ανατριχιάζει, η καρδιά της χτυπάει σαν τρελή και καταλαβαίνει ότι τίποτα πια δε θα είναι το ίδιο.
Ο Γαμπρός μεθυσμένος αναζητά τη Νύφη. Τη βλέπει να τρέχει πάνω σ’ ένα άλογο, μαζί με τον Λεονάρντο. Κατευθύνονται στο δάσος, εκεί που έπαιζαν ως παιδιά. Εκεί χωρίς να σκεφτούν τίποτα, κάνουν έρωτα κάτω από το φως του φεγγαριού, πάνω στη μαύρη λάσπη. Η Ζητιάνα κατασκοπεύει τους δύο εραστές. Στο χέρι της κρατά ένα στιλέτο, ίδιο με αυτό που έδωσε στη Νύφη. Πλησιάζει τον Γαμπρό, του το δίνει και του δείχνει που πρέπει να πάει για να βρει τους εραστές.
Ο Γαμπρός τους ανακαλύπτει στο δάσος, γυμνούς, γεμάτους λάσπη, βρώμικους να κοιμούνται. Τους ξυπνούν τα ουρλιαχτά του. Σπρώχνει με βία μακριά την Νύφη, την τραβά από τα μαλλιά. Κρατά στο χέρι του το στιλέτο που του έδωσε η Ζητιάνα το ίδιο και ο Λεονάρντο. Παλεύουν, κυλιούνται μέσα στη λάσπη, μονομαχούν μέχρι θανάτου. Η Νύφη τα χάνει, είναι ανίκανη να παρέμβει. Επιστρέφει σπίτι της ξυπόλητη, σε κατάσταση σοκ. Τα χέρια της τραβούν μηχανικά τα γκέμια του αλόγου που στη ράχη του κουβαλάει τα πτώματα των δύο ανδρών. Η μητέρα και η σύζυγος του Λεονάρντο τη βλέπουν να καταφτάνει. Σπαράζουν, απειλούν, κραυγάζουν από πόνο. Η Νύφη ζητά από τη μητέρα να την σκοτώσει ή τουλάχιστον να της επιτρέψει να θρηνήσουν μαζί. Η μητέρα αρνείται και τα δύο. Η Νύφη παίρνει το δρόμο για το σπίτι της. Διασχίζει την άγονη έκταση ξυπόλυτη, τρελή. Τη βλέπουμε από απόσταση να μεταμορφώνεται σε μία ζητιάνα και να χάνεται μακριά στον ορίζοντα.
Η ταινία «Ματωμένος Γάμος», αποτελεί μια ελεύθερή απόδοση του ομώνυμου θεατρικού κειμένου του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, είναι, κυρίως, μια ιστορία αγάπης, από τις πιο φημισμένες, αριστοτεχνικές και δυνατές τραγωδίες της ισπανικής μυθοπλασίας. Μια ιστορία αγάπης που εκτυλίσσεται σε αν μοναδικό, άγριο τοπίο όπου ζουν οι πρωταγωνιστές της, που αποτελούν την μεσογειακή εκδοχή ενός μοιραίου έρωτα ισάξιου με του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας.
H Πάουλα Ορτίζ, σκηνοθέτρια της ταινίας λέει ” Ο “Ματωμένος Γάμος” είναι ένα κλασικό έργο της σύγχρονης λογοτεχνίας. Θυμάμαι την αναστάτωση που μου προκάλεσε, την πρώτη φορά που το διάβασα, όταν ήμουν 14 ετών. Η πάλη μεταξύ του νόμου και της επιθυμίας, του πόνου και του πάθους, της φύσης και της μνήμης , το σπάραγμα της ψυχής, είναι τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν το έργο του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα. Στην εποχή μας, όπως και σε εκείνη του Λόρκα, η κοινωνία είναι διψασμένη για ιστορίες που να έχουν στο επίκεντρό τους ρήξεις, να αγγίζουν τις βαθιές μας επιθυμίες και τους φόβους μας, να δίνουν απαντήσεις για το πώς φτάσαμε ως εδώ. Στο έργο του Λόρκα υπάρχει μία κεντρική αναζήτηση: τι είμαστε και τι φαντασιωνόμαστε, τι είναι αυτό που μας κάνει να αναπνέουμε, αλλά και που μας παγιδεύει ταυτόχρονα; Με συνεπαίρνει ο τρόπος με τον οποίο συνδέονται ένα παιδικό παιχνίδι με τη βαθιά άβυσσο του ανθρώπινου φόβου. Όλοι μας έχουμε επιθυμήσει κάτι τόσο έντονα στη ζωή μας που μας κάνει να θέλουμε να ουρλιάξουμε…. “Όμως, δεν φταίμε εμείς. Φταίει η Γη… Αυτή είναι μια αιώνια ιστορία αγάπης, θανάτου, ποταμιών, γης και αστεριών. Υπάρχει κάποιος που να μη θέλει να βουτήξει σε αυτόν τον κόσμο;”
Ο “Ματωμένος Γάμος” γράφτηκε το 1932 από τον Federico Garcia Lorca και ανέβηκε για πρώτη φορά στη Μαδρίτη τον Μάρτιο του 1933. Πλέον αποτελεί ένα από τα αριστουργήματα της σύγχρονης λογοτεχνίας και είναι ένα από τα πιο πολυμεταφρασμένα ισπανικά έργα. Η ταινία είναι μια ελεύθερη διασκευή του “Ματωμένου Γάμου”. Η οπτική και αφηγηματική γλώσσα της σκηνοθέτιδας Πάουλα Ορτίζ, όπως φάνηκε και στην πρώτη της ταινία «Chrysalis», είναι ένας κώδικας που ξεπερνά τα σύνορα της χώρας της, όπως και το πρωτότυπο έργο του Λόρκα. Παρόλο που πρόκειται για το πιο φημισμένο έργο του σπουδαίου Ισπανού δραματουργού και ένα από τα πιο γνωστά και αγαπημένα παγκοσμίως κείμενα, έχουν γίνει ελάχιστες διασκευές του. Η πιο γνωστή κινηματογραφική διασκευή ήταν η τριλογία του Κάρλος Σάουρα για το φλαμένκο (1981), η οποία βασίστηκε στη χορογραφία “Chronicle blood wedding event (1974)” του Antonio Gades.
Η παραγωγή της ταινίας στέκεται με απόλυτο σεβασμό στην υποβλητική αναπαράσταση του συμβολικού σύμπαντος του Λόρκα: την ξηρασία του εδάφους, το μαγνητισμό του φεγγαριού, την καθαρότητα του αίματος και τον πόνο της καρδιάς που βιώνουν οι πρωταγωνιστές. Γι’ αυτό και από την αρχή, είχε την αμέριστη υποστήριξη του Ιδρύματος Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, και αποτελεί διασκευή άξια του πρωτοτύπου.
Δεν υπάρχει διάλογος στην ταινία που δεν είναι γραμμένος από τον Λόρκα. Όλες οι εικόνες της ταινίας έχουν στόχο να βάλουν τον θεατή μέσα στο πολύ ιδιαίτερο σύμπαν του δημιουργού, μεταφέρνοντας την ιστορία σε έναν μαγικό τόπο και χρόνο που είναι δύσκολο να διευκρινιστούν, αλλά που έχουν σαφώς μεσογειακό χαρακτήρα. Τα τοπία της Καππαδοκίας στην Τουρκία, όπου ολόκληρα σπίτια και πόλεις είναι λαξευμένα στους βράχους και τη Γη, αποτέλεσαν το ιδανικό φυσικό σκηνικό για την ταινία. Επίσης, στην Αραγόνα, οι άνυδρες εκτάσεις της περιοχής “Monegros», και στο “Cinco Villas”, επέτρεψαν στην παραγωγή να δημιουργήσει αυτό το απομονωμένο σύμπαν στο οποίο εκτυλίσσεται η ιστορία.
Μια άλλη πρόκληση ήταν η επιλογή των κατάλληλων ηθοποιών. Το βλέμμα και η εσωτερική δύναμη της Inma Cuesta ήταν αυτό ακριβώς που ζητούσε η παραγωγή για το χαρακτήρα της Νύφης. Ο Alex Garcia , ταυτόχρονα δυναμικός και εύθραυστος, υποδύεται τον Λεονάρντο, το αντικείμενο του πόθου της Νύφης. Ο Asier Etxeandía ενσαρκώνει τον Γαμπρό και αποδίδει σωστά το μείγμα ευγένειας και δύναμης ενός ανθρώπου που είναι καταδικασμένος να ζήσει μία τραγωδία.
Ένα άλλο βασικό στοιχείο της ταινίας είναι η μουσική του Shigeru Umebayashi, ενός από τους σημαντικότερους συνθέτες στον κόσμου και δημιουργού των soundtracks «Mood for Love», «2046» του Wong Kar Wai, «House of Flying Daggers» του Zhang Yimou κλπ. Η λεπτότητα και η δύναμη της μουσικής του, που ηχογραφήθηκε στο Gran Teatre del Liceu της Βαρκελώνης, συνοδεύουν τους χαρακτήρες της ταινίας και τους συνδέουν με ένα αδιόρατο νήμα που τους ενώνει από την παιδική ηλικία έως το τραγικό τους τέλος. Κάποιοι από τους ηθοποιούς τραγουδούν στην ταινία, όπως η Inma Cuesta που ερμηνεύει δημοφιλή παραδοσιακά ισπανικά τραγούδια όπως το “The Four mules” και το “La Tarara”.
Ο Berenice Fugard, υπεύθυνος για τις εξαγορές της Fortissimo δίνοντας συνέντευξη στο περιοδικο Variety δήλωσε για την ταινία: “Σπάνια έχουμε δει στη μεγάλη οθόνη, τον πόθο και την αγάπη να αναπαρίστανται, με τον τρόπο που ξέρει να το κάνει η Ortiz. Πρόκειται για μία ιδιαίτερη παραγωγή, γι΄ αυτό και θελήσαμε να συμμετέχουμε ώστε το κοινό σε όλο τον κόσμο να έχει την ευκαιρία να ζήσει τη μοναδική αυτή κινηματογραφική εμπειρία”.
Ο «Ματωμένος Γάμος» κέρδισε 2 Βραβεία Γκόγια (Β’ Γυναικείου Ρόλου για την Λουίσα Γκαβάσα και Καλύτερης Φωτογραφίας), ενώ είχε συνολικά 12 υποψηφιότητες, ανάμεσα στις οποίες Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας, Διασκευασμένου Σεναρίου, Α’ Ανδρικού και Α’ Γυναικείου Ρόλου ενώ αποτελεί μια από τις σημαντικότερες ισπανικές παραγωγές της φετινής χρονιάς με μεγάλη αποδοχή και αναγνώριση τόσο από το κοινό όσο και από τους κριτικούς.