Το Ethnofest είναι ένα φεστιβάλ που φέτος φτάνει στον έβδομο χρόνο του και μας παρέχει μια άλλη θέαση του κόσμου. Δεν είναι μουσικό, δεν κάνει πρεμιέρα με κάποια ήδη βραβευμένη ταινία σε κόκκινο χαλί, δεν ποντάρει σε λαμπερούς πρωταγωνιστές. Με περισσότερες από 50 ταινίες, στο φετινό του πρόγραμμα, από την Αμερική, τη Ρωσία, τη Βραζιλία, τη Γαλλία, το Τατζικιστάν, την Κύπρο, την Τουρκία, την Ελλάδα το Φεστιβάλ Εθνογραφικού Κινηματογράφου της Αθήνας παρουσιάζει την έβδομη και μεγαλύτερη έως τώρα εκδοσή του, που θα πραγματοποιηθεί από τις 23 έως τις 27 Νοεμβρίου, για πρώτη φορά στον κινηματογράφο Άστορ.
Γυρίζοντας από το Λονδίνο με έναν μεταπτυχιακό τίτλο στην Οπτική Ανθρωπολογία, ο Κώστας Αϊβαλιώτης βρέθηκε το 2008 στην Αθήνα. Χρειάστηκε μια συζήτηση μεταξύ φίλων για να γίνει φεστιβάλ ένα ακαδημαϊκό πόνημα. «Τρεις φίλοι και απόφοιτοι του ίδιου προγράμματος αναρωτιόμασταν τι θα μπορούσε να γεννηθεί από το γεγονός πως η διπλωματική μας εργασία -ενώ ήμασταν σε ένα τμήμα κοινωνικών επιστημών- δεν ήταν παραδοσιακό γραπτό κείμενο αλλά μικρού μήκους ταινία. Συνειδητοποιώντας παράλληλα πως κάθε χρόνο υπάρχουν άνθρωποι που παρότι σπουδάζουν σε μη κινηματογραφικά τμήματα παράγουν ταινίες. Ερασιτεχνικές έστω, αλλά ταινίες».
Στην αρχική του μορφή, το Ethnofest αποτελούσε τμήμα ενός άλλου μεγαλύτερου φεστιβάλ, ένα αφιέρωμα σε μικρές και μεγάλες ιστορίες που ασχολούνταν με τη βιωμένη πραγματικότητα ανθρώπων και ομάδων από ολόκληρο τον πλανήτη δοσμένη από μια έρευνα που δεν αποτυπώνεται με αριθμούς και στατιστικά σε κάποια διατριβή αλλά μέσα από την κινηματογραφική κάμερα. Τοποθετώντας δηλαδή την ανθρωπολογία στα οπτικοακουστικά μέσα. «Το πρώτο μας πρόγραμμα είχε βγει με 15 ταινίες μικρού και μεσαίου μήκους μέχρι που το 2010 έγινε αυτόνομο, ήταν η κατάλληλη στιγμή να αναδείξουμε ένα κομμάτι που έμενε άγνωστο τόσο στο κοινό της Αθήνας όσο και στον ακαδημαϊκό χώρο».
Τι είναι ακριβώς όμως ο εθνογραφικός κινηματογράφος; «Δεν πρόκειται για ένα ξεχωριστό είδος, με στεγανά χαρακτηριστικά που το καθορίζουν, είναι μια προσέγγιση ντοκιμαντέρ, φεστιβάλ ντοκιμαντέρ άλλωστε είμαστε. Η ουσία είναι ότι το πεδίο αναζήτησης τέτοιων ταινιών προέρχεται από ανθρώπους που έχουν σχετιστεί με τέτοια μεταπτυχιακά προγράμματα, προκύπτουν από ακαδημαϊκούς κύκλους και πραγματοποιούν έρευνες χρησιμοποιώντας κινηματογραφικά μέσα».
Από τον Dziga Vertof και την βρετανική σχολή ντοκιμαντέρ της δεκαετίας του ’30 μέχρι τον Jean Rouch και τους σπουδαστές του Harvard, το εθνογραφικό ντοκιμαντέρ ακολουθεί την εξέλιξη των κοινωνικών επιστημών. Ωστόσο, οι ταινίες που παράγονται εξετάζουν κάτι μακρινό από τον δυτικό κόσμο, κάτι που δύσκολα μπορεί να προσεγγίσει κανείς; «Ακόμη υπάρχει μια μικρή παρεξήγηση, ειδικά τα πρώτα χρόνια θυμάμαι τον κόσμο να περιμένει να δει ταινίες που θα αφορούν μόνο φυλές στον Αμαζόνιο, κάτι πολύ εξωτικό, όπως ήταν και η Ανθρωπολογία μέχρι το ’60. Μετά τα κινήματα του φεμινισμού, της οικολογίας και το τέλος της αποικιοκρατίας το πεδίο των κοινωνικών επιστημών άλλαξε, η ανθρωπολογία επίσης, και κατ΄επέκταση τα θέματα των ντοκιμαντέρ». Η καθημερινότητα σκαφτιάδων που ψάχνουν για μύδια ενώ επηρεάζονται από την πλημμύρα και την άμπωτη στις πεδιάδες του Maine, η ζωή δυο ομόφυλων οικογενειών σε μια νομικά γκρίζα ζώνη στην Ελβετία, μια χριστιανική εκκλησία στη Λεμεσό που μετατρέπεται σε φιλόξενο τόπο λατρείας για Βουδιστές μετανάστες μπλέκονται με μια ιστορία της δεκαετίας του ’90 στη Χάβρη, εκεί που ένας γιος άνεργου πια εργάτη χαλυβουργίας στήνει παράνομα rave parties σε εγκαταλελειμμένα εργοστάσια, με την πρόσφατη κατάληψη του City Plaza καθώς και με ιστορίες γυναικών που αγωνίστηκαν σε διαφορετικές κοινωνίες και χρονολογίες για τον αυτοπροσδιορισμό της έμφυλης ταυτότητας.
Όλες οι παραπάνω πραγματικές ιστορίες και πτυχές του κόσμου περιλαμβάνονται σε ένα πρόγραμμα χωρισμένο σε έξι τμήματα. Όπως εξηγεί ο Κώστας Αϊβαλιώτης, το στοιχείο που κάνει το φεστιβάλ διαφορετικό και την θεματική του ιδιαίτερη είναι το ότι «οι ταινίες που προβάλουμε ακολουθούν το ίδιο μοντέλο έρευνας, δεν εξετάζουν το macro, κοιτάνε το micro επίπεδο» όπως είναι η ενότητα Summer School με ταινίες φοιτητών από διάφορες χώρες του κόσμου που προέκυψαν από την συμμετοχή τους στο ομώνυμο θερινό εργαστήριο το οποίο πραγματοποιείται με την υποστήριξη του Ολλανδικού Ινστιτούτου της Αθήνας κι εξετάζουν πτυχές της Αθήνας με την επιμέλεια του Ethnofest.
Ποια είναι όμως μια καλή αρχή για εκείνον που δεν γνωρίζει πως μοιάζει ο εθνογραφικός κινηματογράφος; «Οι φοιτητικές ταινίες του προγράμματος. Μας εκπλήσσουν κάθε χρόνο, για εμάς έχουν μια άλλη αξία, αφού κι εμείς είχαμε βρεθεί στην θέση των δημιουργών, να προσπαθούμε δηλαδή να ολοκληρώσουμε τα γυρίσματα σε ελάχιστους μήνες. Καταλαβαίνουμε την δυσκολία τους και τη δουλειά που απαιτούν γι’ αυτό αν κάτι είναι καλό ενθουσιαζόμαστε ακόμη περισσότερο. Το τμήμα που αποτελείται από εννέα ταινίες φέτος είναι κάτι το οποίο δείχνει στο κοινό που θα έρθει για πρώτη φορά την ταυτότητα μας». Γι’ αυτό η μηχανή προβολής του φεστιβάλ θα ανοίξει με μια κάπως διασκεδαστική μεταπτυχιακή διατριβή για την πόλη του Eldon της Iowa, στην περιοχή όπου πέντε νέοι άνθρωποι μιλούν για την καθημερινή ζωή, την ανεργία, το γιατί κανείς δεν εγκαταλείπει το σπίτι που αφήνει ακόμη και τις νύχτες ξεκλείδωτο.
Κι ενώ τα blockbusters είναι συνώνυμα με την φρενήρη διαφήμιση και οι κινηματογραφικές αίθουσες δεν κάνουν τα ταμεία του παρελθόντος, υπάρχουν εκείνοι που όχι μόνο επιμένουν να διοργανώνουν φεστιβάλ αλλά και να τα μεταφέρουν σε μεγαλύτερες αίθουσες ενώ χτίζουν το πρόγραμμά τους σε ταινίες που τους στέλνουν οι ίδιοι οι δημιουργοί από κάθε άκρη της γης. Που οφείλεται όμως η επιτυχία τους; «Εργάζομαι στα κινηματογραφικά φεστιβάλ από το 2008, νομίζω ότι το καθένα έχει τη δική του δυναμική, η δική μας προσέγγιση δεν καλύπτεται από κανένα -ούτε μικρότερο ούτε μεγαλύτερο εγχώριο φεστιβάλ- ενώ παράλληλα έχει εκπαιδευτικό χαρακτήρα. Το κίνητρο ενός θεατή για να πάει σε ένα φεστιβάλ έχει να κάνει με το ότι θα δει κάτι για πρώτη φορά, μπορεί να μη το δει πουθενά αλλού, έχει τη δυνατότητα να παρακολουθήσει πολλά δείγματα της ίδιας θεματικής σε συμπυκνωμένο χρόνο. Ένα φεστιβάλ προκαλεί συναισθήματα δηλαδή που δεν δημιουργεί η άπειρη πληροφορία της εβδομαδιαίας διανομής».