Εγώ ήμανε άμαθος, μου λέει ο Αργύρης, δέκα χρόνια πόλιεμο, είχα ξεχάσει καλά καλά πώς μιλάνε με τον κόσμο. Κι έτσ’ δε μου πέρασε απ’ το μυαλό και κάθισα και τους τα είπα όλα. Με το νι και με το σίγμα. Ώρα πολλή τους έλεγα, πού είχα πάει, τι είχα κάνει, πόσους είχα σκοτώσει, πως είναι αλλιώς με τη ξιφολόγχη κι αλλιώς με το μαχαίρι, αλλιώς ο λαιμός του άντρα κι αλλιώς του παιδιού, πώς ουρλιάζανε οι Βουλγάρες και πώς οι Τουρκάλες, πώς κλωτσάει ο κρεμασμένος και πώς ο σφαγμένος, πώς ακόμη και τα μωρά τα μικρά που δεν καταλαβαίνουν κλιαίνε άμα μυρίσουν το αίμα και δουν το μαχαίρι, ακόμα ακόμα και για τον Τούρκο τους είπα, που σαν τον σκότωσα έσκυψα και του ‘φαγα τη μύτη, γιατί μ’ είχε βαρέσει με μπαμεσιά, και για το κορίτσ’ που χάλασα μπροστά στον πατέρα τ’ προτού τους πυροβολήσω και τους δυο στο κεφάλι. Όλα τους τα ‘πα, κι άμα άφησα τίποτα απ’ έξω ήταν που μπορεί να το λησμόνησα. Κι εκεί που όλοι τους πριν γελάγανε και πίνανε, ήρθα τους μαραθήκανε όλα. Όχι σα σε κηδεία. Πιο χειρότερα. Σαν τη μάνα που βλέπει το παιδί της να το πατάει το κάρο μπρος στα μάτια της, έτσ’ ήταν όλοι τους. Η μάνα μ’ αρχίνησε κι έκλαιε. Δίπλα μ’. Στην πιατέλα άπλωνα το χέρι να πιάσω το κρέας κι ακούμπαγε ο αγκώνας μ’ στον ώμο της, τόσο κοντά μ’ καθότανε. Πάγωσα κι εγώ. Θύμωσα πιο πολύ. Αυτοί με ρωτήξανε, δικό μ’ ήταν το φταίξιμο; Σκώνομαι απάν’ και λέω θα βγω έξω να κάνω ένα τσιγάρο κι εκεί που είμαι στην τρακάδα και καπνίζω και κοιτάω να ξεφουσκώσω τη μάνητα που μ’ έπιανε απ’ το λιαιμό, έρχετ’ ο πατέρα μ’ από κοντά κι ουδέ να μ’ ακουμπήσει, μόνο στέκει στο ένα μέτρο και μου λέει, Αργύρη, πόσο αίμα αθώων έχεις χύσει παιδάκι μ’; Τότες σα να μ’ ακούμπησε ο Άγιος στον ώμο έγινε μέσα μ’ μπουνάτσα και γυρνάω και του λέω, γι’ αυτό είναι το αίμα, πατέρα. Για να χύνεται. Σύρε μέσα τώρα κι άσε με να καπνίσω με την ησυχία μ’.
Να σου πω ότι μετά που μπήκα πάλιε μέσα όλοι ψάχανε δικαιολογίες να φεύγουνε, δε χρειάζεται. Έξυπνος είσαι το καταλαβαίνεις. Και να την ξέρει ο άλλος την αλήθεια, όταν τη βλέπει, γυρνάει τα μάτια αλλού, έτσ’ και τούτοι. Τι ν’ αποκρινόμουνα; Τα ‘χα κι εγώ χάσει. Μου λέει, έπειτα από κείνο το βράδυ, ακόμα και μες στο δικό μ’ το σπίτ’ ήμανε σα λεπρός. Πώς να γινόταν δύναμη κάθε φορά π’ ακούμπαγα κάτι να το πλιένανε. Και το πιο χειρότερο ήταν πώς με κοιτάγανε. Με φόβο. Το συλλογιέσαι ντιπ; Να σε βλέπ’ και να σε φοβάται η μάνα σ’ κι ο πατέρας σ’; Περνάει ο καιρός, δυο, τρεις, τέσσερις μήνες κι αναπαημό δεν είχα απ’ αυτή την ιστορία. Μάτια πάνω μ’ συνέχεια κι άμα γύρναγα να τα κοιτάξω πέφτανε στα χαμηλά, στο χώμα. Ανάσα δεν μπορούσα να πάρω.
Έτσ’ έγινε και το αποφάσισα να φύγω. Για το πού δεν ήξερα. Μακριά. Μοναχά αυτό σκεφτόμουνα. Κάπου μακριά. Τα ‘βαλα κατ’ και πιο μακριά απ’ την Αμερική δεν ήξερα, ώστε είπα, να, κει θα πάω. Το πολιέμησα, γιατί δεν ήταν εύκολο τότες να σε δεχτούνε, αλλά το πέτυχα. Κι όταν θα ‘φευγα, μάζεψα ό,τι δικό μ’ είχα στο σπίτ’, από βρακιά μέχρι φωτογραφίες. Έπεσ’ η μάνα μ’ στα γόνατα, λέει τι είν’ αυτά; Φεύγεις κι ούτε τίποτα δεν αφήνεις δικό σ’ να σε θυμόμαστε. Της λέω τη φωτογραφία τη θες να την κοιτάς και να με κηδεύεις κάθε μέρα με τα δάκρυα, γιατί όσο μ’ είχες κοντά για τούτο παρακάλαες από μέσα σ’. Κείθε πέρα στην Τουρκιά χίλιες μάνες καταριούνται τ’ όνομά μ’, ε, ας είσ’ είναι κι εδώ ακόμα μία, έτσ’ της είπα κι έφκα. Δω που ήρθα άνθρωπος δε με γνώριζε και λίγο σα να λευτερώθηκα. Αλλά το ‘ξερα ότι η βρωμιά θα μ’ ακολούθαγε. Δέκα χρόνια ήταν αυτά. Άντρας δεν έγινα με τη δουλειά, όπως οι άλλοι, αλλά με το σκοτωμό. Κι ήξερα καλά ότι θα ξαναρχόταν, γιατί και που τελείωσε ο πόλεμος εγώ πάλι έψαχνα τα αίματα. Κοίταγα γύρω τους ανθρώπους και το μόνο που έβλεπα ήταν πού θα κόψω, πού θα σφίξω, πού θα χτυπήσω για να του σωριάσω. Έπρεπε να βάλω χαλινό στην ψυχή μ’, γιατί αν συνέχιζα έτσ’ αργά ή γρήγορα θα κατέληγα στο απόσπασμα. Έτσ’ κάθσα και σκέφτκα και τότες κατάλαβα ότι η βρωμιά δεν είναι παντού βρωμιά. Να σ’ το πω αλλιώς, άμα δεις ένα ζευγά με τις λάσπες μες στην εκκλησία, βρωμιάρη θα τον πεις. Άμα τον δεις όμως με τις λάσπες στο χωράφ’ θα τον πεις άξιο. Επειδή το λοιπόν αυτές οι λάσπες δεν καθαρίζουν ποτές από τα παπούτσια κανενός, γιατί απ’ αυτές είναι φτιαγμένη η ψυχή τ’, πρέπει να κοιτάξεις να βρεις το σωστό χωράφ’. Είπα, αφού τα αίματα έμαθες Αργύρη, στα αίματα θα πορεύεσαι. Εκεί το ‘χεις ταμένο. Κι ήρθα το λοιπόν μια μέρα στο Γιούνιον και λέω δώμτε δουλειά. Κι αφού σ’ αυτή τη δουλειά ήμανε ο καλύτερος, στέριωσα κι όλοι έρχονται και μου χτυπάνε την πλάτ΄, Εγγλιέζοι, Έλληνες, Ρούσοι, Γερμανοί, όλοι. Αλλά πάλι άμα ξέρανε τι είναι η δουλειά που κάνω, ότι σπάω κεφάλια, πάλιε με σιχασιά θα με κοιτάγανε, παρόλο που την κάνω άξια. Αυτά που σχεδιάζει ο κόσμος δεν τον πειράζει να γίνονται, αρκεί να μην τα βλέπει και να τα κάνει άλλος. Να μπορούνε να βγούνε σενιαρισμένοι αλαμπρατσέτα με τις κυράδες τους και να μη βρωμάνε, να πιάνουνε τα μαχαιροπίρουνα με χέρια που δεν είναι πρησμένα απ’ το αίμα και να κόβουνε τη μπριζόλα χωρίς να λερωθούνε. Αυτό πάει να πει να ‘σαι σιβιλάιζντ. Να πατάς στα σκατά με αψηλό τακούνι. Κρυφή η δουλειά που κάνω στο Γιούνιον, κρυφή κι αυτή που έκανα στο πόλιεμο, απλά εδώ δε με λένε κίλλερ, εδώ με λένε νόκερ, κι είν’ έτσ’ στ’ αυτά πιο ωραίο.