Το 1947, o Kevin Andrews, απόφοιτος κλασικών σπουδών από το Harvard, παίρνει υποτροφία από το Fullbright για να μελετήσει τα βυζαντινά, φράγκικα, τούρκικα και ενετικά φρούρια της Πελοποννήσου. Από το 1948 ως το 1951, με τον Εμφύλιο να μαίνεται, ο εικοσιτριάχρονος Αμερικανός θα εξορμήσει επανειλλημένα από την Αθήνα στον Μυστρά, τη Σπάρτη, τους Μολάους και άλλα μέρη της νότιας Ελλάδας όπου υπάρχουν απομεινάρια κάστρων, με το αποτέλεσμα της δουλειάς του να αποτυπώνεται στην εργασία του Castles of the Morea. Οι περιπέτειές του συγγραφέα, κατά τη διάρκεια του ιδιότυπου και μοναχικού οδοιπορικού του στην, κατασπαραγμένη από την Κατοχή και τις κατοπιδές έριδες, Πελοπόννησο της εποχής, αποτυπώθηκαν στο παρόν βιβλίο που κυκλοφόρησε το 1959.
Η επαρχιακή Ελλάδα ζει σε σχεδόν μεσαιωνικούς ρυθμούς. Οι υποδομές είναι είτε ανύπαρκτες είτε κατεστραμένες. Για να φτάσει στη Σπάρτη από την Αθηνα χρειάζεται μια εβδομάδα! «Το ελληνικό κράτος ήταν σχεδόν, κι όταν έπεφτε το σκοτάδι εντελώς, ανύπαρκτο έξω από την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, τα νησιά και λίγα λιμάνια και πόλεις στην ενδοχώρα όπου υπήρχαν βαριά οπλισμένες στρατιωτικές φρουρές. Στους Δελφούς δεν πήγαμε. Αν και απείχαν λίγα χιλιόμετρα από τον Κορινθιακό κόλπο, βρίσκονταν ψηλά στις άγριες πλαγιές του Παρνασσού, απ’όπου μόνο οι Γάλλοι αρχαιολόγοι επιτρεπόταν να περάσουν. Αυτοί ταξίδευαν ακόμη και δια ξηρός από την Αθήνα, αν και οι χερσαίοι δρόμοι ελέγχονταν κυρίως από τους αντάρτες».
Κι αυτός, ένας νεαρός Αμερικάνος, θεωρεί ότι είναι απολύτως εφικτό να πηγαίνει όπου έχει ερείπια, να κοιμάται ανάμεσά τους σε έναν υπνόσακο και να κάνει την εργασία για την οποία είναι υπότροφος. Όμως, «στην ηπειρωτική χώρα κανείς δεν κυκλοφορούσε στον δρομο μετά τη δύση του ήλιου, μόνο στρατιώτες και χωροφύλακες και άλλοι με όπλα αλλά χωρίς στολή, που δεν όφειλαν πίστη και υπακοή ούτε στον στρατό ούτε στη χωροφυλακή, αλλά ήταν σε υπηρεσία παντού και (καθώς φαινόταν) εξίσου φανατικοί. Στην Ελλάδα είχε επιβληθεί στρατιωτικός νόμος, αλλά εγώ άργησα να καταλάβω τι σήμαινε αυτό».
Αυτός μπορεί να έχει άγνοια κινδύνου, όχι όμως και οι κάτοικοι των περιοχών που επισκέπτεται, οι οποίοι αντιλαμβάνονται ακριβώς πόσο μικρή αξία έχει η ανθρώπινη ζωή σε μια περίοδο αιματοβαμμένου εθνικού διχασμού. Έτσι, τον προστατεύουν, φιλοξενόντας τον στα κατεστραμένα φτωχικά τους και του «ανοίγουν τα μάτια» με τις προσωπικές τους ιστορίες του, όπου αποκαλύπτεται η ωμή κατάσταση της χώρας. Ερχόμενος σε άμεση επαφή με την πραγματικότητα, ο Andrews αποκτά μια πολύπλευρη εικόνα της ταραγμένης εποχής, αλλά και της ευρύτερης σημασίας του Εμφυλίου, διαβάζοντας σε αυτόν τα προμηνύματα του μέλλοντος για τον Δυτικό κόσμο.
«Η Ελλάδα ήταν μόνο μια μικρή χώρα που σύρθηκε στον Πολεμο, όμως ήταν η τελευταία που αντιστεκόταν ακόμη στη Βέρμαχτ, όταν η Δυτική Ευρώπη είχε υποκύψει πλήρως. Η Ελλάδα όχι μόνο υπέστη, μετά την ήττα της, τις μεγαλύτερες καταστροφές σε ποσοστιαίους όρους απο κάθε άλλη χώρα που ενεπλάκη στη σύρραξη, αλλά συνέχισε να υφίσταται, στον άμεσο απόηχο της νίκης, ανεπανόρθωτες καταστροφές. Οι Έλληνες που εγκλωβίστηκαν στον Πόλεμο με τη μία πλευρά ή με τη μία ή την άλλη φράξια – και οι οποίοι θα καραδίωκαν ή θα καταδιώκονταν για πολλές δεκαετίες ακόμη – ταύτισαν το αντιστασιακό κίνημα με τον ίδιο τον Πόλεμο. Αυτό μπορεί να φαινόταν εμμονικό στους ξένους, όμως οι ξένοι δεν είχαν ζήσει αυτές τις καταστάσεις, και γι’αυτό η η ελληνική ερμηνεία δεν ήταν εντελώς εσφαλμένη: ό,τι συνέβη σε αυτή τη χώρα, πριν και μετά την υποχώρηση των Γερμανών τον Οκτώβριο του 1944, ήταν μια αιματηρή πρόγευση του Ψυχρού Πολέμου και όλων των τοπικών πολέμων που αυτός προκάλεσε έκτοτε».
Αυτό που καταλαβαίνει ο συγγραφέας είναι ότι στην Ελλάδα διαδραματίζεται για άλλη μια φορά η Ιστορία, όμως οι ντόπιοι είναι τα προς θυσία πιόνια της σκακιέρας: «Ο εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα, για τους Συμμάχους, εξυπηρετούσε έναν πιο μακροπρόθεσμο σκοπό, μια προοπτική που έφθανε στα τέλη του 20ου αιώνα, κάτι που συνδεόταν με την πιο επικίνδυση συγκυρία της εποχής μας και σχεδόν κανείς δεν μπορούσε τότε να το δεί. Ούτε εκείνοι στην Ελλάδα που πολέμησαν και σκοτώθηκαν κι έκαναν δολιοφθορές κι έχασαν σπίτια και περιουσίες. Ούτε εκείνοι που μπήκαν στη σειρά στις πλατείες των χωριών για να τους δείξει ο πρόθυμος κουκουλοφόρος γείτονας στη μορφή με το κράνος που στεκόταν δίπλα του με το αυτόματο επί σκοπόν. Ούτε οι χιλιάδες άμαχοι που στήθηκαν μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα και την αγχόνη. Ούτε όσοι κάηκαν στα πυρπολημένα χωριά. Ούτε εκείνοι που φόρεσαν την κουκούλα για να εξασφαλίσουν ένα πιάτο φαϊ για την οικογένειά τους, ούτε οι άμεσοι φορείς της ωμής βίας, και οι ίδιοι αμήχανοι ίσως, αφού εκτελούσαν διαταγές – αυτή ήταν η μόνη δικαιολογία. Μόνο κάποιοι ξένοι, σχεδιαστές στραγηγικής, γεωγραφικά απομακρυσμένοι αλλά προσωρινά σύμμαχοι, και μια χούφτα οραματιστές από μια γεννία και χαρισματική φυλή που προσπάθησαν να κρατηθούν απο μια κλωστή ελπίδας και να μην πιστέψουν αυτό που έβλεπαν να έρχεται».
Έχοντας αγαπήσει τους Έλληνες και την χώρα τους, ο Andrews αντιλαμβάνεται ότι οι κανόνες δεν ισχύουν εξίσου για όλους: άλλοι για τους ισχυρούς και άλλοι για τους ηρωϊκούς αδύναμους. «Για το Τσόρτσιλ, το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (το ΕΑΜ) και ο Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός (ο ΕΛΑΣ) ξεκίνησαν ως “ηρωϊκοί αντάρτες που περιόρισαν τριάντα εχθρικές μεραρχίες”. Μέσα σε λίγους μήνες είχαν γίνει οι “άθλιοι Έλληνες συμμορίτες”, άνθρωποι “μεταμφιεσμένοι σε σωτήρες της χώρας του, ενώ στην πραγματικότητα ζούσαν εις βάρος των ντόπιων χωρικών”. Είναι παράξενο που ειδικά ο Τσόρτσιλ – και μάλιστα στην κορύφωση της Μάχης της Αγγλίας – είδε τόσο μικρή σχέση ανάμεσα στην αντίσταση στον εισβολέα και την ενότητα ενός ολόκληρου έθνους. Έλληνες με όπλα μάχονταν. Οι ντόπιοι χωρικοί, που δεν είχαν όπλα, τους παρείχαν όποιος μορφής βοήθεια μπορούσαν – φαγητό, στέγη, μεταφορικά μέσα, συνδέσμους και πληροφορίες για τις κινήσεις του εχθρού. Ηταν μια ενότητα παρόμοια με εκείνη που είχε ήδη επικρατήσει στην Αγγλία την περίοδο των βομβαρδισμών. Το ίδιο θα συνέβαινε και στην Αγγλία, αν ο εχθρός είχε εισβάλει και την είχε κατακτήσει, αλλά με μια διαφορά: χάρη στη Μάγχη, χάρη σε μια μακρά ιστορία σταθερότερης ανάπτυξης, καμία άλλη χώρα δεν θα είχε την ευκαιρία να υπονομεύσει εκείνη την ενότητα, ούτε θα τολμούσε να χαρακτηρίσει τους Άγγλους άθλιους συμμορίτες».
Στην αιώνια Ελλάδα, οι ίδιες οι συνθήκες της ζωής και η αενάως δημιουργούμενη Ιστορία, γεννούν απόλυτα μυθιστορηματικούς ήρωες. Η καθημερινότητα μιας τέτοιας χώρας ξεπερνάει τη φαντασία ενός Δυτικού. Αυτό ακριβώς έχει κατανοήσει ο συγγραφέας και έτσι, φέρνοντας στο προσκήνιο τις δύσκολες ζωές και τα πολύπλοκα διλήμματα των ηρώων του (οι βοσκοί, οι μεροκαματιάρηδες, οι χήρες με τα μωρά, οι ταβερνιάρηδες, κλπ) μας προσφέρει μια έξοχη και αληθινή προσωπογραφία της ταραγμένης εποχής, δοσμένη από ένα ξένο μάτι.
Ο Andrews περιφέρεται και επιστρέφει στα βουνά, τα χωριά αλλά και τις γειτονιές της Αθήνας, συγχρωτίζεται με τους ντόπιους (που τον φιλοξενούν στα πάμπτωχα σπίτια τους με τα χωμάτινα πατώματα) και, μέρα με τη μέρα, αντιλαμβάνεται ότι οι απαντήσεις δεν είναι εύκολες ούτε ξεκάθαρες, ειδικά όταν τα μίση είναι παρόντα και οι συνέπειες τους επίσης. Το βιβλίο του είναι μια παραταθήκη, η πραγματικότητα και η ουσία των Ελλήνων σε τυπωμένες λέξεις.