Όσοι ζουν στα Εξάρχεια έχουν το αόρατο προνόμιο του να συγκατοικούν χρόνια τώρα με τον Παύλο, τον Νικόλα και την Κατερίνα, ξέροντας πως όταν οι εποχές σκοτεινιάζουν επικίνδυνα γύρω μας, εκείνοι θεριεύουν στους τοίχους, πλέκοντας ένα πέπλο επαναστατικής ποίησης.
Η Κατερίνα, η Αγία των Εξαρχείων, γεννήθηκε την πρώτη μέρα του καλοκαιριού κάνοντας ένα κρότο λάμψης στη νεκρική φασαρία της πόλη.
“Είμαι ελεύθερη, ελεύθερη, ελεύθερη και όταν έρθει καιρός που θα κρέμεται στο τσιγκέλι το πετσί μου σαν τομάρι απ’ τους κρατικούς εκδορείς και τη λογοκρισία, η φαντασία μου θα τρέχει.. τρέχει… τρέχει. Είμαι φευγάτη, από τώρα τρέχει… γειαααα”.
Ό,τι χρειάζεται να ξέρουμε για τη Γώγου, φρόντισε να μας τα γράψει εκείνη, μη και ξεχάσουμε ότι καμιά φορά οι άνθρωποι πεθαίνουν στη μελαγχολία ενός κόσμου που δεν υποχρεώθηκαν ποτέ να ταιριάξουν.
Η Κατερίνα μας το έσκασε έναν Οκτώβρη, αφήνοντας τα ποιήματα της να μπαινοβγαίνουν στα σωθικά μας κάθε φορά που φυσάει στα Εξάρχεια. Ο Γιώργος Χρονάς, θυμάται πως εκείνο το τελευταίο πρωινό, ήταν περίπου 7:15 όταν του είπε “δεν σου έχω ζητήσει ποτέ τίποτα, βάλε μου να πιώ”. Έβλεπε το μπουκάλι με το ουίσκι που ήταν πίσω από το κεφάλι του και 7:15 το πρωί της έβαλε και ήπιε ουίσκι. Φεύγοντας του είπε «Φεύγω, πάω για κει».
Η Κατερίνα, η πιο ροκ εν ρολ βουτιά στον μικροαστισμό μας.
Θα ‘ρθει καιρός
που θ’ αλλάξουν τα πράγματα
να το θυμάσαι Μαρία
θυμάσαι Μαρία στα διαλείμματα
εκείνο το παιχνίδι που τρέχαμε
κρατώντας τη σκυτάλη
Μη βλέπεις εμένα μην κλαις
εσύ είσαι η ελπίδα
Άκου, θα ‘ρθει καιρός
που τα παιδιά θα διαλέγουν γονιούς
δε θα βγαίνουν στην τύχη
δεν θα υπάρχουν πόρτες κλειστές
με γερμένους απ’ έξω
και τη δουλειά θα τη διαλέγουμε
δε θα ‘μαστε άλογα
να μας κοιτάνε στα δόντια
Οι άνθρωποι, σκέψου,
θα μιλάνε με χρώματα
κι άλλοι με νότες
να φυλάξεις μοναχά
σε μια μεγάλη φιάλη με νερό
λέξεις κι έννοιες σαν κι αυτές :
απροσάρμοστοι, καταπίεση,
μοναξιά, τιμή, κέρδος, εξευτελισμός
για το μάθημα της Ιστορίας
Είναι Μαρία, δε θέλω να λέω ψέματα,
δύσκολοι καιροί και θα’ ρθουνε κι άλλοι
δε ξέρω, μην περιμένεις κι από μένα πολλά
τόσα έζησα, τόσα έμαθα, τόσα λέω
κι απ’ όσα διάβασα ένα κράτησα καλά
Σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος
Θα την αλλάξουμε τη ζωή
…παρ’ όλα αυτά Μαρία
Ένα πρωί θ’ ανοίξω την πόρτα
και θα βγω στους δρόμους
όπως και χτες.
Και δεν θα συλλογιέμαι παρά
ένα κομμάτι από τον πατέρα
κι ένα κομμάτι από τη θάλασσα
-αυτά που μ’ άφησαν-
και την πόλη. Την πόλη που τη σάπισαν.
Και τους φίλους μας που χάθηκαν.
Ένα πρωί θα ανοίξω την πόρτα
ίσα ολόισα στη φωτιά
και θα μπω όπως και χτες
φωνάζοντας «φασίστες!!»
στήνοντας οδοφράγματα και πετώντας πέτρες
μ’ ένα κόκκινο λάβαρο
ψηλά να γυαλίζει στον ήλιο.
Θ’ ανοίξω την πόρτα
και είναι -όχι πως φοβάμαι-
μα να, θέλω να σου πω, πως δεν πρόλαβα
και πως εσύ πρέπει να μάθεις
να μην κατεβαίνεις στο δρόμο
χωρίς όπλα όπως εγώ
– γιατί εγώ δεν πρόλαβα-
γιατί τότε θα χαθείς όπως και εγώ
«έτσι» «αόριστα»
σπασμένη σε κομματάκια
από θάλασσα, χρόνια παιδικά
και κόκκινα λάβαρα.
Ένα πρωί θ’ ανοίξω την πόρτα
και θα χαθώ
με τ΄όνειρο της επανάστασης
μες την απέραντη μοναξιά
των δρόμων που θα καίγονται,
μες την απέραντη μοναξιά
των χάρτινων οδοφραγμάτων
με το χαρακτηρισμό -μην τους πιστέψεις.
Κουρελιασμένοι απ’ τ’ αγριεμένα κύματα
πεταμένα υπολείμματα για πάντα από δω και μπρός
στο σκοτεινό θάλαμο της γης
με ισκιωμένο το μυαλό
απ’ το ξέφρενο κυνηγητό
της ασάλευτης πορείας των άστρων
οι τελευταίοι
απόθεσαν το κουρασμένο κεφάλι τους
θυσία
στην τελετουργία των ανεμοστρόβιλων καιρών.
Κι άνθρωποι δεν υπήρχανε.
Κι ένα άσπρο χιόνι σιωπής
σκέπασε οριστικά τις βυθισμένες πόλεις.
Σε βρώμικά αδιέξοδα
Σάπια δόντια, ξεθωριασμένα συνθήματα…
Πάνω – κάτω. Πάνω – κάτω, η Πατησίων.
Μια ζωή λιγούρια ταξιδεύουμε
την ίδια διαδρομή
Ξευτίλα – μοναξιά – απελπισία
Κι ανάποδα
Εντάξει δεν κλαίμε. Μεγαλώσαμε
Μονάχα όταν βρέχει
βυζαίνουμε κρυφά το δάχτυλό μας
Και καπνίζουμε….
Η ζωή μας είναι άσκοπα λαχανητά…