Τα είκοσι τραγούδια που πιάνουν στα χέρια τους ο Βίλχελμ Μύλλερ και o Φραντς Σούμπερτ για να δημιουργήσουν το μουσικό «μυθιστόρημα» της Ωραίας Μυλωνού, που σημάδεψε ανεξίτηλα το κίνημα του Ρομαντισμού, έρχεται μέσα από μια πρωτότυπη παράσταση στην Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος για δύο παραστάσεις, στις 21 και 23 Απριλίου 2023.
Η ροή πάει ως εξής: «Με άξονα τη φωνή, το σώμα και την κίνηση και ελάχιστα σκηνικά αντικείμενα σε μια ατμοσφαιρική σκηνή όπου κυριαρχεί το πράσινο φως, η μεσόφωνος και περφόρμερ Λένια Ζαφειροπούλου και ο χορογράφος και χορευτής Τάσος Καραχάλιος ακολουθούν τον ρομαντικό περιπλανώμενο ήρωα του Μύλλερ στο ταξίδι του και ερμηνεύουν τα υδάτινα τραγούδια του Σούμπερτ, δημιουργώντας μια σκηνική «χορευτική φαντασία», όπου στο τέλος κερδίζει η μαγική φύση του Ρομαντισμού. Στο πιάνο, τους συνοδεύει ο διακεκριμένος πιανίστας Αντρέι Χόβριν»
Όταν τους συνάντησα λίγο μετά την πρόβα, ήταν μαζί τους και ο Κωνσταντίνος Σκουρλέτης, μέγιστος θαυματοποιός του σκηνικού χώρου και των φωτισμών. Έλεγχε τις τελευταίες λεπτομέρειες, έμπαινε κι έβγαινε στον χώρο. Τον ρώτησα πώς αντιμετώπισε αυτό που συμβαίνει στη σκηνή. «Το πιο σημαντικό είναι να παραμείνεις στην απλότητα που έχει όλο το σχήμα» μου είπε «το σώμα, οι αντανακλάσεις ο άνθρωπος, η φωνή. Ό,τι προσπάθησα να αγγίξω, είναι πάνω σε αυτό».
Λίγο πιο πριν είχα την ευκαιρία να «κλέψω» ωραίες στιγμές. Πολλά υποσχόμενες «εικόνες». Οι νότες του Χόβριν, η μαγνητική και συναρπαστική φωνή της Ζαφειροπούλου, το μπλέξιμο των κορμιών ανάμεσα σε περφόρμερ και χορογράφο τις στιγμές που το κομμάτι το απαιτεί, η μουσική, φυσικά, του Σούμπερτ, η ακατανόητη σε μένα γερμανική γλώσσα (θα υπάρχουν υπέρτιτλοι). Όλα αυτά, μεσημέρι καθημερινής σε break από τη βοή της πόλης, απρόσμενα και ξαφνικά σε βάζουν σε ένα άλλο παράξενο πλαίσιο. Κλείνεις τα μάτια για ένα δύο δευτερόλεπτα, μη και χάσεις στιγμή από αυτό που συμβαίνει μπροστά σου, μόνο και μόνο για να φανταστείς πώς θα είναι όλα μέρες αργότερα, όταν η επίσημη παρουσίαση θα δείχνει όλο το «πακέτο».
Τη στιγμή δηλαδή που όλα θα είναι στην θέση τους, τα σώματα, η μουσική, το πιάνο, τα γραμμικά στοιχεία από πάνω και το ατελείωτο πράσινο, απαραίτητο για την Ωραία Μυλωνού και τα βαθιά της πιστεύω. «Το πράσινο χρώμα, πολύ σημαντικό στοιχείο τους έργου έχει διάφορους συμβολισμούς, όπως αυτό της νεότητας, της απειρίας, του πλούτου, της αφθονίας, της ζήλιας, του δηλητήριου και του κυνηγού» μου λέει η μεσόφωνος και εντυπωσιακή εκπρόσωπος του έργου.
Η Λένια Ζαφειροπούλου και ο Τάσος Καραχάλιος δεν συνεργάζονται για πρώτη φορά. Τους έχουμε ξαναδεί στο πετυχημένο I Had Enough του 2018 πάλι στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ. Εδώ, στο δεύτερο αποτύπωμα τους, σκιαγραφούν τους είκοσι σταθμούς μιας πορείας που διέγραψαν πρώτοι οι Βίλχελμ Μύλλερ και Φραντς Σούμπερτ πριν από ακριβώς διακόσια χρόνια ψηλαφώντας τους δεσμούς ανάμεσα στο φαντασιακό και τη νεωτερική αρρενωπότητα και σημαδεύοντας ανεξίτηλα τόσο το είδος του κύκλου τραγουδιών, όσο και γενικότερα το κίνημα του Ρομαντισμού.
Την ρωτώ για την επαφή της με το έργο: «Έχω μεγαλώσει με αυτή τη μουσική» μου λέει «διαλέγοντας την η ίδια, δεν με ανάγκασε κανείς, την αγαπούσα από μικρή. Προτιμούσα όμως περισσότερο τον άλλο κύκλο του Σούμπερτ, το Χειμωνιάτικο Ταξίδι. Τον έχω κάνει μάλιστα δύο και τρεις φορές – αυτό χαίρει περισσότερου κύρους ίσως λόγω της τραγικότητας του. Η Μυλωνού από την άλλη, επειδή έχει πολλά στροφικά τραγούδια δηλαδή μία μουσική που επαναλαμβάνεται μετά από τρεις τέσσερις στροφές, θεωρείται κάπως πιο απλοϊκή. Και εγώ αυτό σκεφτόμουν. Ώσπου πέρσι μου πρότεινε ο Αντρέι να κάνουμε μια συναυλία σε ένα φεστιβάλ στο Βερολίνο και είπαμε να την πιάσουμε για πρώτη φορά. Όντας πάνω από σαράντα, που έχει τη σημασία του, είδα ένα τελείως άλλο έργο. Μελετώντας το, ξετρελάθηκα. Με το πόσο σύγχρονο είναι και πόσο πολυδιάστατο. Και πόσο πολύπλοκη είναι η ψυχολογία του ήρωα. Ο Σούμπερτ όποια καταστροφή πιάσει την κάνει υπέροχη, είναι η ειδικότητα του, να φτιάχνει ωραίες καταστροφές.
Από την άλλη, αυτή η μουσική έχει μια συντηρητική σφραγίδα πάνω της, ειδικά στην κεντρική Ευρώπη, με την έννοια ότι διδάσκεται πολύ σε σχολές και έχει ειπωθεί πολύ στατικά στις αίθουσες. Έχει δε ένα συντηρητικό καλλιεργημένο κοινό που την ακολουθεί κι αυτό είναι κάτι που την έχει χαντακώσει χωρίς λόγο. Τραγουδώντας το πέρσι σκεφτόμουν πως μπορείς να το σπρώξεις όσο θες προς το εξπρεσιονιστικό και αυτό να παραμείνει τόσο καλό. Και έτσι το έκανα, ως πείραμα μέσα στην πατρίδα του Σούμπερτ, και πέτυχε. Ο κόσμος συγκινήθηκε πολύ. Και έτσι έπιασα την ιδέα πως θα μπορούσε να γίνει θέατρο με έναν τρόπο σωματικό. Και μετά το έφερα στον Τάσο».
O Βίλχελμ Μύλλερ υπήρξε φιλόλογος, ιστορικός, βιβλιοθηκονόμος, αλλά και μέγας φιλέλληνας – πολλοί κάτοικοι της Αθήνας ίσως γνωρίζουν την οδό Μυλλέρου. Όταν πέθανε, σε πολύ πρώιμη ηλικία, άφησε πέντε βιβλία ποίησης. Τα ποιήματα της συλλογής Η ωραία μυλωνού δημοσιεύτηκαν το 1821 και ο ίδιος ο ποιητής έλεγε ότι ζούσαν μια μισή, χάρτινη ζωή μέχρι να βρεθεί μια μουσική να τους δώσει πνοή ή να ξυπνήσει τη ζωή που κοιμάται μέσα τους. «Αλλά θα βρεθεί», έλεγε, «η συγγενική ψυχή που θα ακούσει τις μελωδίες πίσω απ’ τις λέξεις και θα μου τις δώσει πίσω». Τελικά, ο εκλεκτός αυτός ανιχνευτής της κρυφής ζωής των κατ’ όψιν δευτεροκλασάτων αυτών στίχων ήταν ο Φραντς Σούμπερτ, που κράτησε είκοσι από τα ποιήματα και συνέθεσε τον κύκλο τραγουδιών του το 1823, ένα μουσικοποιητικό μυθιστόρημα σε είκοσι μονολόγους.
Στον κύκλο τραγουδιών Η ωραία μυλωνού, ο ανώνυμος ρομαντικός ήρωας, ένας νεαρός χωρίς πατρίδα, οικείους και περιουσία, φεύγει από τον παλιό του μύλο όπου ήταν παραγιός και ψάχνει αλλού την τύχη του. Ακολουθώντας ένα ρυάκι φτάνει στον νέο νερόμυλο, πιάνει δουλειά και ερωτεύεται την ωραία κόρη του μυλωνά. Μέσα από είκοσι κορυφούμενους μονολόγους, αναπτύσσει και βιώνει το πιο μοναχικό και περίκλειστο ερωτικό αίσθημα που μπορεί κανείς να φανταστεί, με μοναδικό συνομιλητή το ρυάκι που τον οδήγησε στην κόρη, και μοιάζει ο βουβός σκηνοθέτης του δράματος. Απόλυτα μόνος και στον θρίαμβο και στην καταστροφή, ο ήρωας βάζει τον θεατή στον πειρασμό να υποπτευθεί ότι τα πάντα σ’ αυτή την ιστορία, η ερωτική κατάκτηση, η αντιζηλία και η απόρριψη, είναι εφευρήματά του.
«Είναι εντελώς μόνος του σε όλο αυτό» μου λέει η Ζαφειροπούλου, «πιστεύει ότι την κερδίζει κάποιες στιγμές αλλά δεν υπάρχει καμία απολύτως επικοινωνία μεταξύ τους. Εκτός από μία στιγμή εκεί κάπου στην μέση, όπου κάθονται μαζί στην όχθη και αυτός αισθάνεται πως δεν θα πάει καλά το πράγμα και κλαίει και πέφτουν τα δάκρυα του μέσα στο ποτάμι και αυτή βλέπει το ποτάμι να θολώνει, ακούει τις σταγόνες να θορυβούν πάνω στο νερό και λέει «θα πιάσει βροχή πάω σπίτι» – αυτή δηλαδή ήταν όλη κι όλη η πραγματική τους επικοινωνία».
Σε αντίθεση με ότι συμβαίνει μέσα στα τραγούδια, έξω από αυτά και πάνω στην σκηνή η επικοινωνία των δύο δημιουργών σχηματίζει ισχυρούς, τίμιους δεσμούς. Στόχος αυτής της «χορευτικής φαντασίας» είναι να μεταφραστούν οι εικόνες, η πλοκή και οι μελωδίες του κύκλου σε μια νέα αφαιρετική δραματουργία. Τραγούδι και αυστηροί νόμοι στην κίνηση, μια μοναχικότητα διαχρονική και σύμφυτη με την ανθρώπινη κατάσταση.
Ρωτάω τον χορογράφο Τάσο Καραχάλιο για αυτή τη συνεργασία, ποιο είναι αυτό το τελικό άρωμα που εισπράττει από αυτή. «Το θέμα δεν είναι να κάνεις δικά σου πράγματα αλλά να συναντάς ανθρώπους που να μπορείς να συνεννοηθείς σε κάτι και να είναι τόσο ανοικτοί για να προκύψει κάτι ενδιαφέρον» απαντά. «Έχω σπουδάσει χορό και περνάω κρίση ταυτότητας, δεν θέλω να είμαι ούτε χορογράφος, ούτε χορευτής, με πιάνει ένα πράγμα να θέλω να έχω μια άλλη άποψη για τα πράγματα και δεν συνεννοούμαι εύκολα. Με τη Λένια όμως υπάρχει μια συνεννόηση μεγάλη γιατί ούτε αυτή ορίζει τον εαυτό της απλώς ως τραγουδίστρια, καθώς είναι ένα πολυδιάστατο ον – σκέψου πως τη διασκευή και την επιμέλεια στους υπερτιτλους την έχει κάνει αυτή. Δεν είναι σαφείς οι ρόλοι μας. Η τεράστια σημασία του έργου αυτού πέρα από τη δραματουργική αξία του είναι πως πρόκειται για μια αφηγηματική ιστορία με συγκεκριμένη αρχή μέση και τέλος. Έχει μια άλλη αξία πέρα από τη θεατρική κι αυτή είναι αυτό που δίνει η ίδια η Λένια». Και ποιο είναι ίσως το μεγαλύτερο προτέρημα της φημισμένης μεσόφωνου; «Με τη Λένια δεν πέφτεις σε παγίδες γιατί πάντα διορθώνει αυτό που πάει να γίνει λάθος, σε κάτι άλλο σωστό».
Στρέφω το βλέμμα μου στην άλλη πλευρά και ρωτώ το ίδιο. Ποιο το καλύτερο, δικό του; «Ο Τάσος είναι το ιδανικό αντίδοτο για έναν κλασικό τραγουδιστή» μου λέει η Λένια Ζαφειροπούλου. «Δεν σε αφήνει ποτέ να θεατρινίσεις, να κάνεις μούτες, να κάνεις χειρονομίες».