Ο τίτλος του παρόντος άρθρου αποτελεί μία πολύ ελεύθερη αναδιατύπωση της ούτως ή άλλως διττής σημασίας της φράσης Tutti Morrimo A Stento, που είναι και ο τίτλος του δεύτερου ουσιαστικά ‘κανονικού’ άλμπουμ του Fabrizio De André, που είχε κυκλοφορήσει το 1968. Διαπίστωση πικρή, αλλά ταυτόχρονα και λυτρωτική. Αναφέρεται σε γ’ πρόσωπο και σε πληθυντικό αριθμό, στους χρήστες ναρκωτικών, που με φανερό ή κρυφό τρόπο, αποτελούν τη θεματολογία του ιδιόρρυθμου αυτού concept άλμπουμ (έχει αρκετά τέτοια concept παρακάτω η δισκογραφία του, και με μία ευρεία ερμηνεία από εδώ και μετά κάθε δίσκος του De Andre είναι ένα concept άλμπουμ, μέχρι και για τους απαγωγείς του έγραψε δίσκο, υπακούοντας στο σύνδρομο της Στοκχόλμης).
Η εν λόγω διαπίστωση συνοψίζει το τελολογικό νόημα κάθε τραγουδιού του De André, το οποίο αναφέρεται με ψυχραιμία στις αγωνίες της καθημερινότητας, όπως τη βιώνει ο καθένας, και ουδόλως παραμερίζει τη σημασία της μπροστά σε βαριά νοήματα και σκοπούς, ακόμη και μπροστά στον θάνατο, από οποιαδήποτε αιτία και αν προέλθει αυτός. Τα εφήμερα καθημερινά ζητήματα ανάγονται στα πλέον κρίσιμα ζητήματα για τη ζωή του καθενός, τα οποία και δεν υποχωρούν έστω και υπό το δέος του θανάτου. Μέχρι και splatter τραγούδια έχει γράψει, στα οποία ο θάνατος αντιμετωπίζεται όλως φυσιολογικά ως το μέσο εκείνο που εξυπηρετεί τις ανάγκες της καθημερινότητας, εκ των οποίων η αγάπη είναι το ύψιστο αγαθό. Όχι ακριβώς με χριστιανικό, και πολύ περισσότερο με καθολικό τρόπο, παρότι τον De Andre απασχόλησε έντονα και το στοιχείο του Θείου και του χριστιανισμού ειδικότερα, το οποίο ομοίως επέλεξε να «προσγειώσει» στην καθημερινότητα, προσδίδοντας του ακόμη και πάθη, στα πρότυπα των αρχαιοελληνικών και ρωμαϊκών θεών.
Υπάρχει έντονη συζήτηση για το αν είναι ή όχι αυτό το πρώτο concept άλμπουμ της ιταλικής δισκογραφίας, χωρίς βέβαια αυτό να έχει και κάποια ουσιαστική σημασία. Αξιοσημείωτο το ότι με την προτροπή της δισκογραφικής του, ο De André επανηχογράφησε όλο το δίσκο και στην αγγλική γλώσσα (παντού υπάρχει το μικρόβιο της διεθνούς καριέρας), αλλά τελικά αυτή η εκδοχή δεν κυκλοφόρησε ποτέ. Φημολογείται, δε, ότι το 2007 βρέθηκε κάπου στην Αμερική μία έκδοση του δίσκου με διαφορετικό εξώφυλλο, που υποτίθεται περιέχει τις ηχογραφήσεις στα αγγλικά, ενώ σκόρπια αποσπάσματα ακούγονται σε διάφορα ντοκιμαντέρ για τον De Andre. Να σημειωθεί ότι ο πατέρας του De André, ήταν ιδιοκτήτης φροντιστηρίων ξένων γλωσσών (για αυτό και είχε να πληρώσει τα λύτρα, που λέγαμε) και ότι στην πολύ καλή διασκευή του στο “Geordie”, η γυναικεία φωνή που τραγουδάει Ιταλικά με αγγλική προφορά, είναι μια καθηγήτρια αγγλικών του φροντιστηρίου! Για την ιστορία, επιχειρήθηκε κάποτε να διασκευάσει ο De André το “Born To Run” του Bruce Springsteen, αλλά (ευτυχώς) η ιταλική γλώσσα δεν μπόρεσε να κολλήσει στον τρόπο με το οποίο αναπτύσσεται ο μπρουσικός ύμνος στην αξία του να το βάζει κανείς στα πόδια.
Ο εν λόγω δίσκος είναι και ο αγαπημένος μου από ολόκληρη τη δισκογραφία του Fabrizio De André. Ο ίδιος τον είχε μάλλον αποκηρύξει και μάλιστα νωρίς – νωρίς και τα τραγούδια του απουσιάζουν με σχεδόν εγκληματικό τρόπο από ζωντανές εμφανίσεις και ηχογραφήσεις. Στις αναλύσεις και τις διαφωνίες ειδικών και οπαδών έχει κατά κανόνα το μικρότερο μερίδιο. Ενορχηστρωτικά είναι ταυτόχρονα ρηξικέλευθος και παλιομοδίτικος, καθώς πρόωρα μεταφέρει τα τραγούδια του Fabrizio De André, σε ένα διαφορετικό σκηνικό από αυτό του μοναχικού τραγουδοποιού με την κιθάρα και τις ελάχιστες παρεμβάσεις σε αυτή.
Αυτό γίνεται πάντως χωρίς να προσγειώνεται απότομα ο ήχος του στον άχαρα και προκλητικά αβανταδόρικο ηχητικό κόσμο των προγκρεσιβάδων P.F.M., με τους οποίους αργότερα θα συνεργάζονταν. Οι οποίοι P.F.M. –κατά την άποψη μου πάντοτε- με αλαζονεία, άκρως ενδεικτική συμπλέγματος κατωτερότητας, αντιμετώπισαν τον De André, ως έναν τύπο που δεν είχε μεν τη δική τους μουσική παιδεία και ικανότητα, αλλά του οποίου τη διάνοια και το μέγεθος της έμπνευσης δεν μπορούσαν να αγγίξουν έστω και στο ελάχιστο (αυτό διακρίνεται και σε όσα δηλώνουν σε σχέση με τα χρόνια που συνεργάστηκαν με τον De Andre). Ο ίδιος ο De André, βέβαια, αγάπησε τις ενορχηστρώσεις τους και πορεύτηκε με αυτές μέχρι το τέλος, αλλά αυτό δεν μας εμποδίζει να πούμε ότι καμία ηχογράφηση του Via Del Campo από όσες ακολούθησαν, δεν έχει την αδυσώπητα σκληρή ευαισθησία της πρώτης στουντιακής εκτέλεσης, που αφήνει πραγματικά ανήμπορο να αντιδράσει τον ακροατή όταν έρχεται το σύντομο τέλος αυτής.
Ηχογραφημένος στη Ρώμη, στο στούντιο της RCA, που ήταν φημισμένο για τις δυνατότητες του εκείνη την εποχή και με την συνδρομή της Φιλαρμονικής της αιώνιας πόλης, ο δίσκος είναι όντως ξεχωριστός από την άποψη της ηχητικής του απόδοσης, καθώς τα τραγούδια αναπνέουν ικανότατα μέσα σε ένα μεγαλειώδες αναλογικό περιβάλλον, με πληθώρα οργάνων, αλλά χωρίς την καταφυγή σε περιττά εκφραστικά μέσα. Οι εντάσεις αυξομειώνονται αρκετές φορές σε όλη του τη διάρκεια και κάθε φορά που πάει να δημιουργηθεί ένα ‘φιλικό’ περιβάλλον, η προσπάθεια ανατρέπεται άμεσα.
Στη ραχοκοκαλιά του ‘Tutti Morimmo A Stento’ υπάρχει η τριλογία των ‘Primo Intermezzo- Legenda Di Natale- Secondo Intermezzo’. Το πρώτο και το τρίτο είναι δύο οριακά δίλεπτα, κατά τα οποία απλή και κατανοητή ποίηση σε καθεστώς απόγνωσης, που όμως δεν παραγνωρίζει την ομορφιά, ενορχηστρώνεται με τόλμη και έμφαση (ίσως και περιττή, αλλά πάντως όχι ενοχλητική) αποδίδοντας δύο από τις πιο έντονες στιγμές του De Andre. Στο ενδιάμεσο, η πιο ουσιαστική διήγηση του δίσκου, με τις βάσεις της στον πνευματικό του πατέρα George Brassens, είναι ίσως η πιο σκληρή διήγηση σε ολόκληρη την δισκογραφία του, σε δεύτερο και αδυσώπητο πρόσωπο, με την φωνή του να κατεβαίνει χαμηλά και να γίνεται γλυκιά, αλλά τελικά το όλο πράγμα να μετουσιώνεται από τα όρια της μοιρολατρείας σε αυτά της ειρωνείας και της παραίτησης.
Το ‘Terzo Intermezzo’, λίγο πριν το τέλος του δίσκου, επαναφέρει ως ανάμνηση το μελωδικό θέμα για λίγα μόνο δευτερόλεπτα, προτού περάσει άμεσα στο επόμενο τραγούδι, με το οποίο ο De André ξεκαθαρίζει ότι κανείς δεν είναι άμοιρος για τη ζωή του, αλλά η ευθύνη είναι πρώτιστα και εν τέλει αποκλειστικά προσωπική, για τον καθένα μας. Κάθε επόμενη ακρόαση των τραγουδιών και κάθε πιο προσωπική σύνδεση του καθενός με αυτά, καθιστούν εύλογο το ότι ο De Andre τα έγραψε, τα ηχογράφησε, πάλεψε με αυτά και έπειτα αποφάσισε να τα παρατήσει σχεδόν μία και για πάντα. Καθότι με κάποιους δαίμονες καλό είναι να μην τα βάζει κανείς συνέχεια.
‘Είμαστε τα πρεζάκια’ θα πει στο τέλος…. σαν αφηγητής πολυκαιρισμένης ελληνικής ταινίας, που ρέπει ανάμεσα στο γραφικό και το τραγικό. Ο De André φλέρταρε πάντοτε με το περιθώριο, αλλά ποτέ δεν το παρουσίασε ως κάτι περισσότερο και ως κάτι σημαντικότερο από αυτό που πραγματικά είναι, όπως έκανε για παράδειγμα ο Tom Waits, καθώς για αυτόν το περιθώριο δεν υπήρξε παρά το σκηνικό μιας θεατρικής παράστασης στην οποία ες αεί αποφάσισε να πρωταγωνιστεί. Για τον De André το περιθώριο υπήρξε κάτι που πάντα τον γοήτευε, αλλά δεν ντρέπονταν να ομολογήσει ότι ποτέ δεν είχε τα κότσια να γίνει πραγματικά μέρος αυτού.
Είναι ο Fabrizio De André ο σπουδαιότερος και ικανότερος τραγουδοποιός όλων των χρόνων και όλων των χωρών; Το γεγονός ότι κατέστη τελικά εξαιρετικά εμπορικός θα μπορούσε ίσως να αναιρέσει μια καταφατική απάντηση. Έχοντας υπόψη ότι αν η Mina δεν είχε διασκευάσει με σαρωτική επιτυχία το θεμιτά γλυκερό ‘La Canzone Di Marinella’, λίγους σχετικά μήνες αφότου το είχε ηχογραφήσει ο ίδιος ο δημιουργός του, ίσως τελικά και ο De André να κατέληγε επ’ αόριστον φροντιστής στη δουλειά του πατέρα του, είμαστε υποχρεωμένοι να παραδεχτούμε ότι ο Fabrizio De André είναι μεταξύ άλλων ο καλύτερος τραγουδοποιός όλων των εποχών, επειδή τελικά ποτέ δεν κράτησε κάτι για τον εαυτό του και πέτυχε την μέγιστη καλλιτεχνική και εμπορική αποδοχή για το Έργο του. Πριν ή μετά από τον θάνατο του, δεν έχει και τόσο σημασία, όπως άλλωστε καμία πρωτεύουσα σημασία δεν κράτησε για τον θάνατο στα ίδια του τα τραγούδια, όχι τόσο κατά το ντυλανικό πρότυπο του Death Is Not The End, όσο στα όρια μιας φλεγματικής ειρωνείας απέναντι στο θάνατο, όπως και σε κάθε άλλη μεγάλη ιδέα.